Αριθμός 2058/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ε. Π. του Μ., κατοίκου ... και προσωρινά διαμένοντος στην ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κυριακή Πριόνα.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Σ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γραφανάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκε με την από 5-2-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 92/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8-7-2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Σοφία Ντάντου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚπολΔ αν το Δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει αυτή (αγωγή) νόμιμη ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Εκτός από την παραπάνω αοριστία, υπάρχει και ποσοτική και ποιοτική αοριστία. Ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπέχει όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτό με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ενώ ποιοτική αοριστία υπάρχει όταν στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής, η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 362/2008, ΑΠ 112/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον, κατ’ ορθότερο χαρακτηρισμό από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτο λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση, ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων, που απαιτούνται κατά νόμο για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, απέρριψε ως αόριστη την από 10-10-2012 (και με αριθμό κατάθ. ...-11-2012) αγωγή του, με την οποία ζητούσε την επιστροφή μέρους της δοθείσας εγγύησης, που κατέβαλε στην εκμισθώτρια αναιρεσίβλητη κατά την σύναψη της ένδικης εμπορικής μίσθωσης, λόγω προφορικής καταγγελίας της μίσθωσης από τον ίδιο την 1-3-2012. Από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με την ένδικη αγωγή του εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι με το από 8-3-2005 μισθωτήριο συμφωνητικό ακινήτου μίσθωσε από την εναγομένη ένα ισόγειο κατάστημα στο ..., επιφάνειας 112 τετρ. μέτρων, μετά του υπογείου του και του έμπροσθεν του καταστήματος υπαιθρίου χώρου, έναντι μηνιαίου μισθώματος 1.000 ευρώ, σταθερό για όλα τα χρόνια της μίσθωσης, ότι το ανωτέρω μίσθιο αποτελούταν από τρεις (3) τουαλέτες και μία αίθουσα και θα το χρησιμοποιούσε ως κατάστημα, ότι η μίσθωση συμφωνήθηκε δωδεκαετής, ήτοι θα άρχιζε την 1-4-2005 και θα έληγε την 31-3-2017 με λειτουργία στο ανωτέρω μίσθιο επιχείρησης εστιατορίου - πιτσαρίας - καφέ μπαρ. Ότι κατά την υπογραφή της ανωτέρω μίσθωσης προκατέβαλε στην εναγομένη τα μισθώματα όλου του πρώτου μισθωτικού έτους, ήτοι το ποσό των 12.000 ΕΥΡΩ και επίσης της κατέβαλε και σαν εγγύηση το ποσό των 12.000 ΕΥΡΩ, την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ανωτέρω μισθωτηρίου, θα του επέστρεφε ακόμη και μετά την εκπρόθεσμη αποχώρησή του από το μίσθιο. Ότι από την 1-3-2012 κατήγγειλε τη μεταξύ αυτού και της εναγομένης μίσθωση και βρήκε και νέο μισθωτή για το ακίνητο της εναγομένης, ήτοι την Μ. Θ., πλην όμως η εναγόμενη συνεχώς προέβαλε παράλογες απαιτήσεις προκειμένου να μην επιτευχθεί η νέα μίσθωση του ακινήτου... Ότι στη συνέχεια, όταν πλέον δεν επετεύχθη η συμφωνία και ενώ είχε ήδη καταγγείλει την ανωτέρω μίσθωση από τις 1-3-2012, περίμενε να παρέλθει τρίμηνο από την καταγγελία μέχρι τις 31-5-2012 για να εκκενώσει το μίσθιο. Πλην όμως δεν μπόρεσε να εκκενώσει εγκαίρως το μίσθιο εντός του τριμήνου της καταγγελίας εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος της εναγομένης, καθώς η εναγομένη εμπόδισε τις εργασίες στο μίσθιο κατά την εκκένωση αυτού και για το λόγο αυτό δεν μπόρεσε να το εκκενώσει εγκαίρως. Ότι στη συνέχεια προσέφερε τα κλειδιά του μισθίου στην εναγομένη με την από 17-7-2012 εξώδικη πρόσκλησή του, η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγομένη στις 27-7-2012, αλλά αρνήθηκε να τα παραλάβει και μέχρι σήμερα παραμένουν στα χέρια του, ότι με την ανωτέρω εξώδικη πρόσκλησή του συμψήφισε και τα μισθώματα των μηνών Απριλίου και Μαΐου 2012 και της είχε ήδη καταβάλει σε μετρητά το μίσθωμα του μηνός Μαρτίου, με μέρος του ποσού που παρακρατεί η εναγομένη σαν εγγύηση καθώς και το ένα μίσθωμα που όφειλε να καταβάλει ως αποζημίωση, ήτοι έχει συμψηφίσει ήδη το ποσό των 3.000 ΕΥΡΩ με μέρος της εγγύησης. Ότι επιπλέον ουδένα λογαριασμό ή άλλο τέλος οφείλει για το μίσθιο, το οποίο της το παρέδωσε σε άριστη κατάσταση και η εναγομένη αρνείται μέχρι σήμερα να παραλάβει τα κλειδιά του μισθίου και εξακολουθεί να του οφείλει το υπόλοιπο της εγγύησης εκ ποσού 9.000 ΕΥΡΩ. Ότι η εναγομένη δεν του έχει καταβάλλει μέχρι σήμερα το υπόλοιπο ποσό της εγγύησης, ήτοι το ποσό των [(2 μισθώματα συν ένα μίσθωμα αποζημίωση =) 3.000 ΕΥΡΩ - 12.000 ΕΥΡΩ =] 9.000 ΕΥΡΩ, ως υποχρεούται εκ του νόμου. Ότι η εναγομένη υποχρεούται να του επιστρέψει το υπόλοιπο της εγγύησης, ήτοι το ποσό των 9.000 ΕΥΡΩ, το οποίο ποσό υποχρεούται να του το επιστρέψει σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση μίσθωσης, αλλά και ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.000 ευρώ, ως υπόλοιπο της καταβληθείσας κατά την σύναψη της μίσθωσης εγγύησης από 12.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 31-5-2012, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αγωγή ο ενάγων μισθωτής και ήδη αναιρεσείων δεν αναφέρει σ’ αυτή: α) την ειδικότερη συμφωνία με την εναγόμενη εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη ως προς την λειτουργία και την τύχη του ποσού των 12.000 ευρώ, που αποκαλείται ως "εγγύηση», αν δηλαδή δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος ή για κάλυψη ζημίας από την μη εκπλήρωση της σύμβασης, είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία, ώστε με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου και β) την απαιτούμενη κατά το άρθρο 43 του π.δ 34/1995 έγγραφη καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης, μη αρκούσης στην προκειμένη περίπτωση της επικαλούμενης από 1-3-2012 προφορικής καταγγελίας αυτής, αλλ’ ούτε και της προσφοράς των κλειδιών του επίδικου μισθίου στην εκμισθώτρια στις 27-7-2012, τα οποία η τελευταία αρνήθηκε να τα παραλάβει, καθόσον στις εμπορικές μισθώσεις η καταγγελία υπόκειται σε έγγραφο τύπο, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας, η δε απόδοση του μισθίου στην αρνούμενη την παραλαβή του εκμισθώτρια - αναιρεσίβλητη δεν συνεπάγεται την λύση της ένδικης μίσθωσης. Η έλλειψη δε των προαναφερθέντων στοιχείων καθιστούν την ένδικη αγωγή ως προς την κύρια βάση της αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η οποία δεν θεραπεύεται με τις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού η έγγραφη καταγγελία συνιστά θεμελιωτικό γεγονός, της αγωγής, που απαιτείται κατά τον νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος. Επομένως το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ως άνω αγωγή του αναιρεσείοντα ως προς την κύρια βάση ως αόριστη δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης πρέπει ν’ απορριφθούν, καθώς και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος αναίρεσης. Με τον δεύτερο από τον αριθ. 1 και όχι από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 904 ΑΚ απέρριψε την προαναφερθείσα αγωγή του αναιρεσείοντα ως προς την επικουρική της βάση, που στηρίζονταν στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ως άνω αγωγή του αναιρεσείοντα ως προς την επικουρική βάση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Έτσι, εάν αυτή (αγωγή) στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση όπως, στην προκειμένη περίπτωση, είναι μη νόμιμη, γιατί αφού υπάρχει σύμβαση ο ενάγων - αναιρεσείων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτή και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Εξάλλου, η επίκληση απλώς της αχρεώστητης καταβολής χωρίς την επίκληση ακυρότητας της ένδικης μίσθωσης δεν θεραπεύουν την νομική αοριστία της ένδικης αγωγής, ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επομένως ο δεύτερος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει ν’ απορριφθεί.
Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς τα κρίσιμα και ουσιώδη ζητήματα των από 10-10-2012 (και με αριθμό κατάθ. ...-11-2012) και 5-2-2013 (και με αριθμό κατάθ. ...-2-2013) συνεκδικασθεισών αγωγών του αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης, αντιστοίχως, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ένδικη αξίωση της ενάγουσας, αναφορικά με τα οφειλόμενα άνω μισθώματα των μηνών Απριλίου και Μαΐου του 2012, ποσού εκάστου 1.000 ευρώ, αποσβέστηκε με τον συμψηφισμό τους, με ανάλογο μέρος της καταβληθείσης από αυτόν, κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως μισθώσεως, εγγυήσεως, ποσού 12.000 ευρώ και τούτο το γνωστοποίησε προς την ενάγουσα, τόσο διά της επιδόσεως, στις 3-4-2012, της από 2-4-2012 εξώδικης δήλωσης - καταγγελίας - πρόσκλησης, όσο και διά της επιδόσεως, στις 27-7-2012, της από 17-7-2012 εξώδικης δήλωσης - καταγγελίας - πρόσκλησης. Όπως δε αναφέρθηκε και στη σχετική νομική σκέψη, η αξίωση του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη, με την λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφ’ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, προβάλλεται δε νόμιμα σε συμψηφισμό, ακόμη και αν ρητώς έχει συμφωνηθεί το αντίθετο. Δηλαδή, μόνη η ρήτρα αποκλεισμού του "συμψηφισμού της εγγύησης" στο μισθωτήριο δεν αποκλείει στον μισθωτή τη δυνατότητα να προβάλλει, ως αποσβεστική ένσταση, την ισόποση προς το ύψος της εγγυοδοσίας απόσβεση της οφειλής του, έστω και αν το χρέος τούτο αποτελεί μισθώματα και συμφωνήθηκε το ασυμψήφιστο της εγγυοδοσίας, διότι δεν πρόκειται περί συμψηφισμού, αλλά περί αποσβέσεως με καταλογισμό (προκαταβολή έναντι), πλην όμως μετά το ληξιπρόθεσμο της εγγυοδοσίας, ήτοι μετά τη λήξη της μισθώσεως και όχι κατά τη διάρκεια αυτής.
Συνεπώς, η άνω αποσβεστική ένσταση του .εναγομένου είναι νόμιμη, διά του γενόμενου, μετά τη λήξη της ένδικης μισθώσεως και όχι κατά τη διάρκειά της, συμψηφισμού των άνω οφειλομένων μισθωμάτων, διά της επιδόσεως, στις 27-7-2012, της από 17-7-2012 εξώδικης δήλωσης και επ’ αυτής, δεδομένου ότι η ενάγουσα αρνείται την καταβολή της εγγυήσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στο συνταχθέν από τους διαδίκους από 8-3-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου, που είναι αποδεικτικό και όχι συστατικό έγγραφο της σύμβασης μισθώσεως, περιλαμβάνεται και ο 4ος έντυπος όρος, με το ακόλουθο περιεχόμενο: "για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης, ο μισθωτής κατέβαλε σήμερα ατόκως στον εκμισθωτή το ποσό των "ΔΩΔΕΚΑ ΧΙΛ. € (12.000)" (που προστέθηκε χειρόγραφα). Το ποσό αυτό που θα αναπροσαρμόζεται σε κάθε αύξηση του μισθώματος, κατά το ίδιο ποσοστό, θα του επιστραφεί μετά την εκπρόθεσμη κατά τη λήξη της μίσθωσης αποχώρησή του από το μίσθιο, την παράδοση του μισθίου και των κλειδιών του, καθώς και την εκκαθάριση όλων των τυχόν εκκρεμών λογαριασμών. Συμφωνείται ρητά ότι η εγγύηση αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συμψηφισθεί με τα μισθώματα ή άλλες οφειλές του μισθωτή προς τον εκμισθωτή». Όπως προαναφέρθηκε δε το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό υπογράφηκε, από τους συμβαλλόμενους διαδίκους, την επομένη ημέρα, στις 9-3-2005, οπότε και κατατέθηκε και στην αρμόδια ... (με αριθμό …), αφού συμπληρώθηκε ο προαναφερόμενος πρόσθετος όρος (18ος), με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Για το παραπάνω μίσθιο δεν θα υπάρχει αύξηση του μισθώματος και το ποσό των 12.000 ευρώ θα πληρώνεται από τον μισθωτή την πρώτη ημέρα κάθε έτους. Το χαρτόσημο 3,6 επί του μισθώματος θα βαρύνει τον μισθωτή. Το χαρτόσημο του έτους 2005 πληρώθηκε μαζί με το μίσθωμα σήμερα 9-3-2005»... Κατά την υπογραφή του άνω μισθωτηρίου κανένα άλλο ποσό δεν καταβλήθηκε από τον εναγόμενο και συγκεκριμένα δεν καταβλήθηκε το ποσό της εγγύησης των 12.000 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, επικαλούμενος απλώς τον συμπληρωθέν, στις 8-3-2005, άνω 4ο όρο του μισθωτηρίου, περί καταβολής της εγγύησης, ο οποίος δεν διεγράφη εκ παραδρομής, όπως άλλωστε και κανένας άλλος όρος αυτού. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι στη συνέχεια, προς απόδειξη της άνω προκαταβολής του ετήσιου μισθώματος, μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου, κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, εκδόθηκαν, από την άνω λογίστρια της ενάγουσας, οι με ημερομηνία 1-4-2005 (έναρξης της μίσθωσης), δύο αποδείξεις είσπραξης ενοικίου, στις οποίες ρητά αναγράφονται αντίστοιχα, "για ενοίκιο από 1-4-2005 - 31-12-2005 χωρίς εγγύηση" και "για ενοίκιο από 1-1-2006 - 31-3-2006 χωρίς εγγύηση». Επισημαίνεται δε ότι εκδόθηκαν δύο αποδείξεις, καλύπτουσες τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα των ετών 2005 και 2006 (για το πρώτο μισθωτικό έτος διαστήματος 1-4-2005 έως και 31-3-2006), για φορολογικούς λόγους και αντίστοιχη λογιστική τακτοποίηση. Επί των αποδείξεων αυτών, με το άνω περιεχόμενο, ο εναγόμενος έθεσε την υπογραφή του στις αντίστοιχες θέσεις "ΠΛΗΡΩΣΕ Ο" (όπως και για λογαριασμό της ενάγουσας στις αντίστοιχες θέσεις "ΕΛΑΒΕ Ο" υπέγραψε η άνω συντάξασα τις αποδείξεις λογίστρια της ενάγουσας σημειώνοντας "αντ’ αυτής») και έλαβε τα αντίστοιχα στελέχη αυτών, τα οποία βέβαια δεν προσκομίζει, προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι, "το στοιχείο "χωρίς εγγύηση" δεν φέρει παραπλεύρως καμία υπογραφή και προστέθηκε εν αγνοία του, μετά την υπογραφή των αποδείξεων», κάτι όμως που δεν προκύπτει από τις εν λόγω αποδείξεις που προσκομίζονται από την ενάγουσα, το κείμενο των οποίων παρουσιάζει ομοιομορφία και συνέχεια γραφής, χωρίς καμία παραπομπή. Από την αναφορά δε στις εν λόγω αποδείξεις ότι η προκαταβολή των άνω ποσών αφορούσε τα μισθώματα, μετά του αναλογούντος χαρτοσήμου, του πρώτου μισθωτικού έτους "χωρίς εγγύηση», αποδεικνύεται ότι κατά την υπογραφή του άνω μισθωτηρίου δεν καταβλήθηκε από τον εναγόμενο και το ποσό των 12.000 ευρώ της εγγύησης. Τούτα δε κατατέθηκαν με σαφήνεια και από την άνω μάρτυρα της ενάγουσας, η οποία για τα όσα κατέθεσε έχει ιδία αντίληψη, ως συντάξασα και τα σχετικά έγγραφα, τα οποία υπογράφηκαν ενώπιόν της και παραλήφθηκαν αντίστοιχα από τον εναγόμενο. Επισημαίνεται δε ότι εάν ο εναγόμενος είχε πράγματι καταβάλλει και το άνω ποσό ως εγγύηση, θα ζητούσε οπωσδήποτε σχετική απόδειξη καταβολής, όπως έπραξε για την καταβολή των άνω μισθωμάτων, παρ’ ότι η καταβολή αυτών αναγράφηκε στον άνω 18ο πρόσθετο όρο του μισθωτηρίου και δεν θα υπέγραφε τις άνω αποδείξεις, στις οποίες γίνεται ρητή αναφορά "χωρίς εγγύηση». Από δε το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα, αντίγραφο της κίνησης του άνω λογαριασμού της (...), στην Τράπεζα ... ΑΕ, προκύπτει ότι ούτε την 1-4-2005 υπήρξε τέτοια καταβολή, αλλά ούτε και μετέπειτα, καθόσον όλες οι καταβολές του εναγομένου αφορούσαν μόνο μισθώματα, με αναγραφόμενη τη σχετική ένδειξη, όπως προαναφέρθηκε... Συνακόλουθα, απορριπτομένης ως ουσιαστικά αβάσιμης της άνω αποσβεστικής ενστάσεως του εναγομένου, υποχρεούται ο ήδη εφεσίβλητος - εναγόμενος να καταβάλει στην ήδη εκκαλούσα -ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 3.354,13 ευρώ, που αντιστοιχεί στα άνω οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου του 2012, καθώς και σε μέρος του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του 2012, ήτοι μέχρι και 4-7-2012, μετά του αναλογούντος επ’ αυτών τέλους χαρτοσήμου, ποσοστού 3,6% και επί πλέον στο αναλογούν τέλος χαρτοσήμου, επί των καταβληθέντων μισθωμάτων των 1ου, 2ου και 3ου/2012, κατά μερική παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της κρινόμενης από 5-2-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2-2013) αγωγής της κατά αυτού... Επομένως, το πρωτόδικο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεχόμενο ότι, "ο εναγόμενος, με την από 17-7-2012 εξώδικη δήλωση-καταγγελία-πρόσκληση, που επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 27-7-2012, χρονικό σημείο κατά το οποίο είχε λυθεί η επίδικη μίσθωση, συμψήφισε, όπως δικαιούνταν, τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Απριλίου και Μαΐου του 2012..., με αντίστοιχο μέρος της καταβληθείσας, στις 8-3-2005, εγγύησης ποσού 12.000 ευρώ, δεδομένου ότι δεν άφησε ανεξόφλητους λογαριασμούς, εξακολουθώντας να της οφείλει ολόκληρο το μίσθωμα του μηνός Ιουνίου του 2012, ποσού 1.000 ευρώ, καθώς και μέρος του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του 2012, ποσού 100 ευρώ (για τις τρεις πρώτες ημέρες), καθώς και το ποσό των 219 ευρώ, για τα τέλη χαρτοσήμου του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως 3-7-2012», έκανε εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη την κρινόμενη από 5-2-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2-2013) αγωγή της ήδη εκκαλούσας - ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.319,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 2-1-2012 έως την ολοσχερή εξόφληση, έσφαλε κατά την εκτίμηση των ίδιων άνω αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τους ελεγχόμενους σχετικούς λόγους της κρινόμενης εφέσεώς της. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και κατά το μέρος αυτό ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση και κατά το μέρος που αφορά στην μερική παραδοχή της άνω αγωγής. Στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και συνεκδικασθεί κατ’ ουσίαν (άρθρα 535 παρ. 1 και 285 του ΚΠολΔ), η άνω από 5-2-2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-2-2013) αγωγή της ήδη εκκαλούσας - ενάγουσας, με την ήδη απορριφθείσα, κατά τα ανωτέρω, στο σύνολό της από 10-10-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ...-11-2012) αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου - ενάγοντος κατ’ αυτής, να γίνει μερικά δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η άνω αγωγή της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 3.354,13 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη συμφωνηθείσα δήλη ημέρα προκαταβολής αυτών και συγκεκριμένα για μεν το επί μέρους ποσό των 3.246,13 ευρώ, από 1-4-2012, για δε το υπόλοιπο ποσό των 108 ευρώ, από την 1-4-2011 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση...».
Με τον τρίτο από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για αντιφατικότητα και ασάφεια αιτιολογιών αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την κύρια βάση της αγωγής του αναιρεσείοντα μισθωτή κατά της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας, με την οποία ο αναιρεσείων ζήτησε την επιστροφή μέρους της καταβληθείσας εγγύησης στην εκμισθώτρια αναιρεσίβλητη κατά την σύναψη της ένδικης μίσθωσης, τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση όπως προεκτέθηκε έκρινε ανεπαρκή και απέρριψε την εν λόγω αγωγή ως αόριστη, διότι δεν εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε το ποσό των 9.000 ευρώ μετά τον γενόμενο συμψηφισμό των μισθωμάτων Απριλίου και Μαΐου 2012, αλλ’ ούτε και η αιτία για την υποχρέωση επιστροφής... μη αρκούσης της επικαλουμένης από 1-3-2012 προφορικής καταγγελίας και της προσφοράς των κλειδιών του μισθίου διά της από 17-7-2012 εξωδίκου προσκλήσεως. Στη συνέχεια, όμως, προκειμένου να ερευνήσει την ένσταση συμψηφισμού, που ο αναιρεσείων ως εφεσίβλητος πρότεινε κατά την εκδίκαση της από 18-10-2013 (και με αριθμό κατάθ. ...-10-2013) εφέσεως της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας προς απόκρουση της από 5-2-2013 (και με αριθμό κατάθ. ...-2-2013) αγωγής της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση μισθωμάτων και αποζημίωση λόγω φθορών του μισθίου ακινήτου κατ’ αντιφατικό τρόπο, δέχθηκε τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της ως άνω ένστασης συμψηφισμού, ίδια με εκείνα της ένδικης αγωγής, του αναιρεσείοντα πραγματικά περιστατικά ορισμένα και νόμιμα χωρίς ωστόσο να εκτίθενται εκ νέου, τα συγκροτούντα την ένσταση του συμψηφισμού πραγματικά περιστατικά ως προς την λειτουργία, τύχη αλλά και αιτία της δοθείσας εγγύησης, ώστε με βάση τα στοιχεία αυτά να κριθεί το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό της εν λόγω αγωγικής αξίωσης, αν δηλαδή δόθηκαν για εξασφάλιση του μισθώματος ή για κάλυψη ζημίας από την μη εκπλήρωση της σύμβασης, ή ως ποινική ρήτρα.
Ο παραπάνω τρίτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων μισθωτής για τη θεμελίωση της από 10.10.2012 αγωγής του κατά την κύρια βάση της, περί απόδοσης της καταβληθείσας εγγύησης είναι διαφορετικά, και όχι ίδια, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, από εκείνα που επικαλείται για τη θεμελίωση της ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε επί της από 5.2.2013. αγωγής της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας, με την οποία αυτή ζητούσε την επιδίκαση μισθωμάτων και αποζημίωση λόγω φθορών του μισθίου ακινήτου από τον εναγόμενο μισθωτή. Ειδικότερα ο ενάγων στην ως άνω αγωγή του δεν επικαλούνταν την απαιτούμενη κατά το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 έγγραφη καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης, μη αρκούσης στην προκειμένη περίπτωση της επικαλούμενης από 1-3-2012 προφορικής καταγγελίας αυτής, αλλ’ ούτε και της προσφοράς των κλειδιών του επίδικου μισθίου στην εκμισθώτρια στις 27-7-2012, τα οποία η τελευταία αρνήθηκε να τα παραλάβει, καθόσον στις εμπορικές μισθώσεις η καταγγελία υπόκειται σε έγγραφο τύπο, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει την ακυρότητα της καταγγελίας, η δε απόδοση του μισθίου στην αρνούμενη την παραλαβή του εκμισθώτρια - αναιρεσίβλητη δεν συνεπάγεται την λύση της ένδικης μίσθωσης. Η έλλειψη δε των προαναφερθέντων στοιχείων καθιστούν την ένδικη αγωγή ως προς την κύρια βάση της αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η οποία δεν θεραπεύεται με τις προτάσεις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού η έγγραφη καταγγελία συνιστά θεμελιωτικό γεγονός, της αγωγής, που απαιτείται κατά τον νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος, αφού αυτή και μόνο θα επέφερε λύση της μίσθωσης και θα καθιστούσε απαιτητή την απόδοση της εγγυοδοσίας, παρά μόνο επικαλούνταν την από 1.3.2012 προφορική καταγγελία και προσφορά των κλειδιών του μισθίου με την από 17.7.2012 εξώδικη πρόσκληση, γεγονότα που δεν αρκούσαν (μεταξύ άλλων) για το ορισμένο της αγωγής. Αντίθετα, στην ένσταση συμψηφισμού που πρότεινε ο αναιρεσείων επί της παραπάνω αγωγής της ενάγουσας για αποζημίωσή της για ζημίες στο μίσθιο και καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων, επικαλούνταν έγγραφη καταγγελία της μίσθωσης από 17.7.2012, που επιδόθηκε στην ενάγουσα εκμισθώτρια στις 27.7.2012, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη λήξη της μίσθωσης και συνακόλουθα το απαιτητό της επικαλούμενης καταβολής εγγυοδοσίας, και τη δυνατότητα συμψηφισμού της με τα οφειλόμενα μισθώματα αλλά και την ειδικότερη συμφωνία με την ενάγουσα εκμισθώτρια ως προς την λειτουργία και τύχη της επικαλούμενης καταβολής εγγυοδοσίας, που αφορούσε την εξασφάλιση μισθώματος και δαπανών, που βαρύνουν τον μισθωτή. Επομένως ο από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω με τον τέταρτο από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα του από 8-3-2005 μισθωτηρίου εγγράφου της ένδικης μίσθωσης, το οποίο, μετά την κατάθεσή του στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία έχει αποκτήσει βεβαία χρονολογία (άρθρο 446 ΚΠολΔ) και έχει καταστεί αποδεικτικό μέσο αυξημένης και δεσμευτικής αποδεικτικής δύναμης. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί, διότι στην μισθωτική διαδικασία, όπου λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά μέσα μη πληρούντα τους όρους του νόμου, δεν ιδρύεται ο παρών λόγος (ΑΠ 969/2011), σε κάθε δε περίπτωση το ιδιωτικό έγγραφο βεβαίας χρονολογίας δεν συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο κατ’ άρθρο 438 ΚΠολΔ αποτελεί πλήρη απόδειξη έναντι όλων για κάθε τι, που βεβαιώνεται σ’ αυτό ότι έγιναν από τον συντάκτη του ή ενώπιόν του, ώστε η παραβίαση της αποδεικτικής του δύναμης να ιδρύσει τον συγκεκριμένο αναιρετικό λόγο. Με τον πέμπτο από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση της παραμόρφωσης των από 1-4-2005 δύο αποδείξεων είσπραξης ενοικίου, στις οποίες αναφέρεται ως λόγος εκδόσεως "για ενοίκιο από 1-4-2005 έως 31-12-2005 χωρίς εγγύηση" και "για ενοίκιο από 1-1-2006 έως 31-3-2006 χωρίς εγγύηση», το Εφετείο δέχθηκε, ότι ο αναιρεσείων μισθωτής δεν κατέβαλε στην αναιρεσίβλητη εκμισθώτρια το ποσόν των 12.000 ευρώ ως εγγύηση, σε αντίθεση με το περιεχόμενο του από 8-3-2005 αποκτήσαντος βεβαία χρονολογία ένδικου μισθωτηρίου εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται ότι καταβλήθηκε το ποσό των 12.000 ευρώ ως εγγύηση. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η αποδιδόμενη με τον λόγο αυτό πλημμέλεια δεν συνιστά παραμόρφωση των εν λόγω αποδείξεων αναγόμενη στην ανάγνωση εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, αλλά πρόκειται για παράπονο, αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο (Ολ.ΑΠ 2/2008). Τέλος, η από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον έκτο λόγο αναίρεσης αναιρετική πλημμέλεια, που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο α) παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας, που συνάγονται από την συμμετοχή στις συναλλαγές για την έμμεση απόδειξη των γεγονότων και β) με το να λάβει υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ήτοι το γεγονός ότι δεν είχε εκδοθεί απόδειξη για την καταβολή της εγγύησης αφού το μισθωτήριο και μόνο αποτελεί απόδειξη για την καταβολή της εγγύησης και όχι η μη έκδοση σχετικής απόδειξης, θα πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώς και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8, διότι, αφενός στη μισθωτική διαδικασία τα αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, αφετέρου δε η εν λόγω αιτίαση πλήττει την ανέλεγκτη, αναιρετικά, ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 της παράβασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθόσον η επικαλούμενη πλημμέλεια αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων και όχι στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών περιστατικών όπως απαιτεί η παραπάνω διάταξη.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει ν’ απορριφθεί η από 8.7.2016 αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8.7.2016 αίτηση για αναίρεση της 92/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
Και
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Δεκεμβρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ