ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕφΑθ 3169/2018 Αποζημίωση λόγω εργατικού ατυχήματος - Ευθύνη προστήσαντος - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

Αριθμός:
3169
Έτος:
2018
Δικαστήριο:
Τόπος:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
26/06/2018
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
6295
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Εργατικές διαφορές. Εργατικό ατύχημα. Έννοια. Αποζημίωση. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επί εργατικού ατυχήματος. Ευθύνη προστήσαντος για τη ζημία που προξένησε σε τρίτο ο προστηθείς. Απαλλαγή εργοδότη από υποχρέωση αποζημίωσης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος εργαζόμενου ασφαλισμένου στο ΙΚΑ. Εξαίρεση. Εσφαλμένη αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής της επωνυμίας και της έδρας της εναγόμενης εταιρείας. Προθεσμία για την άσκηση ένδικου μέσου μετά την 1/1/2016 κατά απόφασης εκδοθείσας πριν την 1/1/2016 και μη επιδοθείσας. Αγωγή αποζημίωσης εργαζόμενου ως οδηγός φορτηγού λόγω βαριάς σωματικής βλάβης από πυροβολισμό άλλου εργαζόμενου ο οποίος έλαβε χώρα στον προαύλιο χώρο της εργοδότριας εταιρείας. Επιδίκαση απολεσθέντων εισοδημάτων και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εις βάρος του ζημιώσαντος εργαζόμενου. Ουσία αβάσιμη η αγωγή ως προς την εργοδότρια εταιρεία. Δέχεται την έφεση ως προς τον έναν εφεσίβλητο.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 4° ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως
3169/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Παύλο Μαυρομάτη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε με Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και το γραμματέα Κωνσταντίνο Φλώρο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος - ενάγοντος: ... του ..., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδ. ... αριθ. …), τον οποίο εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Ιωαν. Καραβοκύρης (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 026876 και Α.Φ.Μ. ....), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. .../25-5-18 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Αθηνών.
Των εφεσιβλήτων - εναγόμενων: 1) Ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Μεταφορών και διακριτικό τίτλο "... S.A." που εδρεύει στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο Δικαστήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλεξόπουλος Δημ. Γεώργιος (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 017572 και Α.Φ.Μ. ....), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. .../29-5-18 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Αθηνών και 2) ... του ..., κατοίκου Χαϊδαρίου Αττικής (οδ. ... αριθ. …), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.
Ο ενάγων - εκκαλών, άσκησε κατά των εναγόμενων - εφεσιβλήτων, την από 07/10/13 και με αριθ. κατ. .../1-11-13 αγωγή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Εκδικασθείσης της υποθέσεως στις 08/04/14, όπως ακριβώς είχε προσδιορισθεί (πιν. ...), εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων μερών, η υπ’ αριθ. 1948/12-06-14 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε αυτήν ως προς την πρώτη εναγομένη και δέχθηκε εν μέρει αυτήν από ουσιαστική άποψη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
Ο εκκαλών - ενάγων με την από 19/05/17 έφεσή του (αριθ. εκθ. κατάθ. .../25-05-17), η οποία έλαβε αριθ. κατ. πράξεως προσδιορισμού δικασίμου .../29-05-17 στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, και προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη ημερομηνία με αριθ. πιν. …, ζήτησε την εξαφάνιση της προσβαλλομένης κατά το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή του και την αποδοχή της αγωγής.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αλλά κατέθεσε την από 25/5/18 δήλωσή του κατ’ άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εφεσίβλητης παραστάθηκε στο Δικαστήριο και αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Από την προσκομιζόμενη υπ' αριθ. ... έκθεση επίδοσης, την από 30/5/17 έκθεση επίδοσης θυροκολληθέντος εγγράφου και την υπ' αριθ. .../31-5-17 απόδειξη κατάθεσης συστημένης επιστολής των ΕΛΤΑ του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ..., και την από 30/5/17 απόδειξη παραλαβής θυροκοληθέντος δικογράφου του αξιωματικού υπηρεσίας του Αστυνομικού Τμήματος Χαϊδαρίου, τα οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, αποδεικνύεται ότι με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εφεσίβλητο με θυροκόλληση σύμφωνα με τα άρθ. 122 §1, 123 και 128 §4 ΚΠολΔ. Αυτός κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με τη σειρά της από το πινάκιο στη νόμιμη δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε και δεν παραστάθηκε καθόλου, γι' αυτό πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του, σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθ. 524 §4 ΚΠολΔ).
II. Η κρινόμενη από 19/05/17 (αριθ. εκθ. καταθ. .../25-05-17) έφεση του εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος - εκκαλούντος κατά της πρωτόδικός νικήσασας πρώτης εναγόμενης - εφεσίβλητης, του εν μέρει πρωτοδίκως νικήσαντα δευτέρου εναγόμενου - εφεσίβλητου και της υπ’ αριθ. 1948/12-06-14 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον εκ των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσή της, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται το αντίθετο, και εντός τριετίας από την δημοσίευση αυτής (η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 12/06/14 και η έφεση ασκήθηκε με κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25/05/17), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικ. με το άρθ. 4 §2 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ A 165/25-7- 2011), 495 §1, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, 499, 511, 513 §1βζ 516, 517, 518 §2 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ A 87/23-7-2015) και 24 §1 ΕισΝΚΠολΔ, ως εκ του χρόνου εκδόσεως της εκκαλουμένης και ασκήσεως της εφέσεως [για το θέμα της προθεσμίας της άσκησης ενδίκου μέσου μετά την 01/01/16 κατά προσβαλλομένης αποφάσεως που εκδόθηκε πριν την 01/01/16, εάν είναι δηλ. τρία (3) ή δυο (2) έτη αν δεν επιδοθεί η απόφαση, που αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που περατώνει τη δίκη (ότι είναι τρία (3) έτη, ΑΠ 519/2017 ΕΠολΔ 2017.169 με σημ. Π. Γιαννόπουλου, ΑΠ 520/2017, Π. Γιαννόπουλο σε Κυρ. Οικονόμου, Η έφεση, 2017, σσ. 142 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, σσ. 240, 249 ότι είναι δυο (2) έτη, ΑΠ 1176/2017, ΑΠ 1640/2017, ΑΠ 1035/2017, οι οποίες θεωρούν ότι με την κατάθεση του σχετικού δικογράφου της αναίρεσης στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου μετά την 1/1/2016 που στρέφεται κατ' αποφάσεως που έχει δημοσιευθεί πριν από την πιο πάνω ημερομηνία χωρίς να έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκησή της είναι διετής από τη δημοσίευσή της ήδη δε το θέμα έχει παραπεμφθεί ως αντικείμενο λόγου αναιρέσεως με την υπ' αριθ. 1855/2017 απόφαση του Α2 Τμήματος του ΑΠ ως γενικοτέρου ενδιαφέροντος και χάριν της ενότητος της νομολογίας στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 235/2018, ΑΠ 332/2018)]. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και εντός των ορίων των λόγων της (άρθ. 522 §1 και 533 ΚΠολΔ), από το αρμόδιο προς αυτό καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο τούτο (άρθ. 19 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής αφενός δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθ. 495 §4 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ, ως αυτό ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015), αφετέρου έχει κατατεθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος το παράβολο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθ. 61 §§1 και 4 Ν. 4139/2013) ως αυτό αναφέρεται ειδικότερα παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας, απορριπτομένου του ισχυρισμού της πρώτης εφεσίβλητης περί εκπροθέσμου ασκήσεως της κρινόμενης έφεσης.
III. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 07/10/13 και με αριθ. κατ. .../1-11-13 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως το αίτημά της παραδεκτά περιορίσθηκε (άρθ. 223 ΚΠολΔ), εξέθεσε ότι στις 12/10/2009 συνήψε με την πρώτη εναγομένη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και προσέφερε την εργασία του σε αυτήν με την ιδιότητα του οδηγού. Ό τι στις 13/10/2009, εντός του ωραρίου εργασίας του που έληγε στις 17:00', ευρισκόμενος στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, δέχθηκε δυο πυροβολισμούς με πυροβόλο όπλο, από τον δεύτερο εναγόμενο, εργαζόμενο επίσης ως οδηγό στην πρώτη εναγόμενη και προστηθέντα αυτής. Ό τι εξαιτίας της ως άνω εκ δόλου ενεργείας του δευτέρου εναγομένου, τραυματίσθηκε σοβαρά στον δεξιό βραχίονα, με αποτέλεσμα να μην δύναται πλέον και παρά τις χειρουργικές επεμβάσεις, να ανακτήσει την φυσιολογική λειτουργία στο δεξιό άνω άκρο του. Ότι πέραν του δεύτερου εναγόμενου, υπαίτια ως προστηθείσα αυτού, είναι και η πρώτη εναγομένη, στον χώρο εργασίας της οποίας έλαβε χώρα το συμβάν, αφού εάν δεν υφίστατο η εργασιακή σχέση αυτού και του δεύτερου εναγόμενου με τήν πρώτη εναγόμενη δεν θα λάμβανε χώρα ο τραυματισμός του. Ό τι η πρώτη εναγομένη, δεν είχε προβεί σεορθή επιλογή του προσωπικού της, δεν είχε προσωπικό ασφαλείας και εποπτείας ενώ δεν είχε μεριμνήσει να διαθέτει στεγασμένο χώρο αναμονής του προσωπικού, το οποίο θα απέτρεπε τον δεύτερο εναγόμενο να πυροβολήσει. Ότι από τον τραυματισμό και την ανικανότητά του για εργασία που επήλθε λόγω του ετάδικου εργατικού ατυχήματος, έχει υποστεί α) ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί χρηματικό ποσό ύψους 400.000 €, και β) περιουσιακή ζημία ίση με τη μείωση των μηνιαίων εσόδων του. Κατ’ ακολουθίαν τούτων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο να του καταβάλουν, το ποσό των 86.400 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, για την ενεστώσα και μέλλουσα περιουσιακή του ζημία, όπως αναλυτικά την περιγράφει στο αγωγικό του δικόγραφο, το ποσό των 400.000 € για την ηθική του βλάβη αφαιρούμενου του ποσού των 44 €, που του επιδικάσθηκε στο ποινικό δικαστήριο, όλα τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο: από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί κατά το δεύτερου εναγόμενου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο στη δικαστική του δαπάνη. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1948/12-06-14 προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό των εναγομένων περί αοριστίας της αγωγής, ρητά τον ισχυρισμό των εναγομένων περί απαλλαγής της πρώτης εναγομένης ως προς την περιουσιακή ζημία του ενάγοντος διότι αυτός ήταν κατά το χρόνο του ατυχήματος ασφαλισμένος στο ΙΚΑ (άρθ. 34 §2, 60 §3 ΑΝ 1846/1951, 16 §§1 & 3 Ν. 551/1914), ρητά την ένσταση περί ελλείψεως της παθητικής νομιμοποίησης της πρώτης εναγομένης επειδή η αγωγή στρεφόταν κατά ανύπαρκτου νομικού προσώπου και δη ανώνυμης εταιρείας, αφού ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." ("... S.A.") και με έδρα τον Ασπρόπυργο Αττικής όπου έγινε η επίδοση της αγωγής δεν υπήρχε, η δε ίδια εναγομένη αντέλεξε στην πρόοδο της δίκης, έκρινε την αγωγή ως νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθ. 299, 346, 297, 298, 481, 914, 922, 926, 932 ΑΚ, 907, 908 και 176 και εν συνεχεία μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε αυτήν επί της ουσίας ως προς την πρώτη εναγομένη λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ανατεθέντων στον προστηθέντα, δεύτερο εναγόμενο, καθηκόντων εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης και της παράνομης Πράξης του, και δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως προς τον δεύτερο εναγόμενο υποχρεώνοντας αυτόν να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 31439,4 € για την απώλεια απωλεσθέντων εισοδημάτων του και το ποσό των 99956 € ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του τραυματισμού, νομιμοτόκως από την επίδοση της άνω αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ως άνω αγωγή έφερε ως πρώτη εναγομένη την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." (... S Α .) με έδρα τον Ασπρόποργο Αττικής, αντί των ορθών στοιχείων αυτής "... Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Μεταφορών", διακριτικό τίτλο "... S Α ." και έδρα τον Πειραιά. Ω στόσο η ως άνω εσφαλμένη αναφορά της επωνυμίας (ΑΠ 941/1992 ΕλλΔνη 1994.1034) και της έδρας (ΕφΘεσ 2418/1986 ΑρχΝ 1986.701, ΕφΘεσ 2446/1989 ΕλλΔνη 1991.1349) της πρώτης εναγομένης δεν ασκεί επιρροή ως προς την ταυτότητά της, αφού δεν δημιουργεί καμμία αμφιβολία περί της ταυτότητάς της, η ίδια δε παρέστη στο ακροατήριο και κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις προς αντίκρουση της αγωγής. Παράλληλα δε παρά την εναντίωσή της στην πρόοδο της δίκης, δεν απέδειξε σχετική δικονομική βλάβη, προκειμένου να επέλθει ακυρότητα (άρθ. 159 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο σχετικός περί του αντιθέτου ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης - εφεσίβλητης που επαναφέρεται με τις προτάσεις της στο Δικαστήριο προς απόκρουση της εφέσεως του ενάγοντος - εκκαλούντος. Ήδη, με την κρινόμενη έφεσή του, ο ενάγων προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση και παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί αυτή, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του. Ειδικότερα δια του συνόλου των λόγων εφέσεως πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εν σχέσει προς την κατ’ ουσία απόρριψη της αγωγής ως προς την πρώτη εναγομένη, αλλά και για την εν μέρει παραδοχή του αιτήματος αυτής ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
IV. Κατά το άρθ. 1 του Ν. 551/1915 "περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων", όπως κωδικσποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθ. 38 εδ. α ’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, το οποίο επήλθε κατά την εκτέλεση, της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθ. 2 του ίδιου νόμου ("εργατικό ατύχημα"), θεωρείται κάθε βλάβη η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου μεν προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος και τη βαθμιαία φθορά του από τις συνθήκες της εργασίας, αλλά συνδεόμενου οπωσδήποτε μ’ αυτή λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεσή της ή εξ αφορμής αυτής. Εξ αφορμής της εργασίας θεωρείται το ατύχημα όταν, παρά το γεγονός ότι λαμβάνει χώρα εκτός του τόπου ή του χρόνου εργασίας και δεν επέρχεται ως άμεση συνέπεια της εκτέλεσης αυτής, εμφανίζει με την εργασία μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος υπό την έννοια ότι χωρίς την υποχρέωση του εργαζόμενου προς παροχής εργασίας δεν θα είχαν δημιουργηθεί οι ιδιαίτερες και αναγκαίες για την επέλευση του ατυχήματος πραγματικές συνθήκες (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 139/2014 Ε7 2014.853, ΑΠ 650/2003 ΕΕργΔ 2005.424). Εξάλλου κατά το άρθ. 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθ. 297,298 και 330 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση είναι α) η ζημιογόνος συμπεριφορά, που μπορεί να συνίσταται σε Πράξη ή παράλειψη, β) ο παράνομος χαρακτήρας της εν λόγω συμπεριφοράς, γ) η υπαιτιότητα, που μπορεί να συνίσταται σε δόλο ή αμέλεια, υπό τις διάφορες μορφές αυτής και δ) ο πρόσφορος, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (του νόμιμου λόγου ευθύνης) και του αποτελέσματος (της επελθούσας ζημίας). Η αμέλεια, δηλαδή η μη καταβολή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΚ 330 εδ. β'), αποτελεί αόριστη νομική έννοια της οποίας απαιτείται εξειδίκευση, σύμφωνα με τις εκάστοτε περιστάσεις και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Εάν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, τότε αμέλεια και εντεύθεν υ ποχρέωση αποζημιώσεως υφίσταται μόνον, όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια της παραλειφθείσας Πράξης, επιβαλλόμενη από το νόμο ή από δικαιοπραξία. Τέτοια υποχρέωση είναι και αυτή που απορρέει από το άρθ. 662 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας και το χώρο αυτής έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου ("υποχρέωση πρόνοιας"). Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υ π ’ όψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 288). Κ αι αντίθετα, παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη δεν μπορεί να νοηθεί, όταν οι σ ’ αυτόν αποδιδόμενες παραλείψεις ούτε από το νόμο ή τη σύμβαση επιβάλλονται ως θετικές ενέργειες, ούτε από την καλή πίστη υπαγορεύονται ως συνήθεις ή ευλόγως αναμενόμενες συμπεριφορές στο πλαίσιο της αποδοχής συγκεκριμένης εργασίας. Κατά το άρθ. 298 ΑΚ, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος συνίσταται στο ότι η Πράξη ή η παράλειψη είναι πρόσφορη προς παραγωγή της ζημίας, δηλαδή έχει την τάση, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την, επιφέρει και, επιπλέον; σε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αυτή που πράγματι την επέφερε. Το πρώτο ζήτημα είναι νομικό, ενώ το δεύτερο πραγματικό (ΑΠ 959/2018 αδ. στο νομ. τυπ.). Περαιτέρω από τα άρθ. 914 και 932 ΑΚ και 1 και 16 Ν. 551/1915 προκόπτει ότι χρηματική ικανοποιηση για ηθχκή βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθ. 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών και τα λοιπά δικαιούμενα πρόσωπα για τις αξιώσεις τους που αφορούν εργατικό ατύχημα δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη, ή των προστηθέντων του, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οχ διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποιηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον προαναφερθέντα νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνον οχ γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 1987.891). Επομένως, για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθ. 914 ΑΚ, δηλαδή της παράνομης και υπαίτιας ζημιογόνου Πράξης ή παράλειψης και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις (του άρθ. 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθ. 914 του ΑΚ συνάγεται ότχ η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική: Πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε Πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011 ό.α., ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθ. 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός ή χρησιμοποίηση εκ μέρους του προστήσαντος, ενός άλλου προσώπου, φυσικού ή και νομικού, σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και, γενικότερα, στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων, του πρώτου. Η εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 922 ΑΚ, προϋποθέτει: α) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας, διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθ.914 ΑΚ και, γ) η ενέργεια αυτή να έλαβε χώρα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ'ευκαιρία, ή εξ' αφορμής αυτής (ΕφΘεσ 278/2006 ΔΕΕ 2006.401). Ο προστήσας, ήτοι εκείνος ο οποίος, με τη βούλησή του δέχεται τις υπηρεσίες του προστηθέντος, ήτοι εκείνου που, απασχολείται διαρκώς ή παροδικά στη διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά, στη εξυπηρέτηση επαγγελματικών, οικονομικών και, κοινωνικών συμφερόντων του πρστήσαντος και, υπόκειται στον έλεγχο ή απλώς στις γενικές οδηγίες και εντολές ή, στην επίβλεψη του προστήσαντος (ΑΠ 1570/2006 ΕΕργΔ 2007.865), ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από την αδικοπραξία του προστηθέντος, αν η αδικοπραξία τελεί, σε εσωτερική αιτιώδη σχέση, με την εκτέλεση της, υπό διεκπεραίωση, υποθέσεως του προστήσαντος (ΑΠ 22/2004 ΝοΒ 2004.1206), δηλαδή η ευθύνη του είναι αδικοπρακτική, όπως και η αντίστοιχη της διάταξης του άρθ, 914 ΑΚ, ενώ, σε αντίθεση με τη δεύτερη, η πρώτη είναι γνήσια αντικειμενική (ΑΠ-.306/2005 ΕλλΔνη 2006.1346). Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως γίνεται παγίως δεκτό νομολογιακώς, η σχέση προστήσεως έχει τέτοια ευρύτητα ώστε, να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και, μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής (ΑΠ 382/2006 ΕλλΔνη 2008.559), διότι, με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος, εξυπηρετείται (και) η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν έναν επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και, πιο φερέγγυο από αυτόν, η δε δραστηριότητα του ενδιάμεσου προσώπου (είτε υπόκειται σε έλεγχο είτε ότι), επειδή εντάσσεται στον, επιχειρηματικό, επαγγελματικό ή, κοινωνικό κύκλο δράσης του κυρίου της υπόθεσης, δικαιολογείται να εμπίπτει και στο πεδίο κινδύνου, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, η μετάθεση της ευθύνης σε αυτόν, ήτοι, στον κύριο της υπόθεσης (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, Μιχ. Σταθόπουλου, ΓενΕνχΔ, 1998, σσ. 146, Απ. Γεωργιάδη, ΕνχΔ, Γενικό Μέρος, σσ. 628). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθ. 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων", συνδυαζόμενες με τις διατάξεις του άρθ. 16 παρ. 1 και 3 του ως άνω Νν 551/1914, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό ατύχημα) υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του, που βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ, οπότε ο .Λαθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος σ ’, αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα με το άρθ. 3 του Ν.1305/1982), τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα) όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1914 ειδική αποζημίωση, και μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθ. 34 παρ. 2 αν. 1846/1951 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της σύμφωνης με το κοινό δίκαιο οφειλόμενης αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ. Από τις ίδιες διατάξεις, εξάλλου, συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του εργαζομένου (παθόντος), αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που είχε προστηθεί από τον εργοδότη, καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της "ειδικής αμελείας", δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με την ασφάλεια των εργαζομένων (ΑΠ 797/2014 ΝοΒ 2014.2137, ΑΠ 1085/2008 ΝοΒ 2008.2680). Έ τσι ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ, διατηρεί όμως την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθ. 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών, ως ανωτέρω εκτέθηκε (ΑΠ 52/2011 ΝοΒ 2011.1298, ΕφΘεσ 293/2012 Αρμ 2012.1129, ΕφΚαλαμ 52/2017 αδ. στο νομ. τυπ.).
V. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση της με θρησκευτικό όρκο ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ..., την ανώμοτη εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδριάσεως της εκκαλουμένης, την νομίμως δοθείσα υπ' αριθ. .../7-4-2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντος ... ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... (βλ. υπ' αριθ. ... και .../3-4-2014 εκθέσεις επίδοσης γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα προς του εναγόμενους, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ...), τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, ενώπιον του πρωτοβάθμιου, αλλά και δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, έστω και για πρώτη φορά (αρθ. 529 παρ. Ια" ΚΠολΔ), ακόμη και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθ. 671 παρ. 1 εδ. α ', 674 παρ. 2 ΚΠολΔ - ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35.513), τις εξομοιούμενες με ιδιωτικά έγγραφα ως προς την αποδεικτική τους δύναμη μη αμφισβητούμενες φωτογραφίες (ΑΠ 139/2009 ΤΝΠ “ Νόμος” ), τις αποφάσεις των ποινικών δικών (ΑΠ 500/2004 Δ ' Πολ. Τμ. αδ. στο νομ. τύπ.) και των σχετικών τους (έγγραφα, εκθέσεις, μαρτυρικές καταθέσεις) ως προς το ένδικο συμβάν του τραυματισμού του ενάγοντος (ΑΠ 1503/2009), τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων έκτω ν ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α., ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προφορικώς καταρτισθείσας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Μεταφορών" και έδρα τον Πειραιά (αριθ. MAE ...), ο πρώτος προσλήφθηκε στις. 12/10/2009 από την δεύτερη, προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός φορτηγού οχήματος. Ως μηνιαίος μισθός συμφωνήθηκε το ποσό των 1.181,01 € και θα εργαζόταν επί πενθήμερο εβδομαδιαία και με ωράριο 09:00' π.μ. έως .17:00'(βλ. σχ. αναγγελία πρόσληψής του στον ΟΑΕΔ και από 06/11/09 κατάσταση απασχολούμενων της πρώτης εναγόμενης). Την αμέσως επόμενη ημέρα από την πρόσληψή του, ήτοι στις 13/10/2009 και περί το τέλος του ωραρίου του, ήτοι λίγα λεπτά πριν τις 17:00', ο ενάγων βρισκόταν μαζί με άλλους τέσσερις οδηγούς εργαζόμενους της ως άνω εναγόμενης στον προαύλιο χώρο της επιχείρησης αυτής στον Ασπρόπυργο. Συγκεκριμένα, ήταν καθισμένος σε τραπέζι ευρισκόμενο σε πλακόστρωτη αυλή 20 τ.μ., στεγασμένη με τέντα εφαρμοσμένη σε μεταλλικό σκελετό, έξωθεν ισόγειου βοηθητικού χώρου. Ο δεύτερος εναγόμενος, που είναι επίσης εργαζόμενος της πρώτης εναγόμενης, με την ειδικότητα του οδηγού, είχε νωρίτερα διαπληκτισθεί με άλλον συνάδελφό του οδηγό και διακατεχόμενος από ανάλογα συναισθήματα εξήγαγε από το πλησίον σταθμευμένου οχήματος του πυροβόλο όπλο (πιστόλι), χωρίς να κατέχει - σχετική άδεια. Εν συνεχεία πλησίασε στο μέρος όπου βρισκόταν οι ως άνω οδηγοί μεταξύ των οποίων και ο ενάγων και, παρά τις προσπάθειες του ανεψιού του που εργαζόταν και αυτός εκεί να τον αποτρέψει, πυροβόλησε προς αυτούς δυο φορές με την κάνη του όπλου προς το πάτωμα, προφανώς προς εκφοβισμό του οδηγού με τον οποίο είχε διαπληκτισθεί. Το βλήμα όμως μιας σφαίρας, που νωρίτερα εξοστρακίσθηκε στο πάτωμα έπληξε τον ενάγοντα στον δεξιό βραχίονα προκαλώντας του βαριά σωματική βλάβη. Για την Πράξη αυτή κατά του δεύτερου εναγόμενου ασκήθηκε ποινική δίωξη για επικίνδυνη σωματική βλάβη, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία. Καταδικάσθηκε δε αμετάκλητα, κατόπιν μεταβολής της πρώτης κατηγορίας από επικίνδυνη (άρθ. 309 ΠΚ) σε βαριά σωματική βλάβη (άρθ. 310 §1 ΠΚ) σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών για αυτήν και 2 μηνών για εκάστη των λοιπών και συνολικά 17 (15+1+1) μηνών, με την υπ' αριθ. 9056/11-10-2011 απόφαση του Α ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται ότι το συμβάν έλαβε χώρα μετά το πέρας.του ωραρίου του ενάγοντος, πλην όμως αυτό δεν βρίσκει έρεισμα σε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Όλοι οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν στα πλαίσια της ως άνω ποινικής δίκης, και της εκκαλουμένης διαβεβαίωσαν ότι όλοι τους ανέμεναν δρομολόγιο. Το ως άνω βίαιο συμβάν σε βάρος του ενάγοντος έλαβε χώρα με αφορμή την παροχή της εργασίας του και προκάλεσε σ ’ αυτόν βαριά σωματική βλάβη, όπως λεπτομερώς κατωτέρω εκτίθεται, ήτοι συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθ. 1 Ν. 551/1915. Ο τραυματισμός του ενάγοντος από την επίθεση άλλου εργαζομένου έλαβε χώρα εντός του χώρου παροχής εργασίας, του οποίου η επίβλεψη και η φύλαξη υπαγόταν στην αποκλειστική σφαίρα ευθύνης της εργοδότριας πρώτης εναγομένης. Δεν δύναται όμως να αποδοθεί παράλληλα και σε υπαιτιότητα αυτής και να επιστηρίξει αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης εις βάρος της από τον παθόντα ενάγοντα, αφού δεν αποδείχθηκε ότι επικρατούσαν συγκεκριμένες συνθήκες και παράμετροι εντός του εργασιακού χώρου, οι οποίες ετύγχαναν γνωστές σε αυτήν, ή τις οποίες αυτήόφειλε και μπορούσε να γνωρίζει δια της καταβολής της δέουσας προσοχής και επιμελείας ενός μέσου συνετού εργοδότη (ενν. τα όργανά της), και αυτή παρέλειψε κατ’ αντικειμενική κρίση και με γνώμονα την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ως ώφειλε και ηδύνατο) να προβεί σε επιβεβλημένες ενέργειες ή να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης και ασφαλείας εντός του εργασιακού χώρου και συνακολούθως προς αποτροπή αυτού του βιαίου γεγονότος, περί του οποίου ουδεμία ένδειξη υφίστατο πριν από την εκδήλωσή του. Δεν αποδείχθηκε επίσης ότι τα όργανα της πρώτης εναγομένης γνώριζαν ή υπαιτίως αγνοούσαν εξωτερικευμένα κατά το παρελθόνστοιχεία της προσωπικότητος του επιτιθεμένου δευτέρου εναγόμενου ή συγκεκριμένα περιστατικά εκτυλιχθέντα εντός του εργασιακού χώρου καθιστώντα σφόδρα πιθανή την εκδήλωση τέτοιας επιθέσεως κατά του ενάγοντος ή άλλων εργαζομένων και εν τούτοις παρέλειψαν να λάβουν τα προσήκοντα προληπτικά μέτρα (ενδεικτικά, αυστηρές συστάσεις και προειδοποίηση λήψεως δυσμενών και δραστικών κατ’ αυτού μέτρων εντός του πλαισίου ασκήσεως τρυ διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης προς διαφύλαξη της εργασιακής ειρήνης ή κατά το δυνατόν τοποθέτηση αυτού σε άλλο χώρο εργασίας, ή σε άλλο ωράριο εργασίας προς αποφυγή συγχρωτισμού απειλούντος και απειλούμενου). Ούτε επίσης δύναται να θεμελιωθεί αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης εις βάρος της πρώτης εναγομένης λόγω γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης αυτής εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του προστηθέντος από αυτήν δευτέρου εναγομένου, αφού η αδικοπραξία που τελέσθηκε από τον τελευταίο αν και φέρει τα στοιχεία της χρονικής καιτοπικής συνάφειας, όμως δεν τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση, με την εκτέλεση της, υπό διεκπεραίωση, υποθέσεως της προστήσασας. Αντιθέτως, η Πράξη του, αφορά σε προσωπικά κίνητρα του προστηθέντος και όχι οι επαγγελματικές του αρμοδιότητες, διότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εργαζομένων να κατέχουν όπλα, και να .τα χρησιμοποιούν προς επίλυση των διαφορών τους. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντα σύμφωνα με τους οποίους, η πρώτη εναγόμενη δεν είχε προβεί σε ορθή επιλογή του. προσωπικού της, δεν είχε προσωπικό ασφαλείας και εποπτείας ενώ δεν είχε μεριμνήσει να διαθέτει στεγασμένο χώρο αναμονής του προσωπικού, δεν σχετίζονται αιτιωδώς με το συμβάν, αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτή γνώριζε ή μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη του όπλου στην κατοχή του δευτέρου εναγομένου κατά την επιλογή του ενάγοντα ως εργαζόμενου, ενώ δεν συγκαταλέγεται στις υποχρεώσεις της, ανάμεσα στα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να λαμβάνει για την προστασία των εργαζόμενων, ο καθημερινός σωματικός τους έλεγχος. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η αγωγή του ενάγοντος ως προς την πρώτη εναγομένη. Συνεπώς εφόσον και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, αν και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προαναφέρθηκαν και προσηκόντως υπήγαγε σ ’ αυτές τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, τις οποίες με πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή λογικά κενά παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η έφεση του ενάγοντος ως προς την πρώτη εναγομένη. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αμέσως μετά τον τραυματισμό του στον δεξιό βραχίονα, μεταφέρθηκε από τον ανεψιό του Σωτήριο Αθανασόπουλο ο οποίος εργαζόταν και αυτός στην πρώτη εναγομένη, στο Θριάσιο Νοσοκομείο και στη συνέχεια στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Λόγω της σοβαρότητας του τραύματός του, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο ΚΑΤ. Όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. πρωτ. .../22-11-2010 ιατρική γνωμάτευση του νοσοκομείου ΚΑΤ, ο ενάγων εισήχθη στο νοσοκομείο στις 14/10/2009, φέρων ανοικτό συντριπτικό υπερκονδύλιο κάταγμα με έλλειμμα και τρώση κερκιδικού νεύρου με έλλειμμα. Ακολούθησε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία του αφαιρέθηκε τεμαχισμένο βλήμα και τοποθετήθηκε εξωτερική οστεοσύνθεση για συγκράτηση του κατάγματος. Ο ενάγων εξήλθε στις 20/10/2009 από το ανωτέρω Νοσοκομείο, πλην όμως στις 09/11/2009 επανεισήχθη σε αυτό για δεύτερη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία τοποθετήθηκε λαγόνιο οστικό αυτομόσχευμα στην εστία του κατάγματος καθώς επίσης και νευρικά μοσχεύματα που ελήφθησαν από το αντίστοιχο πόδι του ασθενούς, στο κενό του κερκιδικού νεύρου. Έλαβε εξιτήριο στις 18/11/2009, ενώ ήδη από τις 10/11/2009 του είχε χορηγηθεί αναρρωτική άδεια 12 μηνών. Σύμφωνα με την ως άνω ιατρική γνωμάτευση που συντάχθηκε ένα έτος μετά και από την δεύτερη επέμβαση, το οστό του ενάγοντα ελέγχεται πωρωθέν, ο καρπός του δύναται να εκταθεί, αλλά τα δάχτυλα και ο αντίχειρας δεν ανάκτησαν κίνηση έκτασης, παρά την μεταμόσχευση νεύρου. Ενδέχεται δε να υποβληθεί σε επέμβαση τενοντομεταφορών για να επιτευχθεί η έκταση δακτύλων και αντίχειρα, όμως η βλάβη του συγκεκριμένου άκρου θεωρείται βαρεία και παρά τις επεμβάσεις, κυρίως λόγω της μεγάλης καταστροφής του νεύρου, ο ενάγων δεν θα ανακτήσει ποτέ φυσιολογική λειτουργία στο άκρο του. Εξαιτίας του τραυματισμού του ενάγοντα που οφείλεται σε άδικη Πράξη που τελέστηκε με δόλο, αυτός, απώλεσε τα εισοδήματα που θα αποκόμιζε από την εργασία του στην πρώτη εναγόμενη, ως οδηγός βυτιοφόρου οχήματος, από την 01/11/2009 έως την ημερομηνία τουλάχιστον της έκδοσης της εκκαλουμένης, αφού αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον για ένα έτος βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, ενώ ακολούθως λόγω της αδυναμίας του να χρησιμοποιήσει τα δάκτυλά του, δεν δύναται να εξασκήσει ούτε το επάγγελμα του αργυροχρυσοχόου, το οποίο έχει σπουδάσει, ούτε και του οδηγού βυτιοφόρου οχήματος για το οποίο είχε προσληφθεί. Αντιμετωπίζει δε δυσκολία εξεύρεσης εργασίας ισάξια αμοιβόμενης με την προηγούμενη, λόγω της δυσλειτουργίας του δεξιού του χεριού. Ωστόσο εργάσθηκε μερικώς τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, ως οδηγός σχολικού λεωφορείου σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, με μισθό 571 €, από την οποία αποχώρησε οικειοθελώς, λόγω του ως άνω προβλήματος του στις 10/04/2014. Επομένως στον ενάγοντα οφείλεται το ποσό των 1.181,01 € από την 01/11/2009 έως την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης (12/06/14) και ειδικότερα το ποσό των 65522,43 € [(ποσό 2362,02 € για το διάστημα από 01/11/2009 έως 31/12/09 ήτοι 1.181,01 € χ 2 μην. + ποσό 62593,53 € για το διάστημα από 01/01/2010 έως 31/5/2014, ήτοι 1.181,01 € χ 53 μήνες + ποσό 566,88 € για το διάστημα από 01/06/2014 έως 12/06/14, ήτοι ημερομίσθιο 47,24 € (1.181,01 € : 25) χ 12 ημ.], από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που εισέπραξε από το ΙΚΑ, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας και την εργασία από τον 9/2010 έως τον 4/2014 και κατά τα οποία περιόρισε το αίτημά του πρωτοδίκως. Επίσης ο ενάγων αφαίρεσε και τα ποσά που εισέπραξε από τον δεύτερο εναγόμενο μετά την έκδοση των σχετικών αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι, ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.247,55 € από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ ως επιδότηση ασθένειας για το έτος 2009, το ποσό των 7.442,43 € για το έτος 2010 και το ποσό των 5.764,95 € για το έτος 2011. Επίσης, εισέπραξε από τον δεύτερο εναγόμενο κατόπιν εκδόσεως της υπ' αριθ. 9518/2010 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το ποσό των 2.929 €, καθώς επίσης και το ποσό των 4.583 € κατόπιν εκδόσεως της υπ' αριθ. 8316/2011 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εισέπραξε επίσης το έτος 2012 το ποσό των 2.793,56 € και το έτος 2013, το ποσό των 6.852,33 € από την εργασία που παρείχε στην εταιρία με την επωνυμία "Παν. Γεννημάρα και Σια Ο.Ε.", από τις 10/9/2012, με μισθό 571 € μηνιαίως. Επίσης, πρέπει να αφαιρεθεί και το ποσό των 1.903,33 € που εισέπραξε ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01/01/2014 έως 10/04/2014, από την ίδια ως άνω εταιρία, ημερομηνία κατά την οποία αποχώρησε οικειοθελώς. Συνολικά έχει εισπράξει το ποσό των 33.516,15 € (1.247,55 € + 7.442,43 € + 5.764,95 € + 2.929 € + 4.583 € + 2.793,56 € + 6.852,33 € + 1.903,33 " €), το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί από το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό των 65522,43 € για τα απολεσθέντα εισοδήματα, και επομένως για την αιτία αυτή, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 32006,28 € (65522,43 € - 33.516,15 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών επελεύσεως του ως άνω τραυματισμού του ενάγοντος, της σοβαρότητας του τραυματισμού αυτού, της υποβολής του σε χειρουργικές επεμβάσεις, τους έντονους πόνους εξαιτίας της οστεοδεσίας, τις σοβαρές δυσχέρειες στις κινήσεις του χεριού του, την καλή μέχρι τότε κατάσταση της υγείας του, και την καλή οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα και χρηματικό ποσό 100000 € για χρηματική κατ' άρθρο 932 ΑΚ ικανοποίησή του λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη εκ του ως άνω τραυματισμού του. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 € που του επιδικάσθηκε στο ποινικό δικαστήριο ως πολιτικός ενάγων. Συνολικά επομένως οφείλεται στον ενάγοντα ποσό ύψους 131.962,28 € (32.006,28 € + 99.956 €) νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Μετά από όλα τα προαναφερόμενα η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει συνολικά 131.395,40 €, αντί να υποχρεώσει αυτόν να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό ύψους 131.962,28 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι' αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτή η από 19/05/17 (αριθ. εκθ. καταθ. .../25-05-17) έφεση του ενάγοντος ως βάσιμη και κατ' ουσίαν ως προς αυτόν (δεύτερο εφεσίβλητο), να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλουμένη μόνο ως προς τη διάταξη που αφορά στον δεύτερο εναγόμενο και το επιδικασθέν ποσό και αφού κρατηθεί η υπόθεση και εξετασθεί κατ' ουσίαν η αγωγή, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό ύψους 131.962,28 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας ως προς την πρώτη εφεσίβλητη θα επιβληθούν στον εκκαλούντα λόγω απόρριψης της έφεσης, ενώ ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο θα επιβληθούν σε αυτόν λόγω ευδοκίμησης αυτής, όπως στο διατακτικό της παρούσας (άρθ. 178 §1, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 63 §1 β’ 69 §1 Ν. 4194/13). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας του δευτέρου εφεσιβλήτου ..., πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθ. 501 εδ. τελ., 502 § 1, 505 §2 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 19/05/17 (αριθ. εκθ. καταθ. .../25-05-17) έφεση ερήμην του εφεσιβλήτου ... του ... και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της πρώτης εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος, το ύψος των οποίων ορίζει σε τρεις χιλιάδες εννιακόσια ευρώ (3900 €).
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεση ως προς τον δεύτερο εφεσίβλητο.
Εξαφανίζει εν μέρει την υπ' αριθ. 1948/12-06-14 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασίας εργατικών διαφορών) μόνο ως προς τη διάταξη του επιδικασθέντος ποσού στον ενάγοντα από τον δεύτερο εναγόμενο.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 07/10/13 και με αριθ. κατ. .../1-11-13 αγωγής.
Δέχεται εν μέρει αυτήν ως προς τον δεύτερο εναγόμενο.
Υποχρεώνει τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό ύψους εκατόν τριάντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα δυο ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (131.962,28 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας του εκκαλούντος σε βάρος του δευτέρου εφεσιβλήτου, το ύψος των οποίων ορίζει σε τρεις χιλιάδες εννιακόσια ευρώ (3900 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 26 Ιουνίου 2018.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα