Απόφαση

Αριθμός 2152/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2017, με την εξής σύνθεση: Σπ. Μαρκάτης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της Προεδρεύουσας Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Π. Χαμάκος, Κ. Κονιδιτσιώτου, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Αικ. Ρωξάνα, Πάρεδροι. Γραμματέας η Β. Ραφαηλάκη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2009 αίτηση:
του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) και ήδη Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Κανελλοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ..., κατοίκου Άρτας (...), η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 269/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κ. Κονιδιτσιώτου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά το νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 269/2008 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος Οργανισμού κατά της 36/2006 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της .../13.11.2002 απόφασης του αρμόδιου για την εκδίκαση ενστάσεων οργάνου του Ο.Γ.Α. και κρίθηκε ότι η ανωτέρω δικαιούται σύνταξη λόγω γήρατος.
2. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), ο Ο.Γ.Α. εντάχθηκε, κατά το μέρος που αποτελεί φορέα κύριας κοινωνικής ασφάλισης και κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 53 του εν λόγω νόμου, από 1.1.2017, στον συσταθέντα με το ίδιο άρθρο 51 του ως άνω νόμου Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.). Με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4387/2016, οι οποίες ισχύουν από 1.1.2017, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ίδιου νόμου, και δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά ανέκυψε κατόπιν άσκησης προσφυγής της αναιρεσίβλητης που αφορά τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος από τον ανωτέρω Οργανισμό, ήτοι κοινωνικοασφαλιστικής παροχής, νομίμως παρίσταται και συνεχίζει την παρούσα δίκη ως αναιρεσείων ο Ε.Φ.Κ.Α.
3. Επειδή, στο άρθρο 66 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (A΄ 97) ορίζονται τα εξής: «Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει: Α. Σε περίπτωση ρητής πράξης: α) Για εκείνους τους οποίους αφορά: ι) από την κατά νόμο επίδοσή της σε αυτούς …». Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 39 του π.δ. 78/1998 (Α΄ 72) «Καταστατικό Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών» ορίζεται: «Κατά της απόφασης του ... αρμόδιου για την απονομή της σύνταξης Οργάνου επιτρέπεται η άσκηση ένστασης...» και στην παρ. 3 του άρθρου 43 αυτού ορίζεται ότι: «Αντίγραφο της απορριπτικής απόφασης του Οργάνου κοινοποιείται στον ενιστάμενο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Καταστατικό αυτό για την επίδοση εγγράφων στοιχείων». Στο δε άρθρο 57 του ανωτέρω π.δ/τος ορίζεται: «1. Όπου προβλέπεται από το Καταστατικό αυτό ότι η επίδοση εγγράφων στοιχείων πρέπει να αποδεικνύεται με απόδειξη παραλαβής, τότε η παράδοση των εγγράφων αυτών γίνεται στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους από τους Ανταποκριτές του ΟΓΑ ή υπαλλήλους του ΟΓΑ ή δημοσίους υπαλλήλους ή υπάλληλους ΝΠΔΔ. 2. Αν αυτός που θα παραδώσει το έγγραφο στοιχείο δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στη διεύθυνση της κατοικίας που έχει δηλώσει στον ΟΓΑ, δύναται να παραδώσει το έγγραφο στοιχείο σε πρόσωπο που συγκατοικεί με αυτόν, έστω και πρόσκαιρα, αρκεί να είναι ηλικίας 17 τουλάχιστον ετών. 3. Αν ο ενδιαφερόμενος ή οι συγκάτοικοι αυτού αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο στοιχείο ή δεν ευρίσκεται κανένας απ' αυτούς στη διεύθυνση της κατοικίας, η οποία έχει δηλωθεί στον ΟΓΑ αυτός που παραδίδει το έγγραφο επικολλά το για επίδοση έγγραφο στοιχείο στη θύρα της οικίας του ενδιαφερόμενου... 5. Η επίδοση δύναται...να γίνει και με έγγραφο, το οποίο αποστέλλεται με το Ταχυδρομείο... 6. Η επίδοση των εγγράφων στοιχείων, για την οποία προβλέπει το άρθρο αυτό, γίνεται από το αρμόδιο Όργανο, αφού υπογράψει σχετική απόδειξη παραλαβής ο ενδιαφερόμενος ή τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται συγκεκριμένα στις προηγούμενες παραγράφους … Στην απόδειξη παραλαβής πρέπει να αναφέρονται τα στοιχεία ταυτότητας αυτού που επιδίδει το έγγραφο, του προσώπου στο οποίο παραδίνεται, αν δεν είναι ο ενδιαφερόμενος, ποία η σχέση του προσώπου που παραλαμβάνει το έγγραφο στοιχείο με τον ενδιαφερόμενο, ο τόπος της παράδοσης του εγγράφου και το έτος, ο μήνας και η ημέρα της παράδοσης».
4. Επειδή, σύμφωνα με όσα δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η προσβαλλόμενη με την επίδικη προσφυγή .../13.11.2002 απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Ο.Γ.Α. -απορριπτική αιτήματος χορήγησης σύνταξης γήρατος- επιδόθηκε, όπως προκύπτει από το από 9.12.2002 αποδεικτικό επίδοσης της ανταποκρίτριας του Ο.Γ.Α. του Δήμου Αρταίων, στο σύζυγο της αναιρεσίβλητης, δεδομένου ότι, όπως αναγράφεται στο αποδεικτικό αυτό, η ασφαλισμένη δεν μπορούσε να μεταβεί στα Γραφεία του Ο.Γ.Α. λόγω ασθένειάς της. Το διοικητικό πρωτοδικείο θεώρησε ότι η από 17.3.2002 προσφυγή είχε ασκηθεί εμπροθέσμως, με τη σκέψη ότι η ανωτέρω επίδοση ήταν άκυρη. Στη συνέχεια, δέχθηκε την προσφυγή κατ' ουσίαν και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Με την έφεσή του ο Ο.Γ.Α. υποστήριξε ότι ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί εμπροθέσμου της προσφυγής, διότι ήταν έγκυρη η επίδοση της επίδικης πράξης. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του Καταστατικού Ασφάλισης και Συνταξιοδότησης Αγροτών, η επίδοση της ως άνω απόφασης μπορούσε να γίνει στον σύνοικο σύζυγο της αναιρεσίβλητης μόνο στην κατοικία της και μάλιστα, στην περίπτωση μη ανεύρεσης αυτής εκεί και όχι στα γραφεία του Ο.Γ.Α., όπως συνάγεται, κατά την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι έγινε λόγω αδυναμίας της αναιρεσίβλητης να προσέλθει σε αυτά. Ακολούθως, το δικάσαν εφετείο απέρριψε την έφεση και κατ' ουσίαν.
5. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η επίμαχη επίδοση έγινε στο σύζυγο της ασφαλισμένης, διότι, όπως αναγράφεται στο οικείο αποδεικτικό, η ασφαλισμένη δεν μπορούσε να μεταβεί στα Γραφεία του Ο.Γ.Α. λόγω ασθένειάς της. Από το ανωτέρω περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης, όπως παρατίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, συνάγεται ότι στην επίμαχη έκθεση δεν αναφέρεται ρητά ο τόπος που πραγματοποιήθηκε η επίδοση κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 57 του ανωτέρω π.δ. 78/1998, ούτε, άλλωστε, αυτός προκύπτει με βεβαιότητα από το εν γένει περιεχόμενο της έκθεσης (πρβ. Σ.τ.Ε. 978/2009, 235/2005, 981/2005, 609/1990). Με τα δεδομένα αυτά, είναι νόμιμη η κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί ακυρότητας της ανωτέρω έκθεσης επίδοσης, ανεξάρτητα από τις ειδικότερες αιτιολογίες της. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως.
6. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 4169/1961 «περί Γεωργικών Ασφαλίσεων» (Α΄ 81) ορίζεται: «1. Εις την ασφάλισιν του παρόντος νόμου υπάγονται αυτοδικαίως πάντα τα πρόσωπα, άτινα ασχολούνται εν Ελλάδι κατά κύριον επάγγελμα, εξ ου και αντλούν τον βιοπορισμόν αυτών, εις την αγροτικήν οικονομίαν. 2. Ειδικώτερον εις την ασφάλισιν, κατά την έννοιαν της προηγουμένης παρ. 1, υπάγονται: α) Οι ιδιοκτήται γεωργικών εκμεταλλεύσεων ιδία αγρών, λειβαδιών, φυτειών, δασικών εκτάσεων, εφ’ όσον εκμεταλλεύονται ταύτας προς παραγωγικούς σκοπούς, ιδίω αυτών ονόματι και δια προσωπικής αυτών εργασίας (χειρωνακτικής, ή συστηματικής αυτεπιστασίας). β) οι ιδίω αυτών ονόματι και διά προσωπικής αυτών εργασίας εκμεταλλευόμενοι τας εν εδαφίω α΄ της παρούσης παραγράφου γεωργικάς εκμεταλλεύσεις, γ) …ε) οι επί ημερομισθίω ή μισθώ, εις είδος ή χρήμα, κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενοι εις τα εν τοις εδαφίοις α΄ έως γ΄ της παρούσης παραγράφου γεωργικάς επιχειρήσεις, στ) …». Εξ άλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, όπως η περίπτωση α΄ της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε τελικώς από την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν.1287/1982, Α΄ 123), ορίζει: «Ίνα ο ασφαλισμένος τύχη συντάξεως λόγω γήρατος δέον να πληροί τας ακολούθους προϋποθέσεις: α) να έχει το λιγότερο 25 χρόνια ασφάλισης, μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του. Προσωρινές δικαιολογημένες απομακρύνσεις, που δεν έχουν το χαρακτήρα της εγκατάλειψης της άσκησης του επαγγέλματος δεν λαμβάνονται υπόψη σε βάρος του ασφαλισμένου . . . , β) να έχη ηλικίαν συμπεπληρωμένην εξήκοντα πέντε (65) ετών, γ) . . . ». Περαιτέρω, το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 1287/1982 ορίζει: «Οι παντρεμένες γυναίκες, που είναι ασφαλισμένες στον Ο.Γ.Α. και έχουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Νόμου 4169/1961, δικαιούνται αυτοτελή σύνταξη από τονΟ.Γ.Α.».
7. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να λάβουν σύνταξη γήρατος οι ασφαλισμένοι του Ο.Γ.Α., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι έγγαμες γυναίκες οι οποίες απασχολούνται αυτοτελώς σε αγροτικές εργασίες, πρέπει: α) να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, β) να έχουν απασχοληθεί κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα στην αγροτική οικονομία επί 25 τουλάχιστον έτη μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας τους και γ) να είναι κατ’ αρχήν μονίμως εγκατεστημένοι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχολήσεώς τους σε αγροτικές εργασίες, στον τόπο των αγροτικών ασχολιών τους, από τον οποίο συγχωρούνται μόνο προσωρινές και δικαιολογημένες απομακρύνσεις. Ως απομάκρυνση δε από τον τόπο αυτό, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται η μόνιμη εγκατάσταση του ασφαλισμένου είτε σε αστική περιοχή, είτε και σε άλλη αγροτική περιοχή, η οποία, όμως, απέχει τέτοια απόσταση από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του, ώστε κατά κοινή πείρα να μην είναι πλέον δυνατόν, εν όψει των κατά περίπτωση συνθηκών (όπως π.χ. καιρικών και συγκοινωνιακών συνθηκών, είδους καλλιέργειας), να θεωρηθεί ότι αυτός απασχολείται ενεργώς και μάλιστα κατά κύριο επάγγελμα στην αγροτική οικονομία. Εξ άλλου, η κρίση ότι η απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τον τόπο των αγροτικών ασχολιών του είναι προσωρινή και δικαιολογημένη, καθώς και η κρίση ότι ο ενδιαφερόμενος αντλεί τα μέσα του βιοπορισμού του από την απασχόλησή του στην αγροτική οικονομία πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς από τα αρμόδια όργανα του Ο.Γ.Α. και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (Σ.τ.Ε. 1618/2009, 3260, 2903, 1397/2007 επτ.). Ειδικότερα, για να είναι αιτιολογημένη η απόφαση σχετικά με το βιοπορισμό του ασφαλισμένου από την απασχόλησή του, κατά κύριο επάγγελμα, στην αγροτική οικονομία, πρέπει να προκύπτει -κατά το μεγαλύτερο διάστημα της επίμαχης περιόδου- το ύψος του εισοδήματος του ασφαλισμένου από την παραπάνω απασχόληση και να υπάρχει κρίση ότι το εισόδημα τούτο, εν όψει του τόπου κατοικίας του και των ειδικότερων συνθηκών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, επαρκεί για το βιοπορισμό του (Σ.τ.Ε. 1081, 1082/2009 επτ., 1618/2009). Ειδικώς δε, όταν πρόκειται για έγγαμη γυναίκα, η οποία απασχολείται αυτοτελώς σε γεωργικές εργασίες, θεωρείται ότι αυτή πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α., με βάση τις προαναφερεθείσες διατάξεις, όταν διαπιστώνεται ότι αντλεί τον βιοπορισμό της από την απασχόλησή της αυτή, χωρίς να απαιτείται να γίνεται σύγκριση των εισοδημάτων της με το εισόδημα του συζύγου της, όταν αυτός ασκεί άλλο επάγγελμα (Σ.τ.Ε. 1618/2009, 3260/2007).
8. Επειδή, εξ άλλου, στην Α1/387/1986 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τίτλο «Δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγηση των παροχών του Ο.Γ.Α.» (Β΄ 848), ορίζεται: «… Καθορίζουμε τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τις παροχές του Ο.Γ.Α. ως εξής: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο: ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΓΗΡΑΤΟΣ Εκτός από την προβλεπόμενη από τις σχετικές διατάξεις αίτηση … πρέπει να υποβάλλονται και τα παρακάτω δικαιολογητικά: 1. Βεβαίωση Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής για την οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος, στην οποία πρέπει να αναγράφεται και η χρονολογία τέλεσης του γάμου. 2. Βεβαίωση του Ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. και του εκπροσώπου της επαγγελματικής ή συνεταιριστικής οργάνωσης του τόπου απασχόλησης του αιτούντος, για τη βιοποριστική απασχόληση αυτού, τα χρονικά διαστήματα και τις περιοχές όπου απασχολήθηκε, καθώς και τον τόπο διαμονής του κατά το χρόνο ασκήσεως του επαγγέλματος που δηλώνει. 3. …». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για την απόδειξη της συνδρομής των κρίσιμων για την απονομή σύνταξης λόγω γήρατος προϋποθέσεων τα αρμόδια όργανα του Ο.Γ.Α. και σε περίπτωση αμφισβητήσεως τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπ’ όψιν προεχόντως τις βεβαιώσεις που προβλέπονται στην ως άνω απόφαση, στις οποίες ο κανονιστικός νομοθέτης αποδίδει ιδιάζουσα βαρύτητα. Αν δε η κρίση τους έρχεται σε αντίθεση με όσα βεβαιώνονται στα πιο πάνω έγγραφα, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να αιτιολογούν ειδικώς τις σχετικές αποφάσεις τους στηριζόμενα σε συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα, τα οποία προκύπτουν από το αποδεικτικό υλικό (Σ.τ.Ε. 1618/2009, 2903, 1936/2007).
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσίβλητη, η οποία γεννήθηκε το έτος 1935 στην Κοινότητα Θεοδώριανων Νομού Άρτας, υπέβαλε στις 17.5.2000 αίτηση προς τον Ο.Γ.Α. για να λάβει σύνταξη λόγω γήρατος. Στην αίτηση αυτή δήλωσε ότι άσκησε αποκλειστικά το επάγγελμα της αγρεργάτριας στον Δήμο Αρταίων κατά τα έτη 1957 έως 1999. Για την απόδειξη του είδους και της διάρκειας της απασχόλησής της προσκόμισε στον Ο.Γ.Α. την από 17.5.2000 Βεβαίωση για την απασχόληση του ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. στον Δήμο Αρταίων, η οποία συνυπογράφεται και από τον εκπρόσωπο του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Άρτας, στην οποία βεβαιώνεται ότι η ανωτέρω διαμένει μόνιμα στον Δήμο Αρταίων από το έτος 1945, ότι δεν έχει δική της αγροτική περιουσία, ότι απασχολήθηκε ως αγρεργάτρια σε κτήματα τρίτων κατά τα έτη 1957 έως 1999, πραγματοποιώντας 180 περίπου ημερομίσθια κατ’ έτος, ότι τα εισοδήματά της από την απασχόληση αυτή ανέρχονταν σε 600.000 δραχμές περίπου ετησίως και ότι ο σύζυγός της εργαζόταν ως τεχνίτης σε συνεργείο αυτοκινήτων, ενώ είναι ήδη συνταξιούχος Ι.Κ.Α. Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη υπέβαλε προς τον Ο.Γ.Α. τρεις υπεύθυνες δηλώσεις εργοδοτών της, οι οποίοι δήλωσαν ότι απασχόλησαν την αναιρεσίβλητη ως εργάτρια στα κτήματά τους. Ειδικότερα: α) ο ... του ... δήλωσε ότι είναι κύριος αγροτικής έκτασης 8 στρεμμάτων, στα οποία καλλιεργεί εσπεριδοειδή (400 δέντρα), και ότι απασχόλησε την αναιρεσίβλητη περίπου 170 ημέρες ετησίως κατά τα έτη 1957 έως 1975, β) ο ... του ... δήλωσε ότι είναι κύριος αγροτικής έκτασης 12 στρεμμάτων, στα οποία καλλιεργεί εσπεριδοειδή (600 δέντρα) και ότι απασχόλησε την αναιρεσίβλητη περίπου 180 ημέρες ετησίως κατά τα έτη 1974 έως 1986 και γ) η ... του ... δήλωσε ότι είναι κυρία αγροτικής έκτασης 8 στρεμμάτων, στα οποία καλλιεργεί πορτοκαλιές και 5 στρεμμάτων, στα οποία καλλιεργεί ελιές βρώσιμες, ενώ απασχόλησε την αναιρεσίβλητη περίπου 200 ημέρες ετησίως κατά τα έτη 1985 έως 1999. Με βάση τα έγγραφα αυτά ο αρμόδιος Προϊστάμενος του Τμήματος ΑΙ Συντάξεων Γήρατος του Ο.Γ.Α. με την .../3.4.2002 απόφασή του απέρριψε την αίτηση, με την αιτιολογία ότι «δεν απασχολήθηκε συστηματικά και κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα με αγροτικές εργασίες για 25 τουλάχιστον χρόνια μετά τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας της». Ένσταση της ανωτέρω απορρίφθηκε με την επίδικη .../13.11.2002 απόφαση του αρμόδιου για την εκδίκαση ενστάσεων οργάνου του Ο.Γ.Α., με την οποία έγινε δεκτό ότι: «Τα προσκομιζόμενα από την ενδιαφερόμενη στοιχεία δεν κρίνονται ικανά να δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι η ενιστάμενη απασχολήθηκε πράγματι κατά τρόπο συστηματικό με το επάγγελμα της αγρότισσας, όχι μόνο διότι αυτά δεν ενισχύονται από άλλα αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος προηγούμενων του 1997 ετών, από τις οποίες να προκύπτει ότι αυτή είχε οποιοδήποτε εισόδημα από την επικαλούμενη αγροτική της απασχόληση, αποδείξεις πληρωμής με βέβαιη χρονολογία οποιασδήποτε αμοιβής για την επικαλούμενη εργασία της ή εγγραφή της στον Κλάδο της Πρόσθετης Ασφάλισης ή στον Κλάδο της Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, αλλά και διότι ανατρέπονται πλήρως από την ειδική έρευνα που έκαναν προς τούτο οι υπάλληλοι του Ο.Γ.Α., οι οποίοι με την από 6.11.2001 αναφορά τους προς τον Κλάδο Ε΄ Επιθεώρησης του Ο.Γ.Α. αναφέρουν ότι πραγματοποίησαν έλεγχο στο Νομό Άρτας και διαπίστωσαν ότι η ενιστάμενη δεν απασχολήθηκε σε εργασίες υπαγόμενες στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. Αλλά και αληθής υποτιθέμενη η επικαλούμενη απασχόληση της ως αγρεργάτριας στο διάστημα αυτό, αυτή ήταν ευκαιριακή και περιστασιακή και δεν μπορεί να της προσδώσει την ιδιότητα της κατ’ επάγγελμα αγρότισσας, λαμβανομένου υπόψη ότι τα τυχόν εισοδήματά της από την απασχόληση αυτή στο διάστημα αυτό, για τα οποία δεν υπάρχει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, ήσαν όλως επουσιώδη σε σχέση με τα εισοδήματα του ασκούντος άλλο επάγγελμα συζύγου της». Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε την επίδικη προσφυγή, προβάλλοντας ότι από το έτος 1957 έως το έτος 1999 ασχολήθηκε κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα σε αγροτικές εργασίες, εργαζόμενη ως αγρεργάτρια σε κτήματα τρίτων και ότι με τον τρόπο αυτό συνεισέφερε στο οικογενειακό εισόδημα της τετραμελούς της οικογένειας (σύζυγος και δύο τέκνα), η οποία δεν μπορούσε να συντηρηθεί μόνο με τις αποδοχές του συζύγου της από την εργασία του ως τεχνίτη σε συνεργείο αυτοκινήτων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της επικαλέσθηκε και προσκόμισε την προαναφερόμενη από 17.5.2000 Βεβαίωση απασχόλησης που προσυπογράφεται από τον ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. στον Δήμο Αρταίων και τον εκπρόσωπο του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Άρτας, τις ως άνω τρεις υπεύθυνες δηλώσεις απασχόλησης των εργοδοτών (..., ... και ...), καθώς και την .../2003 ένορκη Βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Άρτας ... των μαρτύρων ... συζύγου ..., ... του ..., ... συζύγου ... και ... του ..., οι οποίοι βεβαίωσαν ότι: «Γνωρίζουμε την προσφεύγουσα από τη νεαρή μας ηλικία, δηλαδή εδώ και 35-40 χρόνια. Γνωρίζουμε καλά ότι από το έτος 1957 μέχρι και τώρα τελευταία, το έτος 1999, η γυναίκα αυτή εργαζόταν αδιάκοπα ως εργάτρια στη συλλογή πορτοκαλιών, άλλων εσπεριδοειδών και ελιών. Την βλέπαμε ως γείτονες που πήγαινε χαράματα για μεροκάματο και γυρνούσε αργά το απόγευμα στο σπίτι της. Κανείς δεν πρέπει να το αμφισβητεί αυτό, γιατί εμείς ήμαστε εκεί και το βλέπαμε, καθώς επίσης βλέπαμε και τον καθημερινό αγώνα της για επιβίωση, αφού όλοι μας είμαστε βιοπαλαιστές και ζούσαμε με το μεροκάματο. Η ... εργάστηκε σε διάφορους κτηματίες, σε συνεργεία συλλογής ελιών και πορτοκαλιών από το 1957 και μετά και δεν σταμάτησε καθόλου να εργάζεται μέχρι πριν δύο-τρία χρόνια». Η τελευταία αυτή ένορκη Βεβαίωση δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, καθώς δεν προέκυπτε ότι προηγήθηκε κλήτευση του διάδικου Οργανισμού δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν την λήψη της κατάθεσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 185 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, ο αναιρεσείων Οργανισμός ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής, υιοθετώντας την προπαρατεθείσα αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου για την εκδίκαση ενστάσεων μονομελούς οργάνου του Ο.Γ.Α., προσκόμισε δε πρωτοδίκως την από 6.11.2001 αναφορά προς τον Κλάδο Ε΄ Επιθεώρησης του Ο.Γ.Α. υπαλλήλων του Οργανισμού, οι οποίοι ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν ελέγχους σε περιοχές της Δυτικής Ελλάδας για το σύννομο χορήγησης παροχών του Ο.Γ.Α., για την περίπτωση δε της αναιρεσίβλητης αναφέρουν τα εξής: «Δεν απασχολήθηκε σε εργασίες, για τις οποίες τα πρόσωπα που τις ασκούν υπάγονται στην ασφάλιση του Οργανισμού». Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, έκρινε ότι η προσφυγή ασκήθηκε εμπροθέσμως, ακολούθως δε ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη και έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται σύνταξη γήρατος. Έφεση του Ο.Γ.Α. απορρίφθηκε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Αρχικώς, όπως προεκτέθηκε, το δικάσαν εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση περί του εμπροθέσμου της προσφυγής. Στη συνέχεια, κρίθηκε ότι, όπως προκύπτει από την από 17.5.2000 Βεβαίωση απασχόλησης του ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. στον Δήμο Αρταίων και του εκπροσώπου του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Άρτας, η οποία έχει βαρύνουσα αποδεικτική σημασία, η αναιρεσίβλητη είχε απασχοληθεί ως αγρεργάτρια σε κτήματα τρίτων κατά τα έτη 1957 έως 1999, πραγματοποιώντας 180 περίπου ημερομίσθια κατ’ έτος, τα δε ετήσια εισοδήματα αυτής από την εργασία αυτή ανέρχονταν σε 600.000 δραχμές, εισόδημα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ασήμαντο σε σχέση με τις ετήσιες αποδοχές του συζύγου της, τεχνίτη σε συνεργείο αυτοκινήτων και ήδη συνταξιούχου του Ι.Κ.Α., ότι η απασχόληση της αναιρεσίβλητης με αγροτικές εργασίες σε κτήματα τρίτων κατά τα έτη 1957 έως 1999 προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις των εργοδοτών της ..., ... και ... και ότι ο διάδικος Οργανισμός προς απόκρουση των ως άνω στοιχείων επικαλείται μόνο την από 6.11.2001 έκθεση των υπαλλήλων του, η οποία, όμως, κρίνεται ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, διότι οι ελεγκτές δεν παραθέτουν τα στοιχεία, βάσει των οποίων οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη διαπίστωση, αφού δεν αναφέρεται σε αυτή, εάν εξέτασαν μάρτυρες και τα στοιχεία των τελευταίων. Συνεκτιμώντας δε όλα τα ανωτέρω το δικάσαν εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσίβλητη, μετά την ενηλικίωσή της κατά τα έτη 1957 έως 1999 είχε απασχοληθεί με αγροτικές εργασίες συστηματικά και κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα και, ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησής της είχε συμπληρώσει 25 έτη γεωργικής απασχολήσεως, για το λόγο δε αυτό θεμελιώνει δικαίωμα Συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Με τα δεδομένα αυτά, απορρίφθηκε η έφεση του Οργανισμού και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
10. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 147: «1. Αποδεικτικά μέσα είναι: α) η αυτοψία, β) η πραγματογνωμοσύνη, γ) τα έγγραφα, δ) η ομολογία του ιδιώτη διαδίκου, ε) οι εξηγήσεις των διαδίκων, στ) οι μάρτυρες και ζ) τα δικαστικά τεκμήρια», στο άρθρο 148: «Το δικαστήριο χρησιμοποιεί τα αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση του και τα εκτιμά ελευθέρως, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό μεταξύ τους, εκτός αν ειδική διάταξη νόμου ορίζει διαφορετικά», στο άρθρο 179 παρ. 1, όπως το πρώτο εδάφιο αυτής ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 31 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ότι: «1. Το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάζει την εξέταση μαρτύρων είτε ενώπιόν του είτε ενώπιον του εισηγητή - δικαστή, αιτιολογώντας ειδικώς την ανάγκη της εξέτασής τους. Είναι δυνατόν να αποφασιστεί η εξέταση μάρτυρα ακόμη και αν αυτός έχει εξεταστεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 185» και στο άρθρο 185: «1. Οι μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες προσάγουν οι διάδικοι προαποδεικτικώς λαμβάνονται ενόρκως, … ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας του μάρτυρα. 2. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη μαρτυρικής κατάθεσης κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο επιδίδει, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες από την κατάθεση, στους λοιπούς διαδίκους, κλήση, η οποία αναφέρει το ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η κατάθεση, τόπο, ημέρα και ώρα διεξαγωγής της, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, καθώς και το θέμα της κατάθεσης». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι προσκομιζόμενες από τους διαδίκους εξώδικες δηλώσεις, επιστολές ή βεβαιώσεις δεν είναι νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν επιτρέπεται να ληφθούν νομίμως υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, γιατί αποτελούν μαρτυρίες, για τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, διατυπώσεις για την εγκυρότητά τους. Αποτελούν, όμως, οι εν λόγω δηλώσεις ή βεβαιώσεις νόμιμα αποδεικτικά μέσα, εάν είναι προγενέστερες της προσφυγής και δεν έχουν συνταγεί εν όψει ή επ’ ευκαιρία της διοικητικής δίκης ή με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της δίκης αυτής, ή εάν έχουν τεθεί υπόψη της Διοικήσεως, στο πλαίσιο του ελέγχου που ενδεχομένως διενήργησε πριν από την έκδοση της προσβληθείσης με την προσφυγή πράξης, ώστε να καταστούν στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης (Σ.τ.Ε. 4155/2012, πρβ. Σ.τ.Ε. 1327/2012, 1349/2001, 3042/2004). 11. Επειδή, ο αναιρεσείων Οργανισμός, προβάλλει με την κρινόμενη άσκηση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω δικονομικών διατάξεων, το δικάσαν δικαστήριο στήριξε την κρίση του σε μη νόμιμα αποδεικτικά μέσα, ήτοι, στην εκτίμηση των ως άνω υπεύθυνων δηλώσεων των τριών εργοδοτών. Ο λόγος, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι οι ανωτέρω υπεύθυνες δηλώσεις αποτελούσαν εν προκειμένω νόμιμο αποδεικτικό μέσο, αφού, όπως βεβαιώνει το δικάσαν εφετείο, είχαν προσκομιστεί στον Ο.Γ.Α. με την από 17.5.2000 αίτηση της αναιρεσίβλητης για τη χορήγηση σύνταξης πριν την έκδοση της .../3.4.2002 απόφασης του Προϊστάμενου του Τμήματος ΑΙ Συντάξεων Γήρατος του Ο.Γ.Α. και είχαν, ως εκ τούτου, καταστεί στοιχείο του φακέλου της υπόθεσης πριν από την άσκηση της προσφυγής.
12. Επειδή, προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν εφετείο, διότι δεν βεβαιώνει το ακριβές ποσό των εισοδημάτων του συζύγου της αναιρεσίβλητης, ώστε να προβεί, στη συνέχεια, σε σύγκριση των εισοδημάτων των συζύγων και να κρίνει, τελικώς, για το ζήτημα του βιοπορισμού της ανωτέρω από την αγροτική απασχόληση. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως έγινε δεκτό στην έβδομη σκέψη, το δικάσαν εφετείο δεν όφειλε να συγκρίνει τα εισοδήματα της αναιρεσίβλητης προς τα εισοδήματα του συζύγου της (Σ.τ.Ε. 2994/2011, 1618/2009 κ.ά.).
13. Επειδή, το δικάσαν εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπ' όψιν και συνεκτίμησε τα ανωτέρω έγγραφα, και συγκεκριμένα την από 17.5.2000 Βεβαίωση απασχολήσεως του ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. στον Δήμο Αρταίων και του εκπροσώπου του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Άρτας, τις βεβαιώσεις των τριών εργοδοτών καθώς και την από 6.11.2001 έκθεση των υπαλλήλων του αναιρεσείοντος Οργανισμού, κατάληξε δε ότι η αναιρεσίβλητη κατά τα έτη 1957 έως 1999 είχε απασχολήθηκε σε αγροτικές εργασίες συστηματικά και κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα, με ετήσιο εισόδημα από την εργασία της 600.000 δραχμές και, ως εκ τούτου, θεμελιώνει δικαίωμα Συνταξιοδότησης. Από τα ανωτέρω δε έγγραφα προσέδωσε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Α1/387/2.12.1986 κοινή υπουργική απόφαση, μείζονα αποδεικτική βαρύτητα στην ανωτέρω κοινή Βεβαίωση, παρέθεσε δε ειδική αιτιολογία για το λόγο για τον οποίο η κρίση της δεν κλονίστηκε από την αντίθετου περιεχομένου ανωτέρω από 6.11.2001 έκθεση των υπαλλήλων του Ο.Γ.Α. Η κρίση της δε αυτή είναι κατ' αρχήν, νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήσσεται η εκ μέρους του δικάσαντος εφετείου ουσιαστική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού εν σχέσει προς το ύψος του εισοδήματος που απεκόμιζε η αναιρεσίβλητη, περαιτέρω δε αμφισβητείται η αποδεικτική ισχύς της κοινής βεβαιώσεως του ανταποκριτή του Ο.Γ.Α. και του εκπροσώπου του Γεωργικού Συνεταιρισμού με επίκληση του από 6.11.2001 εγγράφου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
14. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου 2017
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος
Σ. Μαρκάτης Β. Ραφαηλάκη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2017.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας του Α´ Τμήματος
του Γ´ Τμήματος Διακοπών
Μ. Καραμανώφ Β. Ραφαηλάκη
./.