ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕφΑθ 3292/2018 Εταιρία ετερόρρυθμη

Αριθμός:
3292
Έτος:
2018
Δικαστήριο:
Τόπος:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
29/06/2018
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΔΕΕ, 5/2019, σελ. 720 - 722
ΔΕΕ, 8-9/2019, σελ. 1113 - 1113
Σχόλια/Παρατηρήσεις:
Μιχαήλ-Θεόδωρος Μαρίνος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Αρ. Λέξεων:
6092
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ. Εκούσια έξοδος εταίρου από ΕΕ. Δικαίωμα λήψης της αξίας της συμμετοχής του. Προϋπόθεση επί εταιριών ορισμένου χρόνου η συνδρομή σπουδαίου λόγου. Για την καταβολή της αξίας της συμμετοχής δεν ευθύνονται προσωπικά οι ομόρρυθμοι εταίροι, παρά μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Κρίσιμα στοιχεία προσδιορισμού αξίας εταιρικής συμμετοχής. Τεταμένες σχέσεις μεταξύ των εταίρων ως σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί την καταβολή της αξίας της συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός Αποφάσεως 3292/2018
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 13ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Χαλικιά, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 19η Απριλίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α) Των εκκαλούντων 1) Της τελούσας υπό εκκαθάρισης ετερρόρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού..., νομίμως εκπροσωπουμένης από τον εκκαθαριστή της 2)... του ..., κατοίκου Αθηνών, οδός..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ευανθία Γιασματζή και Δημοσθένη Δημοσθένους με δήλωση κατ'άρθρο 242 ΚΠολ.Δ, που κατέθεσαν προτάσεις.
Του εφεσίβλητου: ... του ..., κατοίκου Ψυχικού Αττικής, οδός ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Θεόδωρο Κατσά και Γεώργιο Σαλίβερο, που κατέθεσαν προτάσεις.
Β) Του εκκαλούντος: ... του ..., κατοίκου Ψυχικού Αττικής, οδός ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Θεόδωρο Κατσά και Γεώργιο Σαλίβερο, που κατέθεσαν προτάσεις.
Των εφεσίβλητων 1) Της τελούσας υπό εκκαθάρισης ετερρόρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού..., νομίμως εκπροσωπουμένης από τον εκκαθαριστή της 2)... του..., κατοίκου Αθηνών, οδός..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ευανθία Γιασματζή και Δημοσθένη Δημοσθένους με δήλωση κατ'άρθρο 242 ΚΠολ.Δ, που κατέθεσαν προτάσεις.
Στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατατέθηκε με αύξ. αριθ. εκθ. καταθ..../18-2-2014 η από 17-2-2014 αίτηση του ήδη εφεσίβλητου- εκκαλούντος. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1466/2015 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τόσο οι καθ'ων η αίτηση με την από 18-7-2015 έφεσή τους, που πήρε αύξ. αριθ. εκθ. καταθ..../2015 (αριθ. Εφετείου.../2015), όσο και ο αιτών με την από 22-7-2015 έφεσή του, που πήρε αύξ. αριθμ. εκθ. κατάθ..../2015 (αριθμ. Εφετείου.../2015).
Για τη δεύτερη έφεση ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 4-2-2016, οπότε αναβλήθηκε για τις 21-4-2016, κατά την οποία είχε προσδιοριστεί η πρώτη έφεση. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο οι υποθέσεις, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν αναβλήθηκαν λόγω αποχής των δικηγόρων για τις 18-5-2017, ενώ κατά τη δικάσιμο αυτή αναβλήθηκαν εκ νέου λόγω αποχής των δικηγόρων για τις 14-12-2017. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση ματαιώθηκε λόγω αποχής της ΑΔΕΔΥ. Ήδη με την από 15-12-2017 κλήση του εκκαλούντος- αιτούντος, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεση κατάθεσης .../2017 ορίστηκε δικάσιμος και για τις δύο υποθέσεις η 19-4-2018, κατά την οποία συνεκφωνήθηκαν οι υποθέσεις από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, αφού παραστάθηκαν οι διάδικοι όπως παραπάνω αναφέρεται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως εισάγονται προς συζήτηση με την από 15-12-2017 κλήση του εκκαλούντος- αιτούντος οι από 18-7-2015 και 22-7-2015 εφέσεις των καθ'ων η αίτηση και του αιτούντος αντίστοιχα, μετά από ματαίωση της συζήτησής τους κατά τη δικάσιμο της 15-12-2017. Οι ανωτέρω εφέσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω πρόδηλης συνάφειάς τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Οι προρρηθείσες εφέσεις κατά της υπ'αριθμ. 1466/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την εκούσια δικαιοδοσία, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η επίδοση της εκκαλουμένης στους καθ'ων η αίτηση έλαβε χώρα στις 24-6-2015 και οι υπό κρίση εφέσεις ασκήθηκαν στις 24-7-2015 και 23-7-2015 αντίστοιχα (άρθρα 19,495 παρ. 1 &2, 511, 513 παρ. 1 εδ.β’, 516, 517, 518 παρ.1 & 520 ΚΠολΔ). Επομένως, οι εφέσεις, για το παραδεκτό των οποίων έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (επισημαίνεται ότι με τις υπ'αριθμ. 52633/1-7-2015 και 54718/7-7-2015 αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες λόγω τραπεζικής αργίας και της ανακήρυξης του δημοψηφίσματος, οπότε παραδεκτώς κατατέθηκε το σχετικό παράβολο από τους εκκαλούντες της από 18-7-2015 έφεσης στις 27-7-2015), θα πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532, 533 ΚΠολΔ).
Ο αιτών εξέθετε στην υπό κρίση αίτησή του ότι στις 31-1-2005 συνέστησε με τον δεύτερο καθ'ου η αίτηση και με τον... την πρώτη καθ'ης ετερρόρυθμη εταιρία, με την επωνυμία «... και Σία ΕΕ», στην οποία ετερρόρυθμος εταίρος ήταν ο ίδιος και ομόρρυθμοι εταίροι οι λοιποί. Ότι ο... μεταβίβασε στην συνέχεια νομίμως το εταιρικό του μερίδιο στον δεύτερο καθ'ου στις 8-3-2005, οπότε ο τελευταίος κατέστη μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της εταιρίας με ποσοστό συμμετοχής στην εταιρική περιουσία 63%. Ότι η εταιρική σχέση δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθώς ο δεύτερος καθ' ου, ο οποίος ήταν διαχειριστής της εταιρίας, δεν κατέβαλε τις εισφορές του αιτούντος στον ΟΑΕΕ ως οφείλε, δεν επέτρεψε την πώληση του εταιρικού μεριδίου του αιτούντος σε τρίτο πρόσωπο, δεν του απέδωσε ποτέ λογαριασμό για τις εταιρικές χρήσεις και όταν αυτός ζήτησε λογοδοσία του απέστειλε καταγγελία της εταιρικής σύμβασης για να τον εκφοβίσει, ανακάλεσε πληρεξούσιο που του είχε δώσει για να προβεί στην πώληση αυτοκινήτου της εταιρίας με την αρχική συμφωνία να καρπωθεί ο νυν αιτώντο τίμημα, και δεν του κατέβαλε μερίδιο από τα κέρδη της εταιρίας, ενώ επιπλέον οι προσωπικές τους σχέσεις ήταν κακές, με αποτέλεσμα να είναι δυσβάσταχτη η συνέχιση της συνεργασίας μεταξύ τους. Ότι για αυτό το λόγο αναγκάστηκε ο αιτώνμε εξώδικη δήλωσή του στις 8-11-2012 να ασκήσει το δικαίωμα εξόδου του από την εταιρία για σπουδαίο λόγο, όπως ειδικότερα τον εξειδικεύει. Ότι την 8-11-2012 έπαυσε πλέον να αποτελεί ετερρόρυθμο εταίρο της εταιρίας, η οποία κατέστη εξ αυτού του λόγου κατά μετατροπή εκ του Νόμου μονοπρόσωπη ομόρρυθμη εταιρία. Ότι η τελευταία διαγράφηκε στις 18-1-2013 από το ΓΕΜΗ, λόγω μη εισόδου νέου εταίρου και την ίδια ημερομηνία συστήθηκε από τον δεύτερο καθ'ων ατομική επιχείρηση με διακριτικό τίτλο “...”, με αντικείμενο το ίδιο με εκείνο της εταιρίας, ήτοι υπηρεσίες παροχής γευμάτων με πλήρη εξυπηρέτηση εστιατορίου, ταβέρνας, ψησταριάς, και την ίδια έδρα. Ότι η συγκεκριμένη ατομική επιχείρηση ουσιαστικά διαδέχθηκε από οικονομικής απόψεως την εταιρία στην δραστηριότητά της, έχει την ίδια έδρα με αυτή και την λειτουργεί ο δεύτερος των καθ'ων μετά τη μεταβίβαση σε αυτήν λόγω πωλήσεως του συνόλου του ενεργητικού της την 18-1-2013. Ότι ο αιτών παρότι ζήτησε την πλήρη αξία της εταιρικής του συμμετοχής, ουδέν του καταβλήθηκε. Ότι τέλος η εταιρία πλούτισε αδικαιολόγητα σε βάρος του, αφού δεν κατέβαλε τις ασφαλιστικές του εισφορές στον ΟΑΕΕ, ύψους 13.153 Ευρώ, καθώς επίσης δεν του κατέβαλε το ποσό των 11.032 Ευρώ, το οποίο ο ίδιος πλήρωσε για λογαριασμό της εταιρίας για την μίσθωση αυτοκίνητου από την εταιρία «... ΑΕ». Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσε, α) ι) να αναγνωριστεί ο σπουδαίος λόγος εξόδου του από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ», ιι) να αναγνωριστεί η αξίωσή του έναντι των καθ'ων και να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, την πλήρη αξία της εταιρικής του συμμετοχής, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 222.000 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 8-11-2012, οπότε άσκησε το δικαίωμα εξόδου από την εταιρία, άλλως από την επίδοση της αιτήσεως καθώς και β) το ποσό κατά το οποίο η εταιρία πλούτισε αδικαιολόγητα σε βάρος του, ήτοι το ποσό των 24.185 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 8-11-2012, οπότε άσκησε το δικαίωμα εξόδου του από την εταιρία, άλλως από την επίδοση της αιτήσεως. Επικουρικά ζητούσε όλα τα προαναφερόμενα ποσά από τον δεύτερο καθ'ου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή εν μέρει την αίτηση και εκτιμώντας το αίτημά της αναγνώρισε την υποχρέωση των καθ'ων η αίτηση να καταβάλουν στον αιτούντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 133.200 Ευρώ, το οποίο αποτελεί την αξία της εταιρικής του συμμετοχής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αιτήσεως, ενώ απέρριψε ως απαράδεκτο το κονδύλιο ύψους 24.815 Ευρώ, το οποίο ζητούσε ο αιτώνκατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κρίνοντας ότι ως προς αυτό έπρεπε να εφαρμοστεί η τακτική διαδικασία.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο οι καθ'ων η αίτηση, όσο και ο αιτώνκαι επικαλούμενοι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν, οι μεν πρώτοι την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να απορριφθεί η αίτηση, ο δε δεύτερος την εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ'ολοκληρία η αίτησή του.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 2 του ν. 4072/2012, στην ετερόρρυθμη εταιρία, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία, ενώ κατά το άρθρο 261 του ν. 4072/2012, ο εταίρος μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρία και τους λοιπούς εταίρους, να εξέλθει εκουσίως από την εταιρία. Ειδικότερα, στον εταίρο που δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη συμμετοχή του στην εταιρία, παρέχεται η δυνατότητα, να εξέλθει εκουσίως από αυτήν με μονομερή δήλωση απευθυντέα στους υπόλοιπους εταίρους και την εταιρία. Έχει δηλαδή το δικαίωμα να καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, χωρίς να πρέπει να αναμένει την κρίση του δικαστηρίου, όπως γινόταν στο προγενέστερο δίκαιο όπου η καταγγελία της εταιρίας επέφερε τη λύση της και ως εκ τούτου την έξοδο του εταίρου από αυτήν. Η εν λόγω καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής, που γίνεται όπως αναφέρθηκε με μονομερή του δήλωση (απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρία), έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται να επικυρωθεί από το δικαστήριο, καθώς επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της, ήτοι την έξοδό του από την εταιρία και τη συνέχιση της λειτουργίας της με τους λοιπούς εταίρους, από τη στιγμή που η δήλωση αυτή θα περιέλθει στην εταιρία και τους εταίρους. Ο εξερχόμενος εταίρος (όπως και ο αποκλεισμένος) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 § 2 του ν. 4072/2012, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σ’ αυτήν την περίπτωση εάν μεν η εταιρία είναι αορίστου χρόνου, η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου καταβάλλεται σε εκείνον στο τέλος της εταιρικής χρήσης (άρθρο 261 παρ. 2), ενώ σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της, αυτό καθορίζεται από το Μονομελές Δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 264 § 2 του ν. 4072/2012). Η συνδρομή σπουδαίου λόγου για την αποχώρηση του εξερχόμενου εταίρου είναι αδιάφορη όσον αφορά τις εταιρίες αορίστου χρόνου. Η συνδρομή του είναι ουσιώδης στις εταιρίες ορισμένου χρόνου, διότι η διάταξη του άρθρου 261 § 3, εξαρτά την καταβολή ή μη της αξίας συμμετοχής του εξερχομένου από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρία. Σπουδαίο λόγο συνιστούν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία λαμβανομένης υπόψη της φύσης της εταιρικής σχέσης ως σχέσης εμπιστοσύνης, του επιδιωκόμενου εταιρικού σκοπού και της εν γένει λειτουργίας της εταιρικής σύμβασης, καθιστούν επαχθή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη την εξακολούθηση της συμβατικής σχέσεως για τον εξερχόμενο εταίρο. Τα περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο μπορεί να αφορούν τόσο το πρόσωπο του εξερχόμενου εταίρου, όσο κα την συμπεριφορά των λοιπών εταίρων ή την κατάσταση της εταιρίας. Η αξιολόγηση της συνδρομής του σπουδαίου λόγου γίνεται ad hoc και έχει το χαρακτήρα επιπλέον της προβολής της υφιστάμενης κατάστασης στο μέλλον, ώστε να εκτιμηθεί αν η εξακολούθηση της τρέχουσας κατάστασης καθιστά αδύνατη τη συνέχιση της συμμετοχής του εταίρου. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 § 2 του ανωτέρω νόμου, σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην § 2 του άρθρου 259, ήτοι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Για τον καθορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής κρίσιμη είναι καταρχήν η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταίρου. Για τον σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει να συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή του αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβανομένων σ' αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγαθών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική απόδοση της εταιρικής επιχειρήσεως τρέχουσα και προσδοκώμενη. Θα συνεκτιμάται επίσης η καταβολή της εισφοράς από τον απελθόντα ή ειδικές περιστάσεις που αφορούν την προβλεπόμενη από την εταιρική σύμβαση συμμετοχή του στις εταιρικές υποθέσεις. Η αξίωση του αποχωρούντος εταίρου για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής απορρέει από την εταιρική σχέση (βλ. Ν. Ρόκα, Εταιρίες, σ. 45-46, 77, Αντωνόπουλο, Δίκαιο εμπορικών εταιριών I, Προσωπικές εταιρίες, 1997, σ. 145-149). Οι απαιτήσεις δε των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλ. για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, έκδ. 7η, § 12 αριθ. 4 σ. 89, Παπαγιάννη, Αρμ 2000. 19, Μπεχλιβάνη, ΕπισκΕΔ 2000..639, 643, 644, 653, 654). Έτσι, η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης τούτου κατά της εταιρίας (βλ. Ν. Ρόκα, ό.π. § 13 αριθ. 10 σ. 99), η οποία και νομιμοποιείται μόνο παθητικά προς τούτο στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου (βλ. Εφετ. Θεσ. 570/2017 δημ.. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 58/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ). Οι ομόρρυθμοι δε εταίροι, ουδόλως ευθύνονται προσωπικά κατ'άρθρο 249 παρ.1 και 258 ν. 4072/2012 για την καταβολή της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, καθόσον η ανωτέρω ευθύνη για τις εταιρικές υποχρεώσεις αφορά μόνο τις εξωτερικές σχέσεις της εταιρίας με τρίτους δανειστές και όχι τις εσωτερικές σχέσεις της εταιρίας, ήτοι τις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρίας (βλ. Β. Αντωνόπουλο, Δίκαιο προσωπικών εταιριών, ε'έκδοση, σελ. 206). Σημειωτέον ότι, κατ' άρθρο 294 § 1 του Ν, 4072/2012 περί μεταβατικών διατάξεων, ο εν λόγω Νόμος εφαρμόζεται και στις εταιρίες που -κατά την έναρξη της ισχύος του από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 11/4/2012 δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Το Εφετείο, επιλαμβανόμενο της διαφοράς, εξετάζει εάν, κατ' ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διαδικασία. Συνεπώς, έχει ως προς την αγωγή- αίτηση (εισαγωγικό δικόγραφο) την αυτή όπως και εκείνο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αγωγής- αίτησης, μεταξύ των οποίων και η νομιμοποίηση των διαδίκων, καθώς και τη νομική βασιμότητα αυτής και να την απορρίψει, αν διαπιστωθεί έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης ως απαράδεκτη ή αν λείπουν τα κατά νόμο απαιτούμενα για τη θεμελίωση της στοιχεία. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι απαράδεκτη, αβάσιμη κατά τον νόμο ή αόριστη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ' ουσία ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ως άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως απαράδεκτη, νόμω αβάσιμη κ.λπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι' αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, Ε’ έκδοση, παρ. 852, ΑΠ 629/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 805/2003 ΕλλΔνη 45, 92). Στην προκειμένη περίπτωση απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής- αίτησης για τυπικό λόγο, οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα διατακτικό (ΑΠ 40/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42 σελ. 203, ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34 σελ. 347).
Ακολούθως, επισημαίνεται ότι στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση πολλών αιτήσεων, καθώς η γενική διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολ.Δ προσαρμόζεται και στη διαδικασία αυτή, αρκεί να τηρηθούν οι προϋποθέσεις ασκήσεώς της, ήτοι να μην είναι αντιφατικές μεταξύ τους, μία τουλάχιστον από τις σωρευόμενες αιτήσεις να υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου που εισάγονται, να υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου που θα τις συνεκδικάσει, να μη σωρεύονται αιτήματα για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας μαζί με αιτήματα που υπάγονται σε άλλους είδους διαδικασία και η σύγχρονη εκδίκασή τους να μην προκαλεί σύγχυση. Στην περίπτωση που μία υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας σωρευθεί με υπόθεση αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, δεν θα διαταχθεί ο χωρισμός της τελευταίας και η παραπομπή της στο αρμόδιο Δικαστήριο για να εκδικασθεί με την προσήκουσα διαδικασία, αλλά θα απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη (βλ. Β. Μπρακατσούλα, Εκούσια Δικαιοδοσία, 2002, σελ. 83 και 34), ενόψει μάλιστα του ότι επί της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ. περί παραπομπής της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο (ΑΠ 710/1974 ΝοΒ 23.301, ΕΑ 3111/2000, Δνη 2001.1361, ΕΑ 7006/1994 ΕλλΔνη 35.1115, ΕΑ 8407/1980 ΝοΒ 29.558, Κ. Μπέη, ΠολΔ, άρθρο 46 παρ. 16, 17 σελ. 282-284). Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στην περίπτωση αυτή δεν δύναται να κρατήσει αμφότερες τις υποθέσεις και να δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία, διότι το άρθρο 591 παρ.6 ΚΠολΔ δεν βρίσκει εφαρμογή στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, καθόσον αφενός κατά ρητή επιταγή του άρθρου 741 ΚΠολ.Δ μόνο τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται στην εκούσια δικαιοδοσία, εφόσον βέβαια δεν είναι αντίθετα με τη διαδικασία αυτή, αφετέρου η υποβολή της αιτήσεως δεν μπορεί να επιφέρει τις δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής (άρθ. 215 επ. Κ.Πολ.Δ.).
Τέλος, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εφαρμόζεται κατά το ως άνω προαναφερθέν άρθρο 741 ΚΠολ.Δ και η διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολ.Δ, ως μη αντιτιθεμένη, αλλά προσαρμοζόμενη στην προκειμένη διαδικασία. Αυτό προκύπτει από τη φύση της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, η οποία είναι η αναγνωριζόμενη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια εξουσία να παρέχουν ένδικη προστασία, κατά καθοριστική λειτουργία δικαίου και άνευ υπάρξεως διαφοράς, με ενέργεια πράξεων διαπλαστικής και βεβαιωτικής (αναγνωριστικής) μορφής, επί σκοπώ κατοχυρώσεως ή προστασίας ιδιωτικού συμφέροντος (βλ. Μητσόπουλο, Η έννοια της εκούσιας δικαιοδοσίας, ΝΔ 27, 333 επ. - Μελέται Γενικής θεωρίας Δικαίου και Αστικού Δικονομικού Δικαίου, σ. 541/555). Έτσι, αντικείμενο των αποφάσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι, κατά γενική σχηματοποίηση των υπαγόμενων σ’ αυτή διαφορών, η νομική διάπλαση, η επιμέλεια για το πρόσωπο και η συνδρομή στην εκκαθάριση εννόμων σχέσεων, που συντελούνται με το διατασσόμενο ρυθμιστικό μέτρο (βλ. Μπέη, σε Μπέη Καλαβρού Σταματόπουλου, Δικονομία των Ιδιωτικών Διαφορών, σ. 235/238). Κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η βεβαίωση (αναγνώριση) υφισταμένου δικαιώματος, καθώς αναθεωρήθηκε ήδη η ευρέως υποστηριζόμενη παλαιότερα άποψη ότι αυτό είναι αντικείμενο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Η βεβαιωτική (αναγνωριστική) μορφή της δικαιοδοτικής πράξεως της εκούσιας δικαιοδοσίας μπορεί να είναι θετική ή αρνητική. Έτσι είναι δυνατή και η άσκηση θετικής ή αρνητικής αναγνωριστικής αιτήσεως, ως προς έννομη σχέση υπαγόμενη στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον συντρέχουν και οι προαπαιτούμενοι λοιποί νόμιμοι όροι, όπως είναι το έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση, όμως, εν προκειμένω δεν νοείται η, κατ' αυστηρή εννοιολογική επαλήθευση, που αποτελεί αντικείμενο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας σχέση, δηλαδή η σχέση του προσώπου προς πρόσωπο ή πράγμα, που ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο, κατ' αντιδιαστολή προς την απλή νομική κατάσταση και το απλό πραγματικό γεγονός, που αποτελούν μεν στοιχείο της έννομης σχέσεως, αλλά δεν δικαιολογούν, άνευ συνδέσεως προς αυτή, την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (βλ. σχετικώς ΑΠ 4/92, ΕλλΔ 34,.65, 127/90, ΔΕΝ 47, 277, 364/88, ΝοΒ 37, 252, 1743/87, ΣυμπλΒασ Νομολ 1993, 511, 854/86, ΕΕΝ 1987, 270 βλ. και Μπαλή, ΓενΑ σ. 73. Ράμμο, στην ΕρμΑΚ, αρ. 127 ΕΝΑΚ, αρ. 16. Μητσόπουλο, Η αναγνωριστική αγωγή, σ. 109,124 επ., 163,167. Μπέη, ΠολΔ, σ. 382, Δ 17, 56 επ. Δεληκωστόπουλο - Σινανιώτη, Ερμηνεία του ΚΠολΔ, υπ' αρ. 71. Μ Καλλιμόπουλο, Το νομοθετικό έρεισμα της γενικής αναγνωριστικής αγωγής, σ. 10 επ.). Κατά προσαρμογή προς την έννοια της εκούσιας’ δικαιοδοσίας, η έννομη σχέση δεν είναι αναγκαίο να δημιουργεί διαφορά, υπό την τεχνική της έννοια, αλλά αρκεί να εισέρχεται δραστικά στη σφαίρα των συμφερόντων των προσώπων, μέσω της κατά τη δικαιοδοσία αυτή διάπλασης ή βεβαίωσης, η οποία έχει γενικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανωτέρω ερμηνεία των περί εκούσιας δικαιοδοσίας διατάξεων του ΚΠολΔ είναι σύμφωνη και με την εκ του αρ. 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρωθείσας από την Ελλάδα με το ν.δ. 53/74, απορρέουσα υποχρέωση του κράτους, να θεσπίζει θετικώς προστατευτικούς κανόνες και να προβλέπει συγκεκριμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες, δεδομένου ότι προς την εν λόγω κρατική υποχρέωση δεν συμβιβάζεται η αδυναμία χρήσεως της προσήκουσας για την προστασία των αστικών δικαιωμάτων διαδικασίας (ΕφΑΘ 9734/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Λαρ. 289/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αίτηση, έχουσα το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, τυγχάνει πλήρως ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους καθ'ων η αίτηση, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της κατ'άρθρο 747 ΚΠολ.Δ. Συγκεκριμένα, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι λόγοι για τους οποίους ο αϊτών, ετερόρρυθμος εταίρος της πρώτης καθ'ης, υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την εταιρία με εξώδικη δήλωσή του που επιδόθηκε στην πρώτη και στο δεύτερο των καθ'ων στις 8-11-2012 και οι οποίοι συνιστούν σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την αξίωσή του για καταβολή της εταιρικής του συμμετοχής και στην συνέχεια προσδιορίζεται η συνολική αξία της εταιρίας κατά το χρόνο της εξόδου του, με βάση την οποία προσδιορίζει περαιτέρω και την αξία της δικής του εταιρικής συμμετοχής. Επομένως, η ένσταση αοριστίας που προέβαλαν οι καθ'ων η αίτηση και την οποία επαναφέρουν ως λόγο εφέσεως κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος έφεσης του αιτούντος, με τον όποιο ψέγει την εκκαλουμένη ότι εσφαλμένως εκτίμησε το αίτημά του περί καταβολής της πλήρους αξίας της εταιρικής του συμμετοχής ως αναγνωριστικό και όχι ως καταψηφιστικό. Και τούτο διότι μόνο ως αναγνωριστικό θα μπορούσε να κριθεί το ανωτέρω αίτημα, καθόσον καταψηφιστικό αίτημα περί καταβολής χρηματικής απαίτησης (ήτοι της εταιρικής του συμμετοχής) μόνο με έγερση σχετικής αγωγής θα μπορούσε να ζητηθεί κατά τις διατάξεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, η υπό κρίση αίτηση καθ'ο μέρος επιχειρείται να σωρευθεί σε αυτή αξίωση του αιτούντος σε βάρος των καθ'ων, ύψους 24.185 Ευρώ, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καθόσον ως προς αυτές εφαρμοστέα τυγχάνει η αμφισβητούμενη δικαιοδοσία και δη η τακτική διαδικασία και όχι η εκούσια. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου λόγος εφέσεως του αιτούντος, ήδη εκκαλούντος, τυγχάνει ουσία αβάσιμος. Εξάλλου, και η επικουρική βάση της αίτησης με την οποία ο αιτώνεπιχειρεί να θεμελιώσει όλες τις ανωτέρω αξιώσεις του στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς και ως προς αυτή εφαρμοστέα τυγχάνει η τακτική διαδικασία, η όποια δεν δύναται, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, να εφαρμοστεί από το παρόν Δικαστήριο. Ακολούθως, η κρινόμενη αίτηση καθ' ο μέρος στρέφεται κατά της πρώτης των καθ'ων ετερρόρυθμης εταιρίας και ζητείται, κατά ορθή εκτίμηση του δικογράφου, να αναγνωριστεί η αξίωση του αιτούντος έναντι της εταιρίας να του καταβάλει την αξία της πλήρης εταιρικής του συμμετοχής, λόγω του ότι αποχώρησε από την εν λόγω εταιρία για σπουδαίο λόγο, προσδιοριζόμενη στο ποσό των 222.000 Ευρώ, τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη, βρίσκοντας έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 70 ΚΠολΔ, 271 παρ. 2, 261, 264 παρ.2 του ν. 4072/2012, πλην του αιτήματος περί καταβολής νόμιμου τόκου, το οποίο κρίνεται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς δεν βρίσκει έρεισμα στο νόμο. Καθ’ο μέρος όμως η υπό κρίση αίτηση στρέφεται κατά του δεύτερου των καθ'ων, ομόρρυθμου εταίρου, από τον οποίο ο αιτώνεξερχόμενος εταίρος ζητεί να αναγνωριστεί η αξίωσή του για καταβολή της πλήρους εταιρικής του συμμετοχής, ισχυριζόμενος ότι ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη καθ'ης εταιρία, τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα νομική σκέψη και συγκεκριμένα διότι οι απαιτήσεις των εταίρων από την εταιρική σχέση, όπως εν προκειμένω, ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλ. για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ένδικη αίτηση ως παραδεκτώς ασκηθείσα και κατά του δεύτερου των καθ'ων ομορρύθμου εταίρου έσφαλε και ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η ανωτέρω ένδικη αίτηση κατά του προαναφερόμενου ομόρρυθμου εταίρου, ακόμη και χωρίς να υπάρχει ειδικό παράπονο προς τούτο, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί, μετ' αυτεπάγγελτη έρευνα, η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου καθ'ου ομόρρυθμου εταίρου κατά τα προεκτεθέντα και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ'ουσίαν οι λοιποί λόγοι των εφέσεων.
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά εκ των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, από τις υπ'αριθμ. .../13-11-2014, .../13-11-2014, .../18-11-2014 ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., επιμελεία του αιτούντος, ύστερα από νομότυπη κλήτευση των καθ'ων η αίτηση (σε αυτό σημείο επισημαίνεται ότι οι προρρηθείσες ένορκες βεβαιώσεις ορθώς ελήφθησαν υπόψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένων των περί αντιθέτων ισχυρισμών των καθ'ων η αίτηση- εκκαλούντων με σχετικό λόγο της έφεσής τους, καθώς από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ.3 ΚΠολ.Δ συνάγεται ότι κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας λαμβάνονται υπόψη ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκη, ακόμα και αν αυτές ελήφθησαν την ημέρα της συζήτησης της' υπόθεσης, όπως εν προκειμένω - πρβλ. Α.Π. 3707/1972 ΝοΒ 21.357, ΑΠ 140/1972 ΝοΒ 20.748), τις υπ'αριθμ. ... και .../12-11-2014 ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., επιμελεία της πρώτης των καθ'ων η αίτηση, ύστερα από νομότυπη κλήτευση του αιτούντος, τις υπ'αριθμ. ..., ... και .../18-11-2014 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν ενώπιον της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, επιμελεία της πρώτης καθ'ης, ύστερα από γνωστοποίηση στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προσκομίστηκαν προς απόκρουση ισχυρισμών του αιτούντος στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Δυνάμει της από 31-1-2005 εταιρικής σύμβασης ο αιτών, ο δεύτερος καθ'ων και ο... συνέστησαν ετερόρρυθμη εταιρία ορισμένου χρόνου με την επωνυμία «... και Σία ΕΕ», με έδρα την Αθήνα και αντικείμενο τη λειτουργία και εκμετάλλευση εστιατορίου, ψαροταβέρνας και καφετέριας. Η διάρκεια της εταιρίας ορίστηκε δωδεκαετής, ενώ ετερόρρυθμος εταίρος ορίστηκε ο αιτώνμε ποσοστό συμμετοχής 37% και ομόρρυθμοι εταίροι ο... και ο δεύτερος καθ'ου με ποσοστό συμμετοχής 26% και 37% αντίστοιχα. Διαχειριστής δε, ορίστηκε ο δεύτερος των καθ'ων. Στην συνέχεια με το από 8-3-2005 συμφωνητικό τροποποίησης του καταστατικού ο.... μεταβίβασε το εταιρικό του μερίδιο στο δεύτερο καθ'ου, το ποσοστό του οποίου ανήλθε στο 63% και κατέστη μοναδικός ομόρρυθμος εταίρος. Αρχικά η εταιρική σχέση εξελίχθηκε ομαλά. Ο αιτώνείχε αναλάβει εξολοκλήρου τα θέματα της εστίασης, δεδομένου μάλιστα ότι υπεύθυνη για την κουζίνα ήταν η σύζυγός του ..., την οικονομική διαχείριση της εταιρίας και το προσωπικό, ενώ ο αιτώνασχολήθηκε ενεργά με την επικοινωνιακή εικόνα και την εδραίωση της φήμης του εστιατορίου στην Αθήνα με τις πλείστες γνωριμίες του στο πλαίσιο της μέχρι τότε επαγγελματικής του δραστηριότητας, αλλά και της συντρόφου του ... (επισημαίνεται ότι μέχρι τότε ο δεύτερος καθ'ου και η σύζυγός του διατηρούσαν το εστιατόριο «...» στην Πάρο, οπότε ήταν απαραίτητη η συνεργασία με κάποιον που μπορούσε να γνωρίζει τις απαιτήσεις του αθηναϊκού κοινού και να συμβάλλει ενεργά στο στήσιμο της νέας επιχείρησης του ως άνω εστιατορίου). Επιπλέον, συμμετείχε στις δαπάνες ανακαίνισης του εστιατορίου, συναινώντας στην εγγραφή προσημείωσης σε ακίνητο ιδιοκτησίας του, προκειμένου η εταιρία να λάβει δάνειο από την ... ύψους 200.000 Ευρώ, συμμετείχε στις βάρδιες λειτουργίας του εστιατορίου, ενώ ταυτόχρονα προσπάθησε να επεκτείνει τη δραστηριότητα της εταιρίας στην αλλοδαπή και συγκεκριμένα στο Λονδίνο, προσπάθεια όμως η οποία δεν τελεσφόρησε. Ελάμβανε κανονικά μερίδιο από τα κέρδη της επιχείρησης στο τέλος κάθε εβδομάδας, ενώ κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ των εταίρων η εταιρία είχε αναλάβει να καταβάλει τις ασφαλιστικές του εισφορές στον ΟΑΕΕ, παρόλο που δεν είχε προβλεφθεί κάτι τέτοιο στην εταιρικό συμφωνητικό. Ωστόσο, από το έτος 2011 οι σχέσεις των εταίρων άρχισαν να διαταράσσονται. Ο αιτών ταξίδεψε στην Πάρο και απουσίασε από το κατάστημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω επισκευών της κατοικίας του στην Πάρο. Τότε ο δεύτερος των καθ'ων έπαψε να του καταβάλει μερίδιο από τα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα ο αιτώνδιαπίστωσε ότι ο δεύτερος καθ'ου από το Δεκέμβριο του 2010 έπαυσε να καταβάλει τις ασφαλιστικές του εισφορές στον ΟΑΕΕ, χωρίς να τον ενημερώσει, με συνέπεια να οφείλει το ποσό των 13.153 Ευρώ. Ακολούθως, ο αιτώναποφάσισε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2011 να μεταβιβάσει το 20% της εταιρικής του συμμετοχής στον ..., ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος τόσο του αιτούντος όσο και του δεύτερου των καθ'ων και είχε μεγάλη επιχειρηματική εμπειρία στο χώρο της εστίασης και της γαστρονομίας, όντας περισσότερο από μία δεκαπενταετία ιδιοκτήτης του καταστήματος «...» στην πλατεία .... Έχοντας δε αρχικά τη συναίνεση του δεύτερου των καθ'ων, η οποία ήταν απαραίτητη σύμφωνα με το καταστατικό, δεδομένου μάλιστα ότι ο τελευταίος δεν εκδήλωσε ο ίδιος επιθυμία να εξαγοράσει το μερίδιο του συνεταίρου του, ο ... συμφώνησε να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό των 120.000 Ευρώ. Ωστόσο, μετέπειτα ο δεύτερος καθ'ου μετέφερε στον υποψήφιο αγοραστή ότι σκεπτόταν να κλείσει το εστιατόριο, με αποτέλεσμα να τον αποθαρρύνει και να ματαιωθεί η πώληση. Ενόψει του ότι το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο δεύτερος των καθ'ων σε ουδεμία ενέργεια προέβη για το κλείσιμο της επιχείρησης και ούτε αποπειράθηκε να συνεννοηθεί με το συνέταιρό του για το μέλλον αυτής, η προρρηθείσα συμπεριφορά του κρίνεται αδικαιολόγητη. Οι σχέσεις των εταίρων συνέχισαν να είναι τεταμένες και επακολούθησε πλήθος εξωδίκων από αμφότερες τις πλευρές. Ειδικότερα, ο αιτών με την από 28-6-2012 εξώδικη δήλωσή του διαμαρτυρήθηκε ότι δεν είχε λάβει καμία ενημέρωση για τα οικονομικά της εταιρίας για την πρώτη χρήση του έτους 2011 και ζήτησε λογοδοσία για τις χρήσεις 2005 έως 2011. Ακολούθως, ο δεύτερος των καθ'ων με την από 19-7-2012 εξώδικη διαμαρτυρία του του που κοινοποιήθηκε στον αιτούντα στις 23-7-2012 κατήγγειλε την εταιρία, καταγγελία όμως η οποία δεν επέφερε έννομες συνέπειες, καθόσον αυτή δεν προβλεπόταν ως τρόπος λύσης της εταιρίας από το καταστατικό (επισημαίνεται ότι είχε ήδη τεθεί σε ισχύ και εφαρμοζόταν ο νόμος 4072/2012, σύμφωνα με τον οποίο έχει απαλειφθεί ως λόγος λύσης της προσωπικής εταιρίας η καταγγελία και αυτή ισχύει μόνο εφόσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση). Στην συνέχεια ο αιτώναπάντησε με την από 14-8-2012 εξώδικη δήλωσή του με την οποία απέρριπτε τις αιτιάσεις του συνεταίρου του και διαμαρτυρόταν για την άρνηση του τελευταίου να του επιτρέψει τη μεταβίβαση του εταιρικού του μεριδίου, να φροντίσει για την αποπληρωμή δανείου της εταιρίας και μισθωμάτων αυτοκινήτου αυτής, καθώς και για την μη καταβολή των ασφαλιστικών του εισφορών. Τελικά, στις 8-11- 2012 ο αιτών επέδωσε στους καθ'ων η αίτηση την από 7-11-2012 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία αφενός τους γνωστοποιούσε το δικαίωμά του να εξέλθει από την εταιρία, αφετέρου ζητούσε να του καταβληθεί η πλήρης αξία της εταιρικής του συμμετοχής, καθώς και αντίγραφα των λογαριασμών και εμπορικών της βιβλίων. Έκτοτε, ο αιτών έπαυσε να είναι ετερρόρυθμος εταίρος της πρώτης καθ'ης, καθόσον η ως άνω απευθυντέα δήλωσή του έχει, όπως προεκτέθηκε, διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται να επικυρωθεί από το Δικαστήριο. Όλα δε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνιστούν σπουδαίο λόγο που δικαιολογεί την αποχώρηση του αιτούντος από την εταιρία, απορριπτομένης ως ουσία αβάσιμης της σχετικής ένστασης καταχρηστικότητας που προέβαλαν οι καθ'ων οι αίτηση και επαναφέρουν με σχετικό λόγο της έφεσής τους και ως εκ τούτου αυτός δικαιούται να λάβει την πλήρη αξία της εταιρικής του συμμετοχής. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθεί ότι η εταιρία μετά την πάροδο δύο μηνών από την έξοδο του αιτούντος και εφόσον δεν εισήλθε άλλο μέλος σε αυτή λύθηκε (άρθρο 267 του ν. 4072/2012 όπως τότε ίσχυε) και τέθηκε σε εκκαθάριση από τον δεύτερο των καθ'ων ως εναπομείναντα εταίρο, σύμφωνα με το καταστατικό. Ο ανωτέρω προέβη στη διαγραφή της εταιρίας από το ΓΕΜΗ στις 18-1-2013, ενώ την ίδια ημερομηνία συνέστησε ατομική επιχείρηση με την επωνυμία “….”, η οποία έχει την ίδια έδρα και την ίδια λειτουργία με την πρώτη των καθ'ων διαγραφείσα εταιρία. Ωστόσο, η τελευταία ενόψει του ότι υφίσταται η αξίωση του αιτούντος έναντι της εταιρίας, θεωρείται ότι εξακολουθεί να υφίσταται ως νομική προσωπικότητα. Περαιτέρω, κρίσιμο στοιχείο για τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά καταρχήν η αγοραστική αξία αυτής κατά το χρόνο εξόδου του εταίρου. Με δεδομένο ότι το Σεπτέμβριο του 2011 ο τρίτος υποψήφιος αγοραστής... προσέφερε 120.000 Ευρώ για την αγορά του 20% της εν λόγω εταιρίας, η όλη αξία της εκτιμάται στο ποσό των 600.000 Ευρώ. Εντούτοις, ενόψει του ότι η αποχώρηση του αιτούντος έλαβε χώρα 14 μήνες μετά και οι συνθήκες της αγοράς επιδεινώθηκαν και στο χώρο της εστίασης, λόγω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα, η αγοραστική αξία της όλης επιχείρησης μειώθηκε σε ποσοστό τουλάχιστον 20 %, ήτοι προσδιορίζεται στο ποσό των 480.000 Ευρώ. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η φορολογητέα αξία της συγκεκριμένης επιχείρησης κατά το χρόνο εξόδου του αιτούντος ανήρχετο στο ποσό των 478.304,67 Ευρώ (βλ. ράντα εφορίας) και συνεκτιμώντας τον πάγιο εξοπλισμό της επιχείρησης ύψους 32.319,93 Ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα τιμολόγια αγοράς από τους καθ'ων η αίτηση), καθώς και το παθητικό της εταιρίας κατά το χρόνο εξόδου του αιτούντος, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 110.299,53 Ευρώ (οράτε την έκθεση του λογιστή της εταιρίας) το ως άνω ποσό των 480.000 Ευρώ αποτυπώνει πράγματι την αξία της όλης επιχείρησης κατά το σημείο εξόδου του αιτούντος, ήτοι την 8-11-2012. Συνακόλουθα, η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αιτούντος κατά το εν λόγω χρονικό σημείο προσδιορίζεται στο ποσό των 177.600 Ευρώ. Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο εκτίμησε την αξία της εταιρικής συμμετοχής του αιτούντος στο ποσό των 133.200 Ευρώ έσφαλε και ως εκ τούτου πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης του αιτούντος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί η αίτηση και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή μόνο ως προς την πρώτη καθ'ης, όπως ήδη επισημάνθηκε, κατά το διατακτικό οριζόμενα. Επίσης, πρέπει να επιστραφούν στους εκκαλούντες της από 18-7-2015 έφεσης και της από 22-7-2015 έφεσης τα παράβολα ποσού διακοσίων (200) Ευρώ, που κατατέθηκε από αυτούς με τα υπ'αριθμ. ..., ... παράβολα Δημοσίου αξίας τριάντα (30) και πενήντα (50) Ευρώ έκαστο και τα υπ'αριθμ. ... και ... παράβολα TAX ΔΙΚ αξίας εξήντα (60) Ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ'αριθμ. ..., ..., ..., ... παράβολα Δημοσίου αξίας είκοσι (20) Ευρώ έκαστο και τα υπ'αριθμ. ... και ... παράβολα ΤαχΔικ, αξίας εξήντα (60) Ευρώ έκαστο, αντίστοιχα (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ' ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των καθ'ων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολ.Δ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του αιτούντος σε βάρος της πρώτης καθ'ης, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 178 παρ.1, 183 ΚΠολ.Δ), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται αυτά στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 18-7-2015 (αριθμ εκθ. εφεσ..../2015) και 22-7- 2015 (.../2015) εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ'ουσίαν τις κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ'αριθμ. 1466/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Εκούσια Δικαιοδοσία).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-2-2014 αίτηση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς το δεύτερο των καθ'ων η αίτηση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αιτούντος τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των καθ'ων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) Ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό ως απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση ως προς την πρώτη των καθ'ων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την αξίωση του αιτούντος, ο οποίος αποχώρησε για σπουδαίο λόγο από την εταιρία με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε Ε » την 8-11-2012, έναντι της πρώτης καθ'ης, για καταβολή της πλήρους εταιρικής του συμμετοχής, η οποία προσδιορίζεται στο ποσό των εκατόν εβδομήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων (177.600) Ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες της από 18-7-2015 και από 22-7-2015 εφέσεως του κατατεθέντος από αυτούς παράβολου ποσού διακοσίων (200) Ευρώ, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης καθ'ης μέρος των δικαστικών εξόδων του αιτούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) Ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιουνίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΧΑΛΙΚΙΑ ΚΩΝ/ΝΑ
ΕΦΕΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα