Αριθμός 1009/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπα-νικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Τίγγα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Χ και Σία Ε.Ε" και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκπρόσωπο και διαχειριστή της, Χ, κάτοικο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Φαρμάκη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "...S.A", η οποία προέκυψε από την συγχώνευση των ανωνύμων εταιριών "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και "... Α.Ε" με σύσταση νέας εταιρίας (η οποία συνεπώς αποτελεί καθολική διάδοχο της αναιρεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία "... Α.Ε" λόγω της συγχωνεύσεως), που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Καλλιόπη Σκουλαρίκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1 Οκτωβρίου 2001 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21225/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2149/2005 μη οριστική και 1452/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5 Οκτωβρίου 2006 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός ανέγνωσε την από 13 Απριλίου 2010 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 5.10.2006 αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 622/1983). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 465/1988). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ό,τι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1987/2007). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει - με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου - τον μισθωτό σε τρίτον προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλει τον μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς (ΑΠ 286/1994). Ο θεσμός αυτός του γνήσιου "δανεισμού" δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ όπου κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερόμενων διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με τον δανεισθέντα, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε με συμφωνία για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης και η υποχρέωση του αρχικού εργοδότη (ΑΠ 482/1979). Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη. Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κ.λ.π. Ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία.
Συνεπώς, τα συνήθη που ελάμβαναν χώρα κατά την παροχή της εργασίας και τα νόμιμα, και αν ακόμη έχει συμφωνηθεί να καταβάλει τον μισθό ο τρίτος, βαρύνουν εις ολόκληρον κατά τη διάρκεια της παροχής της εργασίας στον τρίτο, και τον αρχικό εργοδότη και όχι μόνον αυτόν που απολαμβάνει των υπηρεσιών του μισθωτού, εκτός αν υφίσταται ειδική και ρητή συμφωνία περί της απαλλαγής του, αφού αυτό θα αποτελούσε σύμβαση τροποποιητική της αρχικής σύμβασης. Η προαναφερθείσα γνήσια σύμβαση δανεισμού εργασίας διαφοροποιείται από τη "μη γνήσια σύμβαση δανεισμού" που ρυθμίζεται ήδη από τις διατάξεις των άρθρων 20 επ. του Ν. 2956/2001, κατά τις οποίες συνιστώνταν Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης στις οποίες οι εργαζόμενοί τους δεν προσφέρουν την εργασία τους σ' αυτές αλλά σε τρίτους που θα υποδεικνύει εκάστοτε η εταιρεία αρχικός εργοδότης. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 681 Α.Κ. προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος "εργολάβος", αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το συμφωνημένο έργο και ο άλλος συμβαλλόμενος, αποκαλούμενος "κύριος του έργου", αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή (Α.Π. 216/2004). Αντικείμενο της σύμβασης αυτής είναι το αποτέλεσμα της εργασίας του εργολάβου (το έργο) και όχι η εργασία που θα παρασχεθεί από τον εργολάβο για να πραγματοποιηθεί το έργο, το οποίο αποτελεί και το ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης στο οποίο αποβλέπουν τα μέρη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: "Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος Α.Β.Ε.Ε.", η οποία ιδρύθηκε το έτος 1961, συγχωνεύθηκε ήδη με την εναγόμενη εταιρία, δυνάμει του με αριθμό .../1999 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Τσαγγάρη και απορροφήθηκε από αυτήν. Έτσι η εναγομένη υπεισήλθε έκτοτε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της πρώτης, η οποία είχε ως αντικείμενο των εργασιών της, την παραγωγή λιπασμάτων και διατηρούσε εργοστάσιο στην περιοχή πίσω από τα Διϋλιστήρια της Ε.Κ.Ο. Στα πλαίσια της σωστής λειτουργίας αυτού, προέκυπτε η ανάγκη εκτέλεσης διαφόρων εργασιών εντός του χώρου αυτού, όπως ήταν ο καθαρισμός, η ενσάκκιση, η φορτοεκφόρτωση πρώτων υλών και εμπορευμάτων κλπ, το μέγεθος τωv οποίων δεν μπορούσε να είναι εκ των προτέρων γνωστό και για το λόγο αυτό η ανωτέρω συγχωνευθείσα εταιρία, δεν ήθελε να διαθέτει δικό της προσωπικό για τη διεκπεραίωση τους, αλλά επέλεξε να τις αναθέτει σε τρίτους οι οποίοι διέθεταν το απαραίτητο εργατικό προσωπικό, δυνάμει μειοδοτικών διαγωνισμών. Έτσι η ανωτέρω εταιρία, προκήρυσσε κάθε χρόνο και κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Οκτωβρίου μέχρι του μηνός Δεκεμβρίου μειοδοτικό διαγωνισμό, στον οποίο συμμετείχαν οι ενδιαφερόμενοι εργολάβοι, οι οποίοι αποδεχόμενοι τους όρους των εκάστοτε προκηρύξεων, υπέβαλαν τις σχετικές προσφορές τους, οι οποίες περιελάμβαναν την προσφερόμενη τιμή μικτής εργατοώρας (ή του ημερομισθίου), με βάση την οποία θα αμείβονταν το ανειδίκευτο προσωπικό που θα απασχολούνταν στις ανωτέρω εργασίες, ξεχωριστά για τις εργάσιμες ημέρες και για τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Έτσι κατά το χρονικό διάστημα του επόμενου έτους του διαγωνισμού, εφόσον παρίστατο η ανάγκη εκτέλεσης οποιασδήποτε των ανωτέρω εργασιών, καλούνταν ο αναδειχθείς μειοδότης, να τις διεκπεραιώσει, με το προσωπικό που αυτός διατηρούσε, η αμοιβή του οποίου υπολογίζονταν μετά το πέρας των εργασιών, με βάση την τιμή εργατοώρας που αυτός είχε προσφέρει, πολλαπλασιαζόμενη με τον αριθμό των ωρών που είχε απασχοληθεί ο κάθε εργαζόμενος, όπως αυτό προέκυπτε από τις σχετικές καταστάσεις που τηρούσε η συγχωνευθείσα εταιρία. Για το σκοπό αυτό, συστάθηκε το έτος 1991, η ενάγουσα ετερόρρυθμη εταιρία, με ομόρρυθμο μέλος αυτής το Χ, ο οποίος μέχρι το παραπάνω έτος, απασχολούνταν με την εκτέλεση τεχνικών και οικοδομικών έργων εντός του χώρου του εργοστασίου της εν λόγω εταιρίας, είτε με την ατομική του επιχείρηση είτε ως συνεργάτης άλλων τεχνικών εταιριών. Αποδείχθηκε επίσης, ότι κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1991, 1992, 1993, 1994 και 1995 η ενάγουσα αναδεικνύονταν συνεχώς μειοδότρια των εκάστοτε διαγωνισμών που προκήρυσσε η συγχωνευθείσα εταιρία για την εκτέλεση των προαναφερθεισών εργασιών και ότι απασχόλησε το αναφερόμενο στην αγωγή εργατικό προσωπικό, στις ώρες και τις ημέρες που αναφέρονται σ' αυτήν, (περιστατικά που δεν αμφισβητούνται ρητά από την εναγομένη), έλαβε δε ως αμοιβή της, 1) για το έτος 1991 το ποσό των 51.784.292 δρχ., 2) για το έτος 1992 το ποσό των 87.474.053 δρχ., 3) για το έτος 1993 το ποσό των 73.071.382 δρχ., 4) για το έτος 1994 το ποσό των 146.702.704 δρχ., 5) για το έτος 1995 το ποσό των 6.865.100 δρχ. και 6) για το έτος 1996 (που δεν είναι επίδικο), το ποσό των 3.241.995 δρχ., ήτοι συνολικά το ποσό των 369.535.526 δρχ. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών πλήρως προκύπτει κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι καταρτισθείσες κατά τα ανωτέρω έτη διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ της ενάγουσας και της συγχωνευθείσας εταιρίας, έχουν το χαρακτήρα της συμβάσεως έργου και όχι του δανεισμού εργασίας, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα, με οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, μορφές αυτής, είτε δηλαδή ως γνήσιος δανεισμός είτε ως μη γνήσιος δανεισμός εργασίας. Την κρίση του αυτή στηρίζει το Δικαστήριο ιδιαίτερα: 1) στο γεγονός ότι η απασχόληση των εργατών που ανήκαν στο δυναμικό της επιχείρησης της ενάγουσας ενάγοντα, γινόταν για την εκπλήρωση συγκεκριμένων υποχρεώσεων αυτής έναντι της συγχωνευθείσας εταιρίας, τις οποίες αυτή ανελάμβανε με βάση τη σύμβαση που καταρτίζονταν κατ' έτος μεταξύ τους και με την οποία τα μέρη απέβλεπαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα έναντι αμοιβής η οποία, όπως και η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται, ανέρχονταν σε ποσοστό 20% επί της συνολικής δαπάνης (προσφερθείσα τιμή εργατοώρας ή ημερομισθίου, πλέον ασφαλιστικής εισφοράς), 2) στο γεγονός ότι σκοπός της ενάγουσας, όπως προκύπτει από το συμφωνητικό συστάσεως αυτής, ήταν "... η εκτέλεση βιομηχανικών βοηθητικών τεχνικών εργασιών και άλλων συναφών έργων και εργασιών, με μηχανήματα δικά της και προσωπικό (δικό της ..." και όχι η κατ' επάγγελμα (με αμοιβή), παραχώρηση σε τρίτους εργατικού προσωπικού, 3) στο γεγονός ότι η με τον παραπάνω τρόπο συμφωνία για την αμοιβή της, όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίθεση με απαγορευτική διάταξη νόμου, αλλ' αντίθετα βρίσκεται μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 681 και 361 ΑΚ. Δεν είναι δε νοητή στην περίπτωση του γνήσιου δανεισμού εργασίας, αφού στα πλαίσια αυτής, μόνον ειδικότερες συμφωνίες μεταξύ του δανείζοντος εργοδότη και του δανειζόμενου, μπορούν να υπάρξουν, σε σχέση με την ανάληψη της ευθύνης πληρωμής της εργατικής δαπάνης από το δεύτερο και την απαλλαγή του πρώτου, 4) ότι η ενάγουσα, όπως και η ίδια δέχεται, έλαβε τη συμφωνημένη κατά τα άνω αμοιβή της και διεκδικεί επί πλέον χρηματικά ποσά, στηριζόμενη σε μεγαλύτερες από τις προσφερθείσες τιμές εργατοώρας, επικαλούμενη ιδιαίτερες συμφωνίες με τους τότε εκπροσώπους της ανωτέρω εταιρίας ή με τους εμφανισθέντες εκπροσώπους αυτής, οι οποίες ακόμη και αν υπήρξαν, ασφαλώς και δεν μπορεί vα γίνει δεκτό ότι εξέφραζαν την "επίσημη" θέση της εταιρίας, αφού με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την προσφορά από την ενάγουσα χαμηλότερων τιμών πληρωμής της εργαοτώρας ή του ημερομισθίου, από εκείνες που προέβλεπαν οι Ε.Σ.Σ.Ε. κα την εν συνεχεία, έξω από τους όρους του διαγωνισμού, κάλυψη της προκύπτουσας επί πλέον διαφοράς από τη συγχωνευθείσα εταιρία σε μεταγενέστερο χρόνο, θα υπήρχε προφανής καταστρατήγηση του διαγωνισμού, πέραν του ότι δημιουργεί και την εντύπωση ότι επιδείχθηκε ανεπίτρεπτη εύνοια προς την ενάγουσα, ώστε να αναδεικνύεται πάντοτε αυτή μειοδότρια. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι η ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι απασχοληθέντες στις ανωτέρω εργασίες, ανειδίκευτοι εργάτες, εμφανίζονται στις καταστάσεις της συγχωνευθείσας εταιρίας ως "προσωπικό" αυτής, καθόσον, τούτο ήταν κατά λογική ακολουθία αναγκαίο, αφού αυτή έπρεπε να ελέγχει τις ώρες και τις ημέρες εργασίας αυτών, ώστε να μπορεί να υπολογίσει τη σχετική δαπάνη και την εν συνεχεία αμοιβή της ενάγουσας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα με τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό αποδέχονταν και τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής της και της σχετικής δαπάνης πληρωμής των αμοιβών του προσωπικού της, ήτοι με την έκδοση επιταγών εκ μέρους της συγχωνευθείσας εταιρίας και όχι με μετρητά.
Συνεπώς το επικαλούμενο από αυτήν γεγονός της αναγκαστικής προεξόφλησης των συγκεκριμένων επιταγών που αναφέρει στην αγωγή της για να καλύψει τις αμοιβές του προσωπικού της, τις ασφαλιστικές του εισφορές κλπ και της συνεπεία εαυτού του γεγονότος απώλειας ποσοστού 8% επί των χρηματικών ποσών που αναγράφονται στις εν λόγω επιταγές, δεν αποτελεί συμβατική ή άλλου είδους ζημία αυτής, ούτε εξ άλλου από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε οποιαδήποτε συμφωνία ανάληψης της σχετικής ευθύνης κάλυψης της απώλειας, από τη συγχωνευθείσα εταιρία σε μεταγενέστερο χρόνο. Αποδείχθηκε επίσης ότι η ενάγουσα εταιρία ως υπόχρεως καταβολής του Φ.Π.Α. για το έτος 1994, υπέβαλε προσωρινή δήλωση μόνο για το πρώτο δίμηνο του εν λόγω έτους και όχι και για τα υπόλοιπα δίμηνα, ενώ παρέλειψε vα υποβάλει την εκκαθαριστική δήλωση, με αποτέλεσμα η αρμόδια φορολογική Αρχή, αφού έλαβε υπόψη της τα δεδομένα που προέκυπταν από τα βιβλία και τα λοιπά φορολογικά στοιχεία της εταιρίας, (ιδιαίτερα την αξία των φορολογητέων εκροών και εισροών κλπ.), να επιβάλει σε βάρος της Φ.Π.Α, πόσου 21.505.306 δρχ. πλέον προσαυξήσεων 5% για κάθε μήνα καθυστέρησης, ήτοι 30.769.047 δρχ., καθώς και ειδικό πρόστιμο 107.526.530 δρχ. (21.505.306 Χ 5), λόγω μη απόδοσης στο Δημόσιο του ανωτέρω ποσού Φ.Π.Α. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προέκυψε, κυρίως μεν ότι το καταλογισθέν ποσό (Φ.Π.Α.) συνδέεται αποκλειστικά με την προαναφερθείσα συμβατική της σχέση με την συγχωνευθείσα εταιρία, επικουρικά, δε ότι καταρτίσθηκε μεταξύ τους οποιαδήποτε ιδιαίτερη συμφωνία περί ανάληψης της σχετικής ευθύνης διεκπεραίωσης της σχετικής διαδικασίας και της καταβολής του οφειλόμενου Φ.Π.Α., από την εργοδότρια εταιρία. Τέλος αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, με βάση τους όρους της σχετικής προκήρυξης των μειοδοτικών διαγωνισμών και των εκάστοτε προσφορών της, αναλάμβανε η ίδια την υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του εργατικού της προσωπικού και συνεπώς, η ευθύνη για την οποιαδήποτε παράλειψη πληρωμής τους στο Ι.Κ.Α., βαρύνει αποκλειστικά την ίδια. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια περιστατικά και απέρριψε την αγωγή στην oυσία της, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης αυτής, ελέγχονται ως αβάσιμα". Το Εφετείο με το να απορρίψει με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας κατά της ομοίως κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχε ασκήσει αυτή κατά της αναιρεσίβλητης για την επιδίκαση συμφωνημένων απαιτήσεων από τη λειτουργία σύμβασης γνήσιας δανεισμού εργαζομένων και για αξιώσεις αποζημίωσης από τη χορήγηση μεταχρονολογημένων επιταγών στην αναιρεσείουσα έναντι της αμοιβής της και από τη μη έγκαιρη απόδοση του Φ.Π.Α. από υπαιτιότητα της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 361, 648, 551, 661, 227, 298, 330, 914, 335, 382 του Π.Κ. καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν διαδοχικές συμβάσεις έργου στο πλαίσιο των οποίων η αναιρεσείουσα ανελάμβανε την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και του Φ.Π.Α., ενώ δεν είχε συμφωνηθεί η καταβολή αποζημίωσης για τις μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της σύμβασης έργου που λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων, και όχι της γνήσιας σύμβασης δανεισμού εργαζομένων προς τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής της αναιρεσείουσας. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους τρίτο, έκτο, όγδοο και ένατο λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 361, 648, 651, 681, 297, 298, 330, 914, 335, 382 του Α.Κ., τις οποίες η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους τρίτο, πέμπτο, όγδοο, ένατο και δέκατο λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Ειδικότερα, τα επιχειρήματα του Εφετείου με τα οποία δικαιολόγησε την κρίση του ότι στην προκειμένη περίπτωση συμφωνήθηκε και λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου και όχι γνήσια σύμβαση δανεισμού εργαζομένων, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, και δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα, και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 άρθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Εξ άλλου, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης για την κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων διαδοχικών συμβάσεων έργου στο πλαίσιο μειοδοτικών διαγωνισμών, που προκήρυσσε η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης έχουν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες και δεν εμφανίζουν τις ελλείψεις, περί των οποίων ο πέμπτος λόγος αναίρεσης, ως προς το είδος των διαγωνισμών των συμβάσεων έργου που καταρτίζονταν διαδοχικά, το περιεχόμενό τους και τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών. Περαιτέρω, η παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του εργολάβου και υπεύθυνου έναντι του ΙΚΑ για το προσωπικό που χρησιμοποιούσε, ανελάμβανε συμβατικά την επιμέλεια διεκπεραίωσης και των υποχρεώσεων καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του εργατικού του προσωπικού και των υποχρεώσεων απόδοσης του Φ.Π.Α. στο πλαίσιο των διαδοχικά καταρτιζόμενων συμβάσεων έργου, δεν ενέχει αντίφαση σε σχέση με την περαιτέρω παραδοχή ότι η συμφωνημένη αμοιβή (τιμή) των υπηρεσιών της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο των ίδιων συμβάσεων περιελάμβανε ενοποιημένες και τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές επί του συμφωνημένου ημερομισθίου και όχι εκείνων που πράγματι έπρεπε να υπολογισθεί έναντι του Ι.Κ.Α., η παραδοχή αυτή δε στηρίζει επαρκώς το απορριπτικό διατακτικό των αντίστοιχων αξιώσεων του αναιρεσείοντος όσο στηρίζονταν επίσης στη λειτουργία ανύπαρκτης σύμβασης δανεισμού εργασίας, που δεν αποδείχθηκε ως υπαρκτή. Τέλος, η παραδοχή της προσβαλλομένης ότι στην αναιρεσείουσα εργολάβο καταβλήθηκε το σύνολο της συμφωνημένης αμοιβής της στηρίζει επαρκώς το απορριπτικό διατακτικό στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 416 Α.Κ., αφού οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσείουσας για τις αποδοχές του προσωπικού της στηρίζονται αποκλειστικά στη λειτουργία μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανεισμού εργασίας, που δεν αποδείχθηκε ως υπαρκτή. Εξ άλλου, οι ίδιοι λόγοι της αναίρεσης τρίτος, πέμπτος, όγδοος, ένατος και δέκατος κατά την σ'αυτούς κατά το άλλο μέρος των περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα, περί του κατά πόσο, δηλαδή, λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δανεισμού εργαζομένων, και όχι σύμβαση έργου, και κατά πόσο η αναιρεσίβλητη είχε υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης για τις μεταχρονολογημένες επιταγές και από τη διαχείριση του Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά την αναιρεσείουσα σε αντίθεση με το ότι πράγματι μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε σύμβαση δανεισμού εργασίας και η αναιρεσίβλητη βαρυνόταν με τις πιο πάνω υποχρεώσεις αποζημίωσης είναι απαράδεκτο, αφού κατά τα προεκτιθέμενα το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τους ίδιους δε λόγους, κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερόμενων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου, το αποδεικτικό πόριμα της προσβαλλομένης στηρίζεται στη δέουσα συνεκτίμηση όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων και επομένως ο ενδέκατος λόγος αναίρεσης κατά το άλλο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ως προς την εξόφληση των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας, κρίνεται αβάσιμος.
ΙΙ. Από τις ίδιες παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι "... στις καταστάσεις της αναιρεσίβλητης που επισυνάπτονται στην αγωγή εμφανίζονται ως "προσωπικό" αυτής οι εργάτες που χρησιμοποιούσε η αναιρεσείουσα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως εργολάβου, γιατί αυτό ήταν αναγκαίο για να υπολογίζεται το κόστος εργασίας και η εν συνεχεία συμφωνημένη αμοιβή της αναιρεσείουσας", προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η εξώδικη ομολογία της αναιρεσίβλητης για τις ώρες εργασίας που προέκυπταν από τις ίδιες καταστάσεις, όχι όμως στο πλαίσιο σύμβασης δανεισμού εργασίας. Επομένως, τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον ενδέκατο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το μέρος του με το οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη πλημμέλειες από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ΚΠολΔ, κρίνονται αβάσιμα γιατί στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
ΙΙΙ. Τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή οι αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την εν γένει επαγγελματική ενασχόληση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (Κ.Πολ.Δ 336 παρ. 4), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες (Κ.Πολ.Δ 559 αριθ. 1) (Ολ. Α.Π. 8/2005). Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β' του Κ.Πολ.Δ., η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δημιουργεί λόγο αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ' αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης που για να είναι ορισμένος θα πρέπει να αναφέρονται σ' αυτόν τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάστηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα, για την ανεύρεση της αληθινής εννοίας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το Δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 120/2004), οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 β' του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ "ότι το Εφετείο για να καταλήξει στην κρίση του ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθησαν διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου και όχι σύμβαση δανεισμού εργασίας παραβίασε του κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 384, 648, 651 και 681 του ΑΚ, με την υπαγωγή σ' αυτό του διδάγματος της κοινής πείρας "ότι επί δανεισμού εργασίας, εκτός αντιθέτου συμφωνίας, ο δανειζόμενος έχει υποχρέωση αποζημίωσης του αρχικού δανειστή για όλες τις δαπάνες αμοιβής και ασφάλισης του παραχωρουμένου προσωπικού και επί πλέον να καταβάλει αλώβητη τη συμφωνηθείσα ειδική αμοιβή του". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος και απορριπτέος, γιατί η αναιρεσείουσα υπό το πρόσχημα της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρ. 361, 648, 651, 681 του ΑΚ) μέσω της χρησιμοποίησης του πιο πάνω διδάγματος της κοινής πείρας για τη διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών, πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων.
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκφραση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ.ΑΠ 14/2005 και 2/2008). Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την 1.1.2002, που τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2915/2001, προκύπτει ότι η ένορκη βεβαίωση στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τους μάρτυρες και τα έγγραφα και γι' αυτό όταν προσκομίζεται τέτοιο αποδεικτικό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει ειδικά να αναφέρεται στην απόφαση ότι αυτό έχει ληφθεί υπόψη και ότι λήφθηκε μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου (Α.Π. 605/2001). Με τους πρώτο και όγδοο λόγους του αναιρετηρίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ. ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε για την απόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού της αναιρεσείουσας για τη λειτουργία μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανεισμού εργασίας και για την ύπαρξη απαίτησης αποζημίωσης από τη μη έγκαιρη απόδοση του Φ.Π.Α. από υπαιτιότητα της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης: Α) τις υπ' αριθ. .../23.4.2003 και .../17.5.2005 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ..., ... και ..., που δόθηκαν ύστερα από νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης, Β) τα τιμολόγια της παροχής υπηρεσιών, τα αποδεικτικά δε αυτά στοιχεία είχε νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του στο Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, πλην άλλων αποδεικτικών μέσων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που του είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει νομίμως οι διάδικοι και όλες τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και όλες ανεξαιρέτως τις ένορκες βεβαιώσεις, και από το όλο περιεχόμενο εκείνης της απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ρητά ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας για τη λειτουργία σύμβασης δανεισμού εργασίας, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, και τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία (των οποίων το περιεχόμενο, όπως καθορίζεται στο αναιρετήριο, ρητά αποκρούεται από το Εφετείο με τη συνεκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων), για να καταλήξει στο απορριπτικό αποδεικτικό του πόρισμα, οι δε σχετικοί λόγοι αναίρεσης κρίνονται αβάσιμοι.
V. Κατά το άρθρο 245 παρ. 1 ΚΠολΔ. που εφαρμόζεται και στην κατ' έφεση διαδικασία (524 παρ. 1 ΚΠολΔ), το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση. Οι διασαφήσεις που παρέχονται από τους διαδίκους που εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο δεν αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο διαφορετικό από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, αλλά υπόκεινται σε δικαστική αξιολόγηση ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, εάν δε το δικαστήριο διαμορφώσει στην πεποίθηση του αποκλειστικά και μόνο με βάση τις κατά το άρθρο 245 ΚΠολΔ διασαφήσεις, η απόφαση τους υπόκειται εις αναίρεση, διότι λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν επιτρέπει ο νόμος (άρθ. 559 αριθ. 11 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 148/1996). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο κατέληξε στο πόρισμά του, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις και εγγράφων) και αξιολόγησε συνεκτιμώντας τις διασαφήσεις που παρέσχον για την ένδικη υπόθεση οι διάδικοι, των οποίων διατάχθηκε η αυτοπρόσωπη στο ακροατήριο του εφετείου εμφάνιση για παροχή πληροφοριών και διασαφήσεων με παρεμπίπτουσα απόφασή του. Ο δεύτερος επομένως λόγος της αίτησης με τον οποίο η αναιρεσείουσα παραπονείται ότι οι διασαφηνίσεις των διαδίκων ελήφθησαν υπόψη από το Εφετείο ως αποδεικτικό μέσο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VI. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας όταν κατά την ανέλεγκτη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε να προκύπτει από αυτήν έμμεσα όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπιστώσεώς της, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Μόνη η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της συμβάσεως τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτές. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα "συναλλακτικά ήθη (Ολ.ΑΠ 26/2004, Α.Π. 1183/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς να διαγνώσει ούτε και εμμέσως την ύπαρξη κενού στη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, δέχθηκε ευθέως ότι οι ένδικες συμβάσεις είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων έργου και όχι συμβάσεων δανεισμού εργαζομένων, η δε εκ μέρους της αναιρεσείουσας μειοδοσία ήταν δεσμευτική για την εργολαβική αμοιβή της, που ήταν οριστική (τελική), και όχι ενδεικτική, ως προς την αμοιβή του προσωπικού, χωρίς να προσφύγει σε ερμηνεία των όρων των αντίστοιχων συμβάσεων. Η αιτιολογία αυτή στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς το απορριπτικό για την ένδικη αγωγή διατακτικό της προσβαλλόμενης, οι δε επί πλέον αξιολογικές κρίσεις, ως ενισχυτικές στηρίζουν επικουρικά το ίδιο διατακτικό, μέσω επιχειρημάτων που άντλησε το Εφετείο από την εκτίμηση των αποδείξεων και έτσι δεν προσβάλλονται λυσιτελώς με τον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (για παραβίαση των ΑΚ 173 και 200) που κρίνεται αβάσιμος.
VII. Εφ' όσον η προσβαλλόμενη απόφαση έχει δύο ισοδύναμες επάλληλες αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό της, εφ' όσον η μία αιτιολογία από αυτές δεν πλήττεται τελεσφόρως και λυσιτελώς με ειδικό λόγο αναίρεσης, η αναίρεση θ' απορριφθεί ως αλυσιτελής κατ' άρθ. 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ όσο απευθύνεται κατά της μίας εκ των δύο αιτιολογιών, εφ' όσον η μη πληττόμενη τελεσφόρως αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης (Ολ.Α.Π. 13/1995, 25/1994). Με τον έκτο λόγο του αναιρετηρίου από τους αριθμούς 1 και 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες αντίστοιχα, ότι το Εφετείο με την παραδοχή του ότι: "οι ιδιαίτερες συμφωνίες με τους τότε εκπροσώπους της ανωτέρω εταιρείας και αν ακόμα υπήρξαν δεν εξέφραζαν την επίσημη θέση της εταιρείας, αφού με την προσφορά στον ενάγοντα χαμηλοτέρων τιμών πληρωμής της εργατοώρας ή του ημερομισθίου, από εκείνες που προέβλεπαν οι Ε.Σ.Σ.Ε. και την εν συνεχεία έξω από τους όρους του διαγωνισμού κάλυψη της προκύπτουσας επί πλέον διαφοράς από τη συγχωνευθείσα εταιρεία σε μεταγενέστερο χρόνο, θα υπήρχε προφανής καταστρατήγηση του διαγωνισμού, πέραν του ότι δημιουργεί και την εντύπωση ότι επιδείχθηκε ανεπίτρεπτη εύνοια προς την ενάγουσα, ώστε να αναδεικνύεται πάντοτε αυτή μειοδότρια" έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 178 του Α.Κ. Ο λόγος αυτός στηρίζει το βασικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε σύμβαση δανεισμού εργαζομένων και ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στο μειοδοτικό διαγωνισμό ήταν εικονική. Η κατά νόμο επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν διαδοχικές συμβάσεις μισθώσεως έργου στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, και δεν πλήττεται λυσιτελώς με το αναιρετήριο με κανένα λόγο και επομένως ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης κρίνεται αλυσιτελής και απορριπτέος.
VIII. 0 λόγος αναίρεσης του αριθ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την, έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ.ΑΠ 3/1997, Α.Π. 1933/2006). Εξ άλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 904 εδ. α' του Α.Κ. όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β' της ίδιας διάταξης περ. α' η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (Α.Π. 16/2008). Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει, έστω και επικουρικά, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (Α.Π. 2019/2007). Εν όψει όμως των οριζομένων από τις διατάξεις των αρθρ. 219 και 106 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη. γενική δικονομική αρχή "jura novit curia", από τα οποία προκύπτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των προσαγόμενων πραγματικών γεγονότων όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλόμενου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν κατά τα εκτιθέμενα σ' αυτήν πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, γιατί ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) θέληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του (Α.Π. 725/2004). Με τους έβδομο και δωδέκατο λόγους αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του: α) τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας με την έννοια του "πράγματος" ότι συνήψε με τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης άτυπες συμβάσεις με τις οποίες συμφώνησε με εκείνη να καταβάλει σ'αυτήν τη διαφορά μεταξύ της ενδεικτικής "εικονικής" αξίας του ωρομισθίου (εργατοώρας) και του πραγματικού νόμιμου ωρομισθίου κατά τον κρίσιμο χρόνο πραγματοποιήσεως της εργασίας των εργαζομένων και β) την επικουρική βάση της αγωγής της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, γιατί το μεν πρώτο ισχυρισμό τον απέρριψε το Εφετείο εκ του πράγματος ως αβάσιμο, αφού δέχθηκε ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς αυτά που συγκροτούν τον ισχυρισμό αυτό, ενώ η επικουρική βάση της αγωγής ήταν νομικά αβάσιμη κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα νομική σκέψη, γιατί στηρίχθηκε στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η κύρια αγωγική βάση της νόμιμης υποχρέωσης, με την πρόσθετη έννοια μόνο της ανυπαρξίας της.
IX. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Από τη διατύπωση της η διάταξη αυτή αφορά μόνο έγγραφο, και όχι μαρτυρική κατάθεση, ενώ ως έγγραφο νοούνται μόνο όσα προβλέπονται από τα άρθρα 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, και όχι τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης. Για να δημιουργηθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να έχει γίνει επίκληση του εγγράφου στην κατ' έφεση δίκη, διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, ως παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου που ιδρύει τον ίδιο λόγο αναίρεσης, και η οποία πρέπει να είναι προφανής, υπάρχει όταν το Δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενο του κάτι το διαφορετικό από το πραγματικό (Ολ.ΑΠ 1/1999). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος (ΑΠ 442/1993). Από δε το συνδυασμό της πιο πάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠoλΔ προκύπτει ότι δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός αναίρεσης και την περίπτωση, κατά την οποία, από την αποδεικτική αξιολόγηση του περιεχομένου του εγγράφου, κατέληξε το δικαστήριο με την συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου, παρά μόνο με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν με αυτό, η οποία δεν υπόκειται σε έλεγχο του Αρείου Πάγου, και ο αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 413/1993). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, για να καταλήξει στην κρίση ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθησαν διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου και ότι η αναιρεσείουσα είχε υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών του εργατικού προσωπικού και να απορρίψει τον σχετικό αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και την έφεσή της στηρίχθηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις των εκατέρωθεν εξετασθέντων μαρτύρων, και σε όλα τα έγγραφα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι με τις έγγραφες προτάσεις τους, μεταξύ των οποίων και τους όρους της σχετικής προκήρυξης των μειοδοτικών διαγωνισμών και των εκάστοτε προσφορών της αναιρεσείουσας. Προβάλλει ειδικά δε ως προς τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα η αναιρεσείουσα ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων. Υπ' αυτά, όμως τα δεδομένα, και καθ' όσον αφορά τα πιο πάνω φερόμενα ως παραμορφωθέντα έγγραφα ούτε η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ούτε και προκύπτει από το σύνολο αυτών που ιστορεί στην αίτηση και κυρίως από αυτή την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα παραπάνω έγγραφα για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά της. Αντιθέτως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το Εφετείο κατέληξε στο άνω αποδεικτικό του πόρισμα, ύστερα από τη συνεκτίμηση και όλων των άλλων στοιχείων. Επομένως ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 20 του Κ.Πολ.Δ., ένατος λόγος αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος του, είναι από την αιτία αυτή προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τα λοιπά δε, ο ίδιος πιο πάνω λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 20 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί όπως από το περιεχόμενό του προκύπτει, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η αναιρεσίβλητη είχε υποχρέωση καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, πλήττοντας πλέον την αντίθετη ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου, που ανάγεται σε πράγματα, και σαν τέτοια, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (αρθρ. 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.).
Μετά τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στην εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης για τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε (άρθ. 17β και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-10-2006 αίτηση της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Χ και Σία Ε.Ε." και το διακριτικό τίτλο "..." για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1452/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαίου 2010 . Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ