ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΕφΑθ 2575/2014 Εισόδημα νομικών προσώπων - Απαλλαγή υπεραξίας προκύπτουσας από την πώληση ακινήτου ΑΕ σε εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης με σκοπό την επαναμίσθωση αυτού - Προϋποθέσεις - Εφαρμοστέες διατάξεις - Μη λειτουργικές οι δαπάνες από την πώληση του ακινήτου - Έκπτωση ποσού συναλλαγματικών διαφορών - Μη δέσμευση από μη δημοσιευθείσες εγκυκλίους

Αριθμός:
2575
Έτος:
2014
Δικαστήριο:
Τόπος:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
29/04/2014
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
2967
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Φορολογία εισοδήματος. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Υπολογισμός φορολογητέου εισοδήματος. Διανεμητέο μέρισμα στους μετόχους. Περιεχόμενο. Εφαρμοστέες διατάξεις. Απόσβεση διαφοράς αποτίμησης σε δραχμές των υποχρεώσεων από πιστώσεις ή δάνεια σε ξένο νόμισμα, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Εφαρμοστέες διατάξεις. Λειτουργικές δαπάνες τα καταβαλλόμενα μισθώματα από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Εφαρμοστέες διατάξεις. Εις βάρος εταιρίας με αντικείμενο εργασιών την εισαγωγή και εμπορία ειδών οικιακής χρήσης, επεβλήθη για το οικονομικό έτος 2005, κύριος και πρόσθετος φόρος εισοδήματος, λόγω ανακριβούς δήλωσης. Πραγματικά περιστατικά. Ισχυρισμοί. Κατά τη δημιουργία αποθεματικού από προκύπτουσα υπεραξία πωλήσεως του ακινήτου δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί των ανωνύμων εταιριών. Συνεπώς η έκπτωση της υπεραξίας είναι νόμιμη. Εφόσον οι εγκύκλιοι που επικαλείται η φορολογική αρχή, δεν δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ, και κατά συνέπεια είναι μη δεσμευτικές, μη νομίμως δεν αναγνωρίστηκε η έκπτωση από το εισόδημα προσφεύγουσας ποσού συναλλαγματικών διαφορών. Λειτουργικές δαπάνες, εκπεστέες από τα ακαθάριστα έσοδα, θεωρούνται μόνο τα μισθώματα που καταβάλλει ο μισθωτής σε εταιρία Leasing (χρηματοδοτική μίσθωση). Επισφάλειες απαιτήσεων που προστέθηκαν από εταιρία ως λογιστική διαφορά, δεν αποδεικνύονται από έγγραφα. Δέχεται εν μέρει προσφυγή.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός απόφασης: 2575/2014
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 3ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Γεωργία Πετράκη – Γιαννοπούλου, Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ευαγγελία Βαβουγυϊού και Κώστα Κωνσταντινίδη (Εισηγητή), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Αικατερίνη Κοκκινάκη, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2013, για να δικάσει την από 2 Απριλίου 2007 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ .../6-4-2012) προσφυγή,
της ανώνυμης εταιρείας «...» και με διακριτικό τίτλο «...», που εδρεύει στην Αθήνα (...), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Απόστολο Πατρίκιο, σύμφωνα με την από 28-2-2013 έγγραφη δήλωσή του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο του ΔΕΚ Αθηνών και παραστάθηκε με το Δικαστικό Αντιπρόσωπο του ΝΣΚ Αναστάσιο Σπυρόπουλο, σύμφωνα με την από 22-2-2013 έγγραφη δήλωσή του, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο,
μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα ... ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση αλλιώς η μεταρρύθμιση του .../2007 φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2005 (διαχειριστικής περιόδου 2004), του Προϊσταμένου του ΔΕΚ Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτό επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «...», κύριος φόρος εισοδήματος από 1.242.755,27 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος για ανακρίβεια της δήλωσης, ποσού 820.218,48 ευρώ, λόγω προσθήκης στη δηλωθείσα για την επίδικη χρήση ζημία, ύψους 2.276.934,75 ευρώ, λογιστικών διαφορών, με συνέπεια το υποκείμενο σε φορολογία εισόδημα να υπολογισθεί σε κέρδος, ύψους 3.550.729,35 ευρώ.
Επειδή, στις διατάξεις των άρθρων 4, 28, 31, 98, 105 και 106 του Ν.2238/1994, «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ Α΄, τ.151/16-9-1994), ορίζεται στο άρθρο 4 «Εισόδημα και εξεύρεσή του- 1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51. Ο φόρος αυτού του νόμου, τα πρόστιμα και οι πρόσθετοι φόροι δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από το εισόδημα αυτό. 2. Το εισόδημα ανάλογα με την πηγή της προσέλευσής του διακρίνεται κατά τις επόμενες κατηγορίες ως εξής: ….. 3. Για να βρεθεί το συνολικό εισόδημα, αθροίζονται τα επί μέρους εισοδήματα των κατηγοριών Α` έως Ζ` της προηγούμενης παραγράφου τα οποία αποκτώνται από κάθε φυσικό πρόσωπο είτε κατά το οικονομικό έτος το προηγούμενο από τη φορολογία, είτε κατά το ημερολογιακό ή διαχειριστικό ή γεωργικό έτος το οποίο έληξε μέσα στο προηγούμενο από τη φορολογία οικονομικό έτος. Κατά την άθροιση αυτή συμψηφίζονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία των επί μέρους εισοδημάτων. Ειδικά, το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που άρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υποχρέου τηρούνται επαρκώς και ακριβώς. Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις που προκύπτει από επαρκή και ακριβή βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το οποίο μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς στα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη», ζ το άρθρο 28, όπως η περ ζ της παρ. 3 αναμορφώθηκε με το άρθρο 6 παρ.1 του ν.3220/1994, «1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική …… 3. Θεωρείται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και η πραγματοποιηθείσα αυτόματη υπερτίμηση του παγίου κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση καθώς και η υπερτίμηση που δεν πραγματοποιήθηκε εφόσον αυτή έχει περιληφθεί στην απογραφή. Η υπεραξία που προκύπτει που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της πωλήτριας επιχείρησης, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανισθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο φορολογείται, σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, καθώς και λόγω λύσης της σύμβασης ή υποκατάστασης του μισθωτή από νέο πρόσωπο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, στο άρθρο 31 «1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων, που τηρούν επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ….. εξευρίσκεται λογιστικώς με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα, όπως αυτά ορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, των ακόλουθων εξόδων: α) Των γενικών εξόδων διαχείρισης ………..», στο άρθρο 98, «Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα από κάθε πηγή, που αποκτάται από κάθε νομικό πρόσωπο από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 101», στο άρθρο 105 «1. Ως ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 101 λαμβάνονται: α) …. β)….. 2. Από τα ακαθάριστα έσοδα της προηγούμενης παραγράφου, εκπίπτουν οι δαπάνες απόκτησης εισοδήματος όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 31. 7. Το ποσό που απομένει μετά τις εκπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2,3,4,5 και 6 αποτελεί το συνολικό καθαρά εισόδημα των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 101….» και στο άρθρο 106 «Υπολογισμός φορολογητέου εισοδήματος 1….. 4. Αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμων εταιριών, εταιριών περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμών, ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους, διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα οποτεδήποτε, φορολογούνται κατά το χρόνο της διανομής ή κεφαλαιοποίησης με βάση τις διατάξεις του παρόντος στο όνομα του νομικού προσώπου, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος φόρου. Τα ως άνω διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά φορολογούνται αυτοτελώς, μη συναθροιζομένων των ποσών αυτών με το προκύπτον αποτέλεσμα του ισολογισμού, κατά το χρόνο που γίνεται η διανομή ή κεφαλαιοποίηση. Προς τούτο, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση του άρθρου 107 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από το μήνα που λαμβάνεται η απόφαση από το αρμόδιο όργανο για διανομή ή κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών. Ο προκύπτων φόρος καταβάλλεται σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις…… Με την καταβολή του ως άνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή: α) σε αφορολόγητα αποθεματικά, για την κεφαλαιοποίηση των οποίων ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 13 του ν.1473/1984 (ΦΕΚ 127 Α) και του άρθρου 101 του ν.1892/1990, β) ……». Εξάλλου, με την παρ.5 άρθρ.8 Ν.2579/1998 ορίζεται ότι: «5. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του ν.2238/1994 εξακολουθούν να ισχύουν για το μέρος των αφορολόγητων αποθεματικών που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται και τα οποία δεν φορολογήθηκαν με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου».
Περαιτέρω, στο άρθρο 44α του Κ.Ν. 2190/1920 ορίζεται ότι «….. 2. Το ποσό που διανέμεται στους μετόχους δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των αποτελεσμάτων της τελευταίας χρήσης που έχει λήξει προσαυξημένο με τα κέρδη που προέρχονται από προηγούμενες χρήσεις και τα αποθεματικά για τα οποία επιτρέπεται και αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση η διανομή τους και μειωμένο κατά το ποσό των ζημιών προηγούμενων χρήσεων και τα ποσά που επιβάλλεται να διατεθούν για το σχηματισμό αποθεματικών σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό…..».
Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 28 παρ.7 του Π.Δ. 186/1992 ορίζεται ότι: «οι αποτίμηση σε δραχμές των υποχρεώσεων από πιστώσεις ή δάνεια σε ξένο νόμισμα, που χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά για την απόκτηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων (αγορά, κατασκευή, εγκατάσταση), καταχωρούνται σε λογαριασμό πολυετούς απόσβεσης. Η απόσβεση των διαφορών αυτών διενεργείται ως εξής: αα) Οι χρεωστικές συναλλαγματικές διαφορές, κατά πίστωση ή δάνειο …. αποσβένονται ανάλογα με την υπόλοιπη κανονική χρονική διάρκεια της πίστωσής ή του δανείου…..».
Επειδή, τέλος, στο άρθρο 6 παρ.4 του Ν. 1665/1986 ορίζεται ότι: «Τα μισθώματα που καταβάλλει ο μισθωτής στις εταιρείες αυτού του νόμου για την εκπλήρωση υποχρεώσεών του από συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης θεωρούνται λειτουργικές δαπάνες του και εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδά του….».
Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα εταιρεία με την επωνυμία «...» και τον διακριτικό τίτλο «...» ιδρύθηκε το έτος 1992 (ΦΕΚ .../16-3-1992) με αρχική επωνυμία «...» και έχει ως σκοπό την εισαγωγή και εμπορία ειδών οικιακής χρήσης. Στη συνέχεια με απόφαση των καταστατικών της απορρόφησε το έτος 2000 την εταιρεία ..., τροποποίησε την επωνυμία της, συνεχίζοντας τη δραστηριότητα της και τηρώντας για την απεικόνιση των εργασιών της βιβλία και στοιχεία κατηγορίας του ΚΒΣ.
Επειδή, με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου του Προϊσταμένου του ΔΕΚ Αθηνών, όπως τα δεδομένα αυτού διαμορφώθηκαν ύστερα από μερικό συμβιβασμό μεταξύ φορολογικής αρχής και προσφεύγουσας, επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας, όσον αφορά το οικονομικό έτος 2005 (διαχειριστική περίοδος 2004) κύριος φόρος εισοδήματος 1.242.755,27 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω ανακρίβειας της δήλωσης 820.218,48 ευρώ και συνολικά 2.062.973,76 ευρώ λόγω προσθήκης στα αποτελέσματα της δήλωσης της λογιστικών διαφορών, με συνέπεια τα υποκείμενα σε φορολογία εισοδήματα κέρδη της να υπολογισθούν στο ποσό των 3.550.729,35 ευρώ, αντί ζημίας ύψους 2.276.934,75 ευρώ, όπου είχε δηλωθεί με τη σχ ετική δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
Επειδή, ειδικότερα, η προσφεύγουσα είχε πιστώσει τον λογαριασμό 810.300 (κέρδη από εκποίηση ακινήτων) με το ποσό 5.003.595,92 ευρώ ως υπεραξία με βάση το άρθρο 6 του Ν.3220/2004, η οποία προέκυψε από την πώληση κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο ακινήτου ιδιοκτησίας της, το οποίο βρίσκεται στην οδό ... ... και ... στην Νέα Κηφισιά, προς την εταιρεία «...» από του ποσού των 9.500.000,00 ευρώ, με τον όρο της επαναπόκτησης του, μέσω επαναμίσθωσης (leave back), κατά το χρόνο λήξης της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Έτσι, με βάση την εμφανιζόμενη στον ισολογισμό της 31.12.2004 ζημία, ύψους 1.928.161,44 ευρώ, στην οποία προστέθηκαν έκτακτα έσοδα και ύστερα από την αφαίρεση εμφανιζόμενων εκτάκτων εσόδων, στα οποία περιλαμβάνεται και το ποσό της είσπραξης από την προαναφερόμενη πώληση των 5.003.595,92 ευρώ, ως αφορολόγητο αποθεματικό, προέκυψε ζημιά, ύψους 2.276.934,75 ευρώ, η οποία και δηλώθηκε (κέρδη χρήσης 2.871.017,27 ευρώ μείον ζημία παρελθούσης χρήσης 144.356,10 ευρώ, προκύπτοντα κέρδη 2.726.661,17 ευρώ μείον αποθεματικό 5.003.595,92 ευρώ, προκύπτουσα ζημία 2.276.934,75 ευρώ). Ακολούθησε έλεγχος της δήλωσης, στα πλαίσια του οποίου τα καθαρά κέρδη της χρήσης έτι 2.871.017,27 ευρώ προσαυξήθηκαν κατά το ποσό των 925.036,12 ευρώ, ως λογιστικές διαφορές, έτσι ώστε προέκυψαν φορολογητέα κέρδη, ύψους 3.796.053,39 ευρώ, αφού δεν έγινε δεκτό προς έκπτωση, ως αφορών αφορολόγητο αποθεματικό, το ποσό των 5.003.595,92 ευρώ. Στη συνέχεια, εχώρησε μερικός συμβιβασμός μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογούμενης, στα πλαίσια του οποίου το ποσό των λογιστικών διαφορών μειώθηκε σε 824.068,18 ευρώ, και τα καθαρά κέρδη της χρήσης προσδιορίσθηκαν σε 3.550.729,35 ευρώ. Στη μη αναγνώριση προς έκπτωση του ως άνω ποσού του αποθεματικού η φορολογική αρχή οδηγήθηκε κρίνονται ότι το αφορολόγητο αποθεματικό θα μπορούσε να σχηματισθεί μέχρι του ποσού που θα προέκυπτε μετά την αφαίρεση από τα κέρδη χρήσης της ελεγχόμενης του υπολοίπου ζημιών προηγουμένων χρήσεων, όπως ορίζεται στις διατάξεις του ΚΝ 2190/1920, δηλαδή μέχρι του ποσού των 767.660,96 ευρώ (κέρδη 2.844.292,28 ευρώ μείον ζημία παρελθουσών χρήσεων 2.076.631,32 ευρώ) και ότι, επομένως, το τμήμα της υπεραξίας που δεν μπορούσε να εμφανισθεί σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού λόγω μη επάρκειας κερδών υπάγεται σε φορολογία.
Επειδή, από τις προαναφερόμενες στη δεύτερη σκέψη διατάξεις και δεδομένης της στενής ερμηνείας των φορολογικών διατάξεων, η δημιουργία του επίδικου αποθεματικού από την προκύπτουσα υπεραξία πωλήσεως του ακινήτου της προσφεύγουσας για να απαλλαγεί (προσωπικά) από τη φορολογία εισοδήματος έως ότου τα κέρδη που προκύπτουν από τη δημιουργία αυτή, διανεμηθούν ή διαλυθεί η επιχείρηση, πρέπει να συντρέχουν αποκλειστικά και μόνο οι προϋποθέσεις που θέτουν οι διατάξεις της παραγράφου 1, του άρθρου 6 του Ν.3220/2004 και να μη γίνεται πρόσθετη υπαγωγή σε άλλες διατάξεις, όπως σε αυτές περί ανωνύμων εταιρειών, διότι αν ο νομοθέτης ήθελε την εφαρμογή τους θα το όριζε ρητά ή έστω και έμμεσα, γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση (σχ. γνωμ. ΝΣΚ 354/2008). Επομένως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν οι διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών στην κρινόμενη περίπτωση και η έκπτωση του αφορολόγητου αποθεματικού (υπεραξία) από την προσφεύγουσα είναι νόμιμη, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Επειδή, περαιτέρω, η φορολογική δεν αναγνώρισε ως εκπεπτέο από τα ακαθάριστα έσοδα της προσφεύγουσας κατά την ένδικη χρήση το ποσό ύψους 166.598,84 του λογαριασμού ..., το οποίο αφορά χρεωστικές συναλλαγματικές διαφορές που προκύψουν είτε κατά την εξόφληση υποχρεώσεων σε γιεν Ιαπωνίας είτε κατά την αποτίμηση αυτών στο τέλος της χρήσης λόγω μακροπρόθεσμου δανείου, για την ανέγερση κτιρίου στην τότε έδρα της προσφεύγουσας στην Κηφισιά, το οποίο δάνειο ελήφθη το 1999, με την αιτιολογία ότι οι χρεωστικές αυτές συναλλαγματικές διαφορές, εφ’ όσον προέκυψαν κατά την χρήση 1999, μπορούσαν να αποσβεστούν, είτε εφάπαξ κατά την αποτίμηση ύψους της χρήσης που έλαβαν χώρα (δηλ. το 1999), είτε ισόποσα σε τρείς συνεχόμενες χρήσεις, αρχής γενομένης από τη χρήση που είχαν οι χρεωστικές αυτές συναλλαγές και όχι κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο σύμφωνα με τις ... και ... εγκυκλίους του Υπουργείου Οικονομικών. Με την κρινόμενη προσφυγή της η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ.7 του Π.Δ. 186/1992 η σχετική απόσβεση γίνεται με βάση τη χρονική διάρκεια του δανείου. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προαναφερόμενες εγκύκλιοι είναι απλώς οδηγίες οι οποίες δεν δημοσιεύτηκαν σε Φ.Ε.Κ. και κατά συνέπεια δεν μπορούν να εφαρμοστούν δεσμευτικά στην κρινόμενη περίπτωση και ότι από καμιά διάταξη του νόμου δεν προκύπτει ότι η απόσβεση των συναλλαγματικών διαφορών υποχρεωτικά ενεργείται σε τρείς χρήσεις, ενόψει και του ότι δεν αμφισβητείται η ανάλογη του χρόνου απόσβεση με την χρονική διάρκεια του δανείου, στην οποία αναφέρεται ο νόμος μη νομίμως δεν αναγνωρίστηκε η έκπτωση από το εισόδημα της προσφεύγουσας του ποσού των συναλλαγματικών διαφορών σε 166.598,84 ευρώ, κατά παραδοχή του αντίστοιχου ισχυρισμού της, ως βάσιμου.
Επειδή, εξάλλου, ο φορολογικός έλεγχος δεν αναγνώρισε ως εκπεστά έξοδα ύψους 508.277,40 ευρώ, τα οποία προέκυψαν κατά την πώληση ενός ακινήτου στην Κηφισιά (θέση Καλυφτάκη) αντί του ποσού των 9.500.000 ευρώ στην εταιρεία Leasing «...». Από το ανώτερο ποσό τα κονδύλια 14.682,16 ευρώ (νομικά έξοδα προεξόφλησης) 47.500.00 ευρώ(διαχειριστικά έξοδα) και 30.381,56 ευρώ (έξοδα εκτίμησης, νομικά έξοδα), τα οποία προκύπτουν από νόμιμα παραστατικά της εταιρίας Leasing «...» δεν αναγνωρίστηκαν από τη φορολογική αρχή με την αιτιολογία ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν θεωρούνται λειτουργικές και δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Ν.1665/1986. Ήδη με την κρινόμενη προσφυγή η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω απόρριψη είναι αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης αφού οι δαπάνες αυτές έγιναν αποδεδειγμένα.
Όμως ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος εφόσον σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 6 παρ.4 του Ν.1665/1986 μόνο τα μισθώματα που καταβάλλει ο μισθωτής στις εταιρείες Leasing θεωρούνται λειτουργικές δαπάνες και εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα του, ενώ η εφαρμογή της επικαλούμενης αρχής της χρηστής διοίκησης δεν κατισχύει ρητών ορισμών του νόμου (ΣτΕ 911/1991). Όσον αφορά τα λοιπά μη αναγνωρισθέντα έξοδα μέχρι του ποσού των 508.277,40 ευρώ, η προσφεύγουσα στην προσφυγή της αναφέρει ότι μη νόμιμα απερρίφθησαν και ότι θα προσκόμιζε τα νόμιμα παραστατικά που έθεσε υπόψη του ελέγχου πλην όμως κανένα παραστατικό δεν προσκομίστηκε. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός πέραν της αοριστίας του πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Επειδή, τέλος η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε προς έκπτωση και προσέθεσε ως λογιστική διαφορά το ποσό των 149.241,94 ευρώ, που θεωρήθηκε από τη φορολογουμένη ότι αφορούσε απόσβεση ανεπίδεκτη είσπραξης (επισφαλών) απαιτήσεως αυτής απορρεουσών από συναλλαγματικές, με την αιτιολογία ότι δεν προσκομίσθηκαν από μέρους της τα απαραίτητα σύμφωνα με την ΥΑ 1111373/11.12.2003 ΠΟΛ1133 δικαιολογητικά, έτσι ώστε δεν κατέστη δυνατό ο έλεγχος της επισφάλειας. Καθόσον αφορά την ως άνω λογιστική διαφορά η προσφεύγουσα προβάλλει ότι «υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οδήγησαν την εταιρία «στο να αποσβέσει τις επισφαλείς απαιτήσεις και δεν ήταν νόμιμη η από τον έλεγχο επίκληση της ανωτέρω απόφασης του Υπουργού Οικονομικών ως μοναδικού λόγου για την απόρριψη της σχετικής δαπάνης». Ο ισχυρισμός αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αόριστος, αφού η προσφεύγουσα δεν επικαλείται τα στοιχεία που, κατ’ αυτή, αποδεικνύουν τη επισφάλεια των επίμαχων απαιτήσεων, ώστε να εκτιμηθούν από το Δικαστήριο τούτο. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει ότι είχε προσκομίσει στη φορολογική αρχή κρίσιμα δικαιολογητικά, ούτε και στην παρούσα δίκη προσκομίζει.
Επειδή, υπό τα ως άνω δεδομένα τα καθαρά κέρδη, χρήσης 2004, ανέρχονται σε ευρώ 3.384.130,4 (δηλωθέντα 2.871.017,27 ευρώ συν λογιστικές διαφορές ύψους 657.469,35 ευρώ μείον ζημιές παρελθούσας χρήσης 144.356,10 ευρώ). Ύστερα δε από την έκπτωση από τα ως άνω κέρδη του ποσού του αφορολόγητου αποθεματικού του Ν.3220/2004, ύψους 5.003.595,92 ευρώ, τα αποτελέσματα της προσφεύγουσας πρέπει να προσδιορισθούν σε ζημιά, ύψους 1.619.465,5 ευρώ και, ενόψει της μη οφειλής κύριου φόρου, να διαγραφεί ο επιβληθείς πρόσθετος φόρος, και η μερική παραδοχή της ένδικης προσφυγής και ανάλογη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου φύλλου ελέγχου.
Επειδή, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Μεταρρυθμίζει το .../2007 φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος του Προϊστάμενου του ΔΕΚ Αθηνών.
Προσδιορίζει τα αποτελέσματα της προσφεύγουσας κατά το οικονομικό έτος 2005 (διαχειριστικής περίοδος 2004) σε ζημιά, ποσού ενός εκατομμυρίου εξακοσίων δέκα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (1.619.465,50).
Διαγράφει τον επιβληθέντα πρόσθετο φόρο.
Διατάσσει την κατάπτωση κατά το ήμισυ του παραβόλου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 29 Απριλίου 2014.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΕΤΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΞΙΛΑΡΗΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα