Αριθμός απόφασης 1943/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
Αποτελούμενο από τον Εφέτη Στέφανο-Σπορίόωνα Πανταζόπονλο, τον οποίο όρισε ο πρόεδρος της τριμελούς διοίκησης, και τη γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22-3-2018 για να δικάσει την υ7ΐόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος-εναγομένου : Γ. Π. του Π., κατοίκου Μαρκόπουλου Ωρωπού Αττικής, τον οποίον εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Ηλίας Πανταζής.
Του εφεσιβλήτου-ενάγοντος : Α. Μ., κατοίκου Χαλκίδας Εύβοιας, οδός ..., τον οποίον εκπροσώπησε η πληρεξούσιος δικηγόρος του Αθανασία Πανάγου.
Ο εφεσίβλητος άσκησε την από 8-1-2014 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και ζήτησε να γίνει δεκτή.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 1809/2016 ερήμην απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την έφεσή του (αρ. κατάθ. .../2016), η οποία προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 23- 2-2017 και μετ' αναβολή για την πιο πάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται σ’ αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση του εναγόμενου ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 1809/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την από 8-1-2014 αγωγή του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, (επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης 8-6-2016, άσκηση έφεσης 6-7-2016), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 495επ., 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν με την ίδια διαδικασία, εν όψει του ότι καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’ αριθμι. ... παράβολα υπέρ ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ’ αριθμ. ... παράβολα υπέρ του Δημοσίου).
Η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 44 παρ. 2 ν. 3994/2011, ορίζει ότι αν ασκηθεί τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Έτσι, όταν ο ερήμην δικασθείς εναγόμενος πρωτοδίκως προβάλλει ως λόγο έφεσης την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της εναντίον του αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες τις διατάξεις της ανεξάρτητα από τη διαδικασία έκδοσής της, δίχως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να ερευνήσει, εάν ο λόγος έφεσης είναι ουσία βάσιμος. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης (Μαργαρίτης στο Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ 2003 άρθρο 528 αρ. 2).
Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την από 8-1-2014 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1809/2016 εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού δίκασε τον εναγόμενο και νυν εκκαλούντα ερήμην, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την αγωγή του ενάγοντος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση, με την οποίαν επικαλείται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να εκδικαστεί η υπόθεση εκ νέου από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος εξέδωσε στον Ωρωπό Αττικής στις 12-5-2009, 2-6-2009 και 2-7-2009 αντίστοιχα τις υπ' αριθμ. ..., ... και ... τραπεζικές επιταγές της ... Τράπεζας η πρώτη και της Τράπεζας ... οι λοιπές, ποσού 8.500 ευρώ, 13.500 ευρώ και 13.500 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικού ποσού 35.000 ευρώ, πληρωτέες όλες εις διαταγήν Κ. Α.. Ότι ο εις διαταγήν δικαιούχος των επιταγών μεταβίβαζε αυτές στον ενάγοντα με οπισθογράφηση και παράδοσή τους και ότι αν και αυτές εμφανίστηκαν για πληρωμή εμπροθέσμως από τον ενάγοντα στις πληρώτριες Τράπεζες, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου των λογαριασμών του εναγομένου, όπως τούτο βεβαιώθηκε επί των σωμάτων των επιταγών αυτών από τα αρμόδια όργανά τους. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε ότι κατά το χρόνο έκδοσης των ως άνω επιταγών δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους από τις πληρώτριες Τράπεζες. Ότι συνέπεια της παράνομης και υπαίτιας αυτής συμπεριφοράς του εναγομένου, ο ενάγων ζημιώθηκε κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των ανωτέρω τραπεζικών επιταγών. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 35.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 7-7-2009, ημερομηνία κατά την οποία όχλησε αυτόν για την καταβολή του ποσού αυτού, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί εναντίον του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης λόγω της σε βάρος του αδικοπραξίας και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 346, 914 ΑΚ και 79 του Ν. 5960/1933 και άρθρο 1047 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του ισχυρισμού του εναγόμενου περί αοριστίας αυτής, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή περιέχει όλα τα από τον νόμο στοιχεία που δικαιολογούν την άσκησή της εναντίον του κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε από τον ενάγοντα το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες επ' αυτού επιβαρύνσεις (βλ. την εκκαλουμένη απόφαση).
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 282,288,300 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός, που δέχεται επιταγή εν γνώσει του ότι είναι επιταγή ευκολίας, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική ευθύνη του άρθρου 79 ν. 5960/1933, παρέχει όμως σ’ αυτόν το δικαίωμα είτε ενάγεται βάσει του άρθρου 22 ν. 5960/1933 περί επιταγών, είτε ενάγεται βάσει αδικήματος να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος ότι δυνάμει ιδιαίτερης συμφωνίας ο κομιστής γνωρίζοντας ότι η επιταγή ήταν ευκολίας, την έλαβε στην κατοχή του και ότι εν όψει της συμπεριφοράς του αυτής, η οποία ενέχει αποδοχή των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής, η επιδίωξη της πληρωμής της υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών, αφού με δικό μη πληρωμή της επιταγής. Ο εναγόμενος με την επίκληση του ότι πρόκειται για επιταγή ευκολίας επιχειρεί να αναιρέσει τον δόλο του, στον οποίον στηρίζεται η αδικοπρακτική του ευθύνη (ΕφΑΘ. 5888/2002 ΕλλΔνη 2003.834, 1324/2000 ΕλλΔνη 41.1392). Το περιεχόμενο του ως άνω ισχυρισμού είναι ότι δεν υπήρξε έννομη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής που να δικαιολογεί την έκδοσή της, ότι σύμφωνα με την πρόθεση αμφοτέρων αυτών των προσώπων η έκδοση της επιταγής δεν πρόκειται να δημιουργήσει πραγματικό νομικό δεσμό μεταξύ τους και ότι ο σκοπός στον οποίο απέβλεψαν αυτά τα πρόσωπα ήταν η απόκτηση φερεγγυότητας (δυνατότητα πίστωσης) έναντι τρίτων προσώπων. Συνεπώς, υπάρχει έκδοση επιταγής ευκολίας χωρίς να υπάρχει ορισμένη έννομη σχέση ή οικονομικό αντιστάθμισμα, αλλά για να εξυπηρετηθεί κάποιος (λ. χ. ο λήπτης της επιταγής ή ο πρώτος κομιστής αυτής), ώστε να φανεί αυτός ως φερέγγυος και να μπορέσει να δανειστεί το ποσό της επιταγής από τρίτο πρόσωπο.
Από την ένορκη εξέταση του ενάγοντος ως διαδίκου και του μάρτυρος του εναγόμενου ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασής του και την εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως του πταίσμα, συνετέλεσε αιτιωδώς στην πρόκληση της ζημίας του από τη δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά : Ο εναγόμενος εξέδωσε στον Ωρωπό Αττικής στις 12-5-2009, 2-6-2009 και 2- 7-2009 τις υπ' αριθμ. ..., ... και ... μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές της ... Τράπεζας η πρώτη και της Τράπεζας ... οι λοιπές, ποσού 8.500 ευρώ, 13.500 ευρώ και 13.500 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικού ποσού 35.000 ευρώ, πληρωτέες όλες εις διαταγήν Κ. Α., από τους υπ’ αριθμ. ... και ... λογαριασμούς του αντίστοιχα. Ο τελευταίος ως δικαιούχος των επιταγών μεταβίβασε στον ενάγοντα με οπισθογράφηση και παράδοση τις ως άνω επιταγές, οι οποίες εμφανίστηκαν για πληρωμή εμπροθέσμως από τον ενάγοντα στις 15-5-2009, 9-6-2009 και 7-7-2009 αντίστοιχα, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου του στις ως άνω πληρώτριες Τράπεζες, όπως τούτο βεβαιώθηκε επί των σωμάτων των επιταγών αυτών από τα αρμόδια όργανά τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ως άνω επιταγές ήταν επιταγές ευκολίας και δόθηκαν από τον εναγόμενο στον Κ. Α., ο οποίος είχε υποπρακτορείο ασφαλιστικών συμβάσεων στον Ωρωπό Αττικής και συνεργαζόταν με την ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «... και Σια ΕΕ», η οποία είχε συσταθεί το έτος 2001 με ομόρρυθμο μέλος τη σύζυγο του ενάγοντος και λοιπές εταίρους τις δύο. θυγατέρες τους Μ. και Κ. Μ., οι οποίες και συνέχισαν τη λειτουργία της ως άνω εταιρείας, οπότε τον Μάρτιο 2010 απεχώρησε η μητέρα τους. Οι επιταγές αυτές δεν αφορούσαν σε κάποια οφειλή του εναγόμενου προς τον μετέπειτα οπισθογράφο τους Κ. Α., αλλά ζητήθηκαν απ’ αυτόν κατά την αντιμετώπιση πρόσκαιρου προβλήματος υγείας το έτος 2009, προκειμένου να εμφανίζεται ως φερέγγυο πρόσωπο σε τρίτους με απαιτήσεις κατά του εναγομένου, όπως με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα καταθέτει ο μάρτυς του, γεγονός που γνώριζε ο εναγών, ο οποίος δεν εξηγεί πειστικά την αιτία οπισθογράφησής τους σ’ αυτόν και την έννομη σχέση που τον συνέδεε με τον Κ. Α. και επί πλέον γνώριζε τη συνεργασία του Κ. Α. με την ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία των συγγενικών του προσώπων. Ερωτηθείς από το δικαστήριο, ο ενάγων κατέθεσε αορίστως ότι η αιτία των οπισθογράφησης είναι «κάτι υπόλοιπα από προμήθειες ασφαλιστικών συμβάσεων» και ότι «πλήρωσε αυτός τις επιταγές της συζύγου του», ενώ επί πλέον καταθέτει ότι «η ασφαλιστική εταιρεία δεν είχε άμεση σχέση με τον εναγόμενο» και οι επιταγές ήταν «σαν εξόφληση του Α. προς την εταιρεία», συνεπώς όχι προς αυτόν. Επομένως, παρά το ότι δεν ήταν εταίρος στην ως άνω εταιρεία, γνώριζε τις συναλλακτικές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ του οπισθογράφου Κ. Α., του εναγόμενου και της εταιρείας των συγγενικών του προσώπων. Εξ άλλου, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων γνώριζε ότι ο εναγόμενος δεν είχε κεφάλαια κάλυψης κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής των ως άνω επιταγών, για το λόγο δε αυτό καθ’ όλο το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα από το χρόνο έκδοσης των επιταγών ο ενάγων εξέδωσε μόλις το έτος 2013 την υπ’ αριθμ. 383/2013 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Μαραθώνος μόνο για την πρώτη από τις ως άνω επιταγές ποσού 8500 ευρώ, η απαίτηση της οποίας είχε παραγραφεί, λόγος που είχε προταθεί από τον εναγόμενο με την από 25-11-2013 ανακοπή του κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, η εκδίκαση της οποίας δεν έλαβε χώρα, εν όψει του ότι ανεστάλη η εκτέλεση της τελευταίας με προσωρινή διαταγή του ως άνω δικαστηρίου. Ενώ επί πλέον ο ενάγων επεδίωξε μόνον την άσκηση της ένδικης αγωγής σε βάρος του εναγόμενου το έτος 2014, δίχως όλο αυτό το χρονικό διάστημα, να έχει υποβάλλει μήνυση σε βάρος του για το έγκλημα της ακάλυπτης επιταγής, εφόσον κάτι τέτοιο δεν επικαλείται αυτός. Επομένως, η επιδίωξη από τον ενάγοντα της πληρωμής των ως άνω επιταγών με την άσκηση της ένδικης αγωγής υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών, αφού με δικό του πταίσμα, συνετέλεσε αιτιωδώς στην πρόκληση της ζημίας του από τη μη πληρωμή τους. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη κατά το νόμιμο και ουσία αβάσιμο ισχυρισμό του εναγομένου. Πρέπει επίσης να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου στον εκκαλούντα κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ.
Η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας του εναγομένου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων.
- Δέχεται τύποις και κατ’ ουσίαν την από 5-7-2016 έφεση.
- Διατάζει την απόδοση του παράβολου στον εκκαλούντα.
- Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1809/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
- Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
-Απορρίπτει την αγωγή.
- Επιβάλει σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη του εναγόμενου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, την οποίαν ορίζει σε επτακόσια (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του δίχως να παρίστανται οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων στις 20-4-2018.