ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΔΔΑ προσφ. 11257/16, απόφ. της 4.12.2018, υπόθ. Magyar Jeti Zrt κατά Ουγγαρίας - Προστασία προσωπικότητας - Ευθύνη από χρήση υπερσυνδέσμου

Αριθμός:
11257/16
Έτος:
2018
Ημ. Δημοσίευσης:
04/12/2018
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΔiΜΕΕ, 1/2019, σελ. 52 - 65
ΕΦΔΔ, I/2019, σελ. 36 - 43
Σχόλια/Παρατηρήσεις:
Γεώργιος Γιαννόπουλος, Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος
Αρ. Λέξεων:
11696
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΧΡΗΣΗ ΥΠΕΡΣΥΝΔΕΣΜΟΥ. Η παράθεση υπερσυνδέσμου ως διάδοση συκοφαντικών δηλώσεων. Καθήκοντα και ευθύνες των δημοσιογράφων. Προσβολή της φήμης πολιτικού κόμματος. Ευρύτερα όρια κριτικής για τα πολιτικά πρόσωπα και τα συλλογικά πολιτικά όργανα. Κριτήρια στάθμισης για την κρίση περί ευθύνης στην περίπτωση δημοσίευσης υπερσυνδέσμου. Δυσανάλογος ο καταλογισμός αντικειμενικής ευθύνης. Παραβίαση άρθρου 10 ΕΣΔΑ.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ MAGYAR JETI ZRT κατά ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ ,
(Προσφ. αριθ. 11257/16)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
4 Δεκεμβρίου 2018
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση αφορά μία προσφυγή (αριθ. 11257/16) κατά της Ουγγαρίας η οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2016, δυνάμει του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: «η Σύμβαση»), από μία εταιρία περιορισμένης ευθύνης ουγγρικού δικαίου, την Magyar Jeti Zrt (στο εξής: «η προσφεύγουσα εταιρία»).
2. Η προσφεύγουσα εταιρία εκπροσωπήθηκε από την κυρία V. Vermeer, δικηγόρο με έδρα το Λονδίνο. Η Ουγγρική Κυβέρνηση (στο εξής: «η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τον κύριο Z. Tallódi, Πληρεξούσιο Νομικό Σύμβουλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
3. Η προσφεύγουσα εταιρία, επικαλούμενη το άρθρο 10 της Συμβάσεως, ισχυρίζεται ότι τα εθνικά δικαστήρια, καταλογίζοντας στην ίδια ευθύνη εξαιτίας της παράθεσης στην ιστοσελίδα της υπερσυνδέσμου που οδηγούσε σε δυσφημιστικό περιεχόμενο, περιόρισαν αδικαιολόγητα το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης.
4. Η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση στις 26 Μαΐου 2016.
5. Την 1η Ιουλίου 2016, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 2 της Συμβάσεως και του Κανόνα 44, παράγραφος 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, ο Αντιπρόεδρος του Τμήματος χορήγησε άδεια να παρέμβουν ως τρίτα μέρη στη δίκη οι εξής: α) το «European Publishers’ Council», το «Media Law Resource Center Inc.», η «Newspaper Association of America», το «Buzzfeed», το «Electronic Frontier Foundation», το «Index on Censorship», η Καθηγήτρια Lorna Woods, ο Dr. Richard Danbury και η Dr. Nicole Stremlau, από κοινού, β) το «European Information Society Institute»,
γ) το «Article 19», δ) το «European Roma Rights Centre», ε) το «Mozilla Foundation» και το «Mozilla Corporation», καθώς και στ) το «Access Now», το «Collaboration on International ICT Policy in East and Southern Africa» και το «European Digital Rights», από κοινού.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ
6. Η προσφεύγουσα εταιρία είναι διαχειρίστρια μίας δημοφιλούς διαδικτυακής ειδησεογραφικής πύλης στην Ουγγαρία η οποία ονομάζεται «444.hu» και η οποία αριθμεί περί τους 250.000 ατομικούς χρήστες ημερησίως. Η διαδικτυακή ειδησεογραφική πύλη απασχολεί προσωπικό 24 ατόμων και δημοσιεύει σε ημερήσια βάση περίπου 75 άρθρα ευρείας θεματικής ύλης από τους τομείς, μεταξύ άλλων, της πολιτικής, της τεχνολογίας, του αθλητισμού και του πολιτισμού.
7. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, μία ομάδα οπαδών ποδοσφαιρικής ομάδας ταξίδευε με λεωφορείο για να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Οι συγκεκριμένοι οπαδοί, ευρισκόμενοι σε κατάσταση προφανούς μέθης, σταμάτησαν σε ένα δημοτικό σχολείο στο χωριό Konyár στην Ουγγαρία. Στο εν λόγω σχολείο φοιτούσαν κατά κύριο λόγο μαθητές Ρομά. Στη συνέχεια, οι οπαδοί αποβιβάστηκαν από το λεωφορείο και άρχισαν να τραγουδούν και να φωνάζουν ρατσιστικά σχόλια και συνθήματα, αλλά και να εκτοξεύουν απειλές κατά των μαθητών οι οποίοι εκείνη την ώρα βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Οι οπαδοί ακόμα κρατούσαν σημαίες και πέταξαν φιάλες μπύρας προς το σχολείο. Ένας δε εξ αυτών φέρεται να ούρησε μπροστά από το κτίριο του σχολείου. Οι δάσκαλοι, προκειμένου να προστατεύσουν τα παιδιά, κάλεσαν την αστυνομία και τα οδήγησαν μέσα στο κτίριο, όπου τα βοήθησαν να κρυφτούν κάτω από θρανία και στις τουαλέτες. Οι οπαδοί επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και έφυγαν από την περιοχή μόνο μετά την άφιξη της αστυνομίας.
8. Στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, ο J.Gy., επικεφαλής της τοπικής κοινότητας της μειονότητας Ρομά στο Konyár, έδωσε συνέντευξη συνοδευόμενος από ένα μαθητή και τη μητέρα του, στο «Roma Produkciós Iroda Alapítvány», ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης το οποίο ασχολείται κυρίως με ζητήματα Ρομά. Κατά την περιγραφή των γεγονότων, αναφερόμενος στην άφιξη των οπαδών στο Konyár, ο J.Gy. δήλωσε ότι «εμφανίστηκε το Jobbik » («Bejött a Jobbik»). Πρόσθεσε δε ότι: «Επιτέθηκαν στο σχολείο, το Jobbik επιτέθηκε στο σχολείο», καθώς και ότι «μέλη του Jobbik, προσθέτω, ήταν μέλη του Jobbik, ήταν σίγουρα μέλη του Jobbik». Το μέσο ενημέρωσης ανήρτησε το βίντεο της συνέντευξης στο Youtube αυθημερόν.
9. Στις 6 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα εταιρία δημοσίευσε στην ιστοσελίδα «444.hu» ένα άρθρο του δημοσιογράφου της διαδικτυακής ειδησεογραφικής πύλης, B.H., σχετικά με το περιστατικό στο Konyár, το οποίο είχε τον τίτλο «Οπαδοί της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας καθ’ οδόν προς τη Ρουμανία σταμάτησαν για να απειλήσουν τσιγγάνους μαθητές». Το άρθρο περιείχε τα ακόλουθα χωρία:
«Από όλα τα στοιχεία προκύπτει ότι, λεωφορείο γεμάτο με Ούγγρους οπαδούς με προορισμό τον ποδοσφαιρικό αγώνα Ρουμανίας-Ουγγαρίας βγήκε από κεντρικό αυτοκινητόδρομο για να απειλήσει κυρίως τσιγγάνους μαθητές σε ένα δημοτικό σχολείο στο Konyár, ένα χωριό κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συλλέξαμε και τις καταθέσεις των μαρτύρων, το λεωφορείο έφτασε στο χωριό το πρωί της Πέμπτης. Οι οπαδοί ήταν μεθυσμένοι και άρχισαν να εκτοξεύουν προσβολές κατά των τσιγγάνων εν γένει και απειλές κατά των μαθητών ειδικότερα. Οι δάσκαλοι που εργάζονταν στο σχολείο κλείδωσαν τις πόρτες και υπέδειξαν στο μικρότερα παιδιά να κρυφτούν κάτω από τα θρανία. Ο κύριος J.Gy., πρόεδρος της τοπικής τσιγγάνικης κοινότητας, μίλησε για το περιστατικό μαζί μας. Μία τηλεφωνική συνομιλία με τον κύριο Gy. και ένα γονέα έχει ήδη αναρτηθεί στο Youtube.»
Οι λέξεις «αναρτηθεί στο Youtube» εμφανίζονταν σε πράσινη γραμματοσειρά, υποδηλώνοντας τη λειτουργία τους ως κειμένου που οδηγούσε μέσω υπερσυνδέσμου στο βίντεο στο Youtube. Πατώντας πάνω στο πρασινισμένο κείμενο, οι αναγνώστες μπορούσαν να ανοίξουν ένα νέο ιστότοπο που οδηγούσε στο βίντεο το οποίο φιλοξενείτο στην ιστοσελίδα Youtube.com.
10. Το άρθρο ενημερώθηκε στη συνέχεια τρεις φορές – στις 6 και 12 Σεπτεμβρίου, καθώς και την 1η Οκτωβρίου 2016 – προκειμένου να συμπεριλάβει νεώτερες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας.
11. Ο υπερσύνδεσμος του βίντεο στο Youtube αναπαράχθηκε περαιτέρω από άλλες τρεις ιστοσελίδες, τις οποίες διαχειρίζονταν άλλα μέσα ενημέρωσης.
12. Στις 13 Οκτωβρίου 2013, το κόμμα του Jobbik άσκησε αγωγή για την δυσφήμηση που υπέστη ενώπιον του Debrecen High Court (Πρωτοδικείο του Debrecen), δυνάμει του άρθρου 78 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, κατά οκτώ προσώπων, μεταξύ των οποίων ο J.Gy., το Roma Produkciós Iroda Alapítvány, η προσφεύγουσα εταιρία και άλλα μέσα ενημέρωσης, τα οποία είχαν παραθέσει συνδέσμους προς το επίμαχο βίντεο. Με την αγωγή του αυτή, το κόμμα υποστήριξε ότι οι εναγόμενοι, χρησιμοποιώντας τον όρο Jobbik για να περιγράψουν τους οπαδούς και παραθέτοντας τον υπερσύνδεσμο προς το βίντεο στο Youtube, παραβίασαν το δικαίωμα στη φήμη του.
13. Στις 30 Μαρτίου 2014, το High Court έκανε δεκτή την ασκηθείσα αγωγή, αποφαινόμενο ότι οι δηλώσεις του J.Gy. έδιναν την εσφαλμένη εντύπωση ότι το Jobbik είχε εμπλακεί στο περιστατικό στο Konyár. Επιπλέον, έκρινε ότι η προσφεύγουσα εταιρία υπείχε αντικειμενική ευθύνη για τη διάδοση συκοφαντικών δηλώσεων και ότι είχε παραβιάσει το δικαίωμα στη φήμη του συγκεκριμένου κόμματος, διατάσσοντάς την παράλληλα να δημοσιεύσει αποσπάσματα της απόφασης στην ιστοσελίδα «444.hu» και να αφαιρέσει από το άρθρο που είχε αναρτηθεί ηλεκτρονικά τον υπερσύνδεσμο που οδηγούσε στο βίντεο στο Youtube.
14. Η απόφαση του High Court περιείχε τα ακόλουθα σημεία: «...
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος J.Gy., παραβίασε το φυσικό δικαίωμα στην προστασία κατά δυσφημιστικών διαδόσεων του ενάγοντος Jobbik Magyarorszagért Mozgalom, μέσω του αναληθούς ισχυρισμού στη δήλωση που παραχώρησε προς τη δεύτερη εναγομένη στις 5 Σεπτεμβρίου 2013, η οποία αναρτήθηκε στο youtube.com, και προς την έκτη εναγομένη στις 7 Σεπτεμβρίου, η οποία αναρτήθηκε στο haon.hu, ότι τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την 5η Σεπτεμβρίου 2013 μπροστά από το δημοτικό σχολείο του Konyár οφείλονταν στο ενάγον κόμμα και ότι τα άτομα που έλαβαν μέρος σε αυτά σχετίζονταν με το ενάγον κόμμα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το δεύτερο εναγόμενο, το Roma Produkcios Iroda Alapitvany, ο τέταρτος εναγόμενος, I.V., η πέμπτη εναγομένη, Magyar Jeti, η έκτη εναγομένη, Inform Média Kft και η όγδοη εναγομένη, HVG Kiadó Zrt, παραβίασαν ομοίως το φυσικό δικαίωμα στην προστασία κατά δυσφημιστικών διαδόσεων του ενάγοντος, δεδομένου ότι το δεύτερο εναγόμενο ανήρτησε την αναληθή δήλωση του πρώτου εναγομένου στο youtube.com, ενώ η τέταρτη εναγομένη κατέστησε αυτή διαθέσιμη και τη δημοσίευσε στο romaclub.hu, η πέμπτη εναγομένη στο 444.hu, η έκτη εναγομένη στο haon.hu και η όγδοη εναγομένη στο hvg.hu. [...]
Το Δικαστήριο διατάζει το δεύτερο εναγόμενο και την τρίτη εναγομένη να δημοσιεύσουν ιδίαις δαπάναις την πρώτη και δεύτερη παράγραφο αυτής της απόφασης εντός 15 ημερών και για χρονικό διάστημα 30 ημερών στο youtube.com, ενώ, όσον αφορά την τέταρτη εναγομένη, να δημοσιεύσει τις ως άνω παραγράφους της απόφασης στο romaclub.hu, την πέμπτη εναγομένη στο 444.hu, την έκτη εναγομένη στο haon.hu και την όγδοη εναγομένη στο hvg.hu.
Επίσης διατάζει την πέμπτη εναγομένη να αφαιρέσει εντός 15 ημερών από το άρθρο της με τίτλο «Οπαδοί της εθνικής ποδοσφαιρικής ομάδας καθ’ οδόν προς τη Ρουμανία σταμάτησαν για να απειλήσουν τσιγγάνους μαθητές», το οποίο δημοσιεύθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2013, τον σύνδεσμο προς τη δήλωση του πρώτου εναγομένου η οποία είναι αναρτημένη στο youtube.com.
Δυσφήμηση συντελείται όχι μόνο μέσω δηλώσεων με αναληθές περιεχόμενο, αλλά και μέσω της δημοσίευσης και της διάδοσης πληροφορίας με αναληθές περιεχόμενο αναφορικά με κάποιο άλλο πρόσωπο (βλ. άρθρο 78 παράγραφος 2 του Αστικού Κώδικα). Για να στοιχειοθετηθεί η παραβίαση, είναι άνευ σημασίας το αν τα εμπλεκόμενα πρόσωπα ενήργησαν καλή ή κακή τη πίστει, [αλλά] αντίθετα αρκεί ο καταλογισμός ή μη της πράξης στα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το δεύτερο εναγόμενο, καθώς και η τέταρτη, η πέμπτη [η προσφεύγουσα εταιρία], η έκτη και η όγδοη εναγομένη, μέσω της δημοσίευσης και της διάδοσης στο κοινό της δήλωσης του πρώτου εναγομένου, επίσης παραβίασαν το φυσικό δικαίωμα στην προστασία κατά δυσφημιστικών διαδόσεων του ενάγοντος. [...]
Οι κυρώσεις αντικειμενικού χαρακτήρα σε περίπτωση παραβίασης φυσικών δικαιωμάτων:
Δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 84 του Αστικού Κώδικα, το πρόσωπο του οποίου έχουν παραβιαστεί τα φυσικά δικαιώματα έχει με βάση το αστικό δίκαιο τις ακόλουθες δυνατότητες, αναλόγως των περιστάσεων κάθε υπόθεσης:
α) να αιτηθεί δικαστικά τη διαπίστωση της τέλεσης της παραβίασης,
γ) να αιτηθεί αποκατάσταση της παραβίασης με δήλωση από την πλευρά του τελούντος την παραβίαση ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η αποκατάσταση να δημοσιευθεί καταλλήλως από τον τελούντα την παραβίαση ιδίαις δαπάναις και
δ) να αιτηθεί την παύση της προσβολής και την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με επιμέλεια αυτού που τέλεσε την παραβίαση και, πρόσθετα, την ακύρωση ή την άρση των ζημιογόνων συνεπειών της παραβίασης.
Οι προαναφερόμενες κυρώσεις [άρθρο 84, παράγραφος 1 του Αστικού Κώδικα] σε περίπτωση παραβίασης φυσικών δικαιωμάτων είναι αντικειμενικού χαρακτήρα, [και] κατά συνέπεια δεν εξαρτώνται από τον καταλογισμό ή μη του προσώπου που τέλεσε την παραβίαση. Η παραβίαση καθ’ αυτή αποτελεί τη βάση για την επιβολή επαρκούς αντικειμενικής κύρωσης. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι εναγόμενοι παραβίασαν τα φυσικά δικαιώματα του ενάγοντος, δυνάμει της παραγράφου 1, εδάφιο α΄ του άρθρου 84 του Αστικού Κώδικα.
Αναφορικά με την αποκατάσταση της παραβίασης σύμφωνα με την παράγραφο 1, εδάφιο γ΄ του άρθρου 84 του Αστικού Κώδικα, το Δικαστήριο διατάζει τους εναγομένους - αναλόγως προς την παραβίαση που καθένας τους τέλεσε με τις ενέργειές του - να δημοσιεύσουν στις εμπλεκόμενες ιστοσελίδες την πρώτη και δεύτερη παράγραφο αυτής της απόφασης οι οποίες αφορούν τη διαπίστωση περί τέλεσης της παραβίασης και οι οποίες ταυτόχρονα αφορούν το ενάγον και να γνωστοποιήσουν το αναληθές περιεχόμενο της δήλωσης που δημοσιεύθηκε. Όπως ακριβώς έπραξαν και με τη δήλωση του πρώτου εναγομένου η οποία περιείχε αναληθείς ισχυρισμούς. Δεδομένου ότι η βλάβη που υπέστη το ενάγον κόμμα μπορεί να αποκατασταθεί με το προβλεπόμενο πλαίσιο κυρώσεων αντικειμενικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα του ενάγοντος περί διάδοσης στο κοινό δήλωσης με διαφορετικό περιεχόμενο.
Βάσει της παραγράφου 1, εδάφιο δ΄ του άρθρου 84 του Αστικού Κώδικα, το Δικαστήριο διατάζει την πέμπτη εναγομένη να άρει τις ζημιογόνες συνέπειες του επίμαχου δημοσιεύματός της, αλλά απορρίπτει το ίδιο αίτημα καθ’ ο μέρος στρέφεται προς την όγδοη εναγομένη, δεδομένου ότι από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως προκύπτει ότι το δημοσίευμα της όγδοης εναγομένης το οποίο έχει αναρτηθεί στο hvg.hu, λειτουργεί απλώς ως σύνδεσμος στο δημοσίευμα που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα 444.hu την οποία διαχειρίζεται η πέμπτη εναγομένη, και κατά συνέπεια η άρση των ζημιογόνων συνεπειών του δημοσιεύματος της τελευταίας συνεπάγεται με αποτελεσματικό τρόπο την άρση των ζημιογόνων συνεπειών και του δημοσιεύματος στο hvg.hu. [...] ...»
15. Η προσφεύγουσα εταιρία άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης με το επιχείρημα ότι η κοινή γνώμη σχετίζει την έννοια του «Jobbik» όχι τόσο με το κόμμα όσο με την ιδεολογία που στρέφεται κατά των Ρομά, και έτσι το όνομα αυτό έχει καταστεί ένα περιληπτικό ουσιαστικό για τις οργανώσεις κατά των Ρομά. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα εταιρία, η δήλωση δεν είχε προσβλητικό περιεχόμενο σε βάρος του κόμματος, καθώς ήταν ευρέως γνωστό πως το Jobbik είχε κατά καιρούς εμπλακεί σε δραστηριότητες υποκίνησης μίσους. Η προσφεύγουσα εταιρία υπογράμμισε ακόμα ότι η απλή παράθεση της συνέντευξης του πρώτου εναγομένου μέσω συνδέσμου χωρίς να σχετίζεται η ίδια με το περιεχόμενο του βίντεο, δεν συνιστούσε ούτε αναπαραγωγή των δηλώσεων ούτε διάδοση πληροφοριών με αναληθές περιεχόμενο.
16. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014, το Debrecen Court of Appeal (Εφετείο του Debrecen) έκρινε ορθή την πρωτόδικη απόφαση. Συγκεκριμένα, αποφάνθηκε ότι η δήλωση του J.Gy. συνιστούσε περιγραφή πραγματικών περιστατικών καθώς έδινε την εντύπωση στον μέσο αναγνώστη ότι οι οπαδοί ήταν οργανικά συνδεδεμένοι με το κόμμα. Το δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση προξένησε βλάβη στο κόμμα, δεδομένου ότι συνέδεε το τελευταίο με κοινωνικά επιλήψιμη συμπεριφορά. Ιδίως, ως προς την προσφεύγουσα εταιρία, διαπίστωσε τα κάτωθι:
«... Αναφορικά με το επιχείρημα στην ασκηθείσα έφεση της πέμπτης εναγομένης [της προσφεύγουσας εταιρίας], το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η παράθεση μέσω συνδέσμου μίας αναληθούς δηλώσεως, ακόμα και εάν δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενό της, συνιστά διάδοση γεγονότων.
Διάδοση (ή κυκλοφορία) συνιστά ο διαμοιρασμός ορισμένης πληροφορίας ως περιεχομένου μίας σκέψεως και η παράθεση αυτής σε άλλα πρόσωπα. Σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει στην ασκηθείσα έφεσή της η πέμπτη εναγομένη, η παρανομία μέσω της διάδοσης συντρέχει ακόμα και αν το πρόσωπο που προβαίνει στη διάδοση δεν ταυτίζεται με τη δήλωση, καθώς και ακόμα και αν δεν θεμελιώνεται η εμπιστοσύνη του στην εγκυρότητα του περιεχομένου της δήλωσης. Η παράθεση με οποιονδήποτε τρόπο ενός νόμιμου περιεχομένου συνιστά διάδοση πληροφοριών. Και το πρόσωπο που προβαίνει στη διάδοση υπέχει αντικειμενική ευθύνη για τον διαμοιρασμό παράνομης δήλωσης άλλου προσώπου εξαιτίας της τέλεσης του διαμοιρασμού.
Βάσει της γραμματικής και της ταξινομικής ερμηνείας της έννοιας της διάδοσης πληροφοριών στο άρθρο 78, παράγραφος 2 του Αστικού Κώδικα, η διάδοση τελείται μέσω του διαμοιρασμού της πληροφορίας, ο οποίος καθιστά το συγκεκριμένο περιεχόμενο προσβάσιμο στον καθένα. Η ουσία της διάδοσης έγκειται στον διαμοιρασμό της πληροφορίας, και εξαιτίας της αντικειμενικής έννομης συνέπειας, είναι άνευ σημασίας ο σκοπός του διαμοιρασμού, το κατά πόσον το πρόσωπο που προβαίνει στη διάδοση ενεργεί καλή ή κακή τη πίστει, καθώς και το αντικειμενικό πεδίο της δημοσιότητας και η βαρύτητα της παραβίασης. ...»
17. Η προσφεύγουσα εταιρία άσκησε την 1η Δεκεμβρίου 2014 συνταγματική προσφυγή, δυνάμει του Νόμου αριθ. CLI του 2011, ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου («Νόμος περί Συνταγματικού Δικαστηρίου»). Βασικό επιχείρημα, κατ’ ουσίαν, της προσφεύγουσας εταιρίας ήταν πως, βάσει του Αστικού Κώδικα, τα μέσα ενημέρωσης υπέχουν αντικειμενική ευθύνη για τη διάδοση αναληθών δηλώσεων, γεγονός το οποίο σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική σήμαινε πως καταλογίζεται ευθύνη στα μέσα ενημέρωσης για την εγκυρότητα του περιεχόμενου δηλώσεων οι οποίες προφανώς προέρχονται από τρίτα μέρη. Έτσι, θα μπορούσε να κριθεί ότι παρανομεί ένα μέσο ενημέρωσης, ακόμα και στην περίπτωση που έχει επιμεληθεί ένα αντικειμενικό και αμερόληπτο άρθρο για ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Αυτό θα είχε ως συνέπεια μία αδικαιολόγητη επιβάρυνση για τους εκδότες, καθώς θα μπορούσαν να δημοσιεύουν μόνο πληροφορίες των οποίων την εγκυρότητα θα είχαν εξακριβώσει προηγουμένως σε βαθμό απόλυτης βεβαιότητας, καθιστώντας έτσι τη μετάδοση αμφιλεγόμενων ζητημάτων ανέφικτη. Ισχυρίστηκε δε ότι η δικαστική πρακτική ήταν αντισυνταγματική καθώς δεν ερευνούσε το κατά πόσον η ενέργεια του εκδότη πληρούσε τις επιταγές των κανόνων δεοντολογίας της δημοσιογραφίας, αλλά μόνο το κατά ποσόν είχε λάβει χώρα διάδοση αναληθούς δηλώσεως. Στον τομέα του Διαδικτύου, όπου η αξία της πληροφορίας ως είδησης είναι πολύ σύντομη, πρακτικά δεν υπάρχει χρόνος να επαληθευτεί η ακρίβεια του περιεχομένου κάθε δήλωσης.
18. Δύο εκ των εναγομένων κατέθεσαν επίσης αίτηση αναθεωρήσεως ενώπιον του Kúria (Ανώτατο Δικαστήριο της Ουγγαρίας). Η προσφεύγουσα εταιρία προέβαλε το επιχείρημα ότι η απόφαση του εφετείου συνιστούσε δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου, δεδομένου ότι η ίδια είχε απλώς μεταδώσει ένα σημαντικό ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ενεργώντας σε πλήρη συμμόρφωση με το δημοσιογραφικό καθήκον της. Υπογράμμισε ότι, όπως έκριναν και το πρωτοδικείο και το εφετείο, η μετάδοση του θέματος από την ίδια έγινε με αντικειμενικό τρόπο. Πρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι η δήλωση του J.Gy. συνιστούσε διατύπωση γνώμης και όχι περιγραφή γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση, δεν είχε συμμετάσχει στη διάδοση της αναληθούς πληροφορίας, αλλά είχε εκπληρώσει μόνο τη δημοσιογραφική υποχρέωσή της να μεταδώσει το θέμα.
19. Με την απόφασή του που εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 2015 (και η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα εταιρία στις 4 Σεπτεμβρίου 2015) το Kúria έκρινε ότι η απόφαση του εφετείου ήταν ορθή, επαναλαμβάνοντας ότι η δήλωση του J.Gy. συνιστούσε περιγραφή πραγματικών περιστατικών και ότι οι εναγόμενοι δεν επαλήθευσαν την εγκυρότητά της. Μολονότι ο όρος jobbikos χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, στην υπόθεση εν προκειμένω, ο J.Gy. αναφέρθηκε ρητά στο κόμμα και στον ρόλο που αυτό διαδραμάτισε κατά το επίμαχο συμβάν. Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσον η ενέργεια της προσφεύγουσας εταιρίας συνιστούσε διάδοση πληροφοριών, το Kúria απεφάνθη ότι:
«Τόσο σε ζητήματα ποινικού δικαίου όσο και σε άλλες υποθέσεις αστικού δικαίου, το Kúria έχει διατυπώσει τη θέση ... ότι η διάδοση πληροφοριών συντελείται μέσω του διαμοιρασμού ή της δημοσίευσης οποιασδήποτε πληροφορίας, συνεπεία δε τούτου οποιοσδήποτε μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στο συγκεκριμένο περιεχόμενο. Το Διαδίκτυο αποτελεί μία μόνο εναλλακτική δημοσίευσης, συνιστά φόρουμ διάδοσης πληροφοριών, το οποίο σημαίνει ότι πληροφορίες και γεγονότα διαμοιράζονται μέσω ενός δικτύου υπολογιστών. Ο διαδικτυακός σύνδεσμος στη δημοσίευση κάποιου προσώπου λειτουργεί ως παράρτημα. Καθίσταται προσβάσιμο και αναγνώσιμο μέσω ενός και μόνο πατήματος του ποντικιού. Ο Αστικός Κώδικας καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη για την τέλεση διάδοσης, αδιακρίτως του αν ο διαδίδων ενεργεί καλή ή κακή τη πίστει. Κατά την άποψη του Kúria, η απαίτηση τα μέσα ενημέρωσης να μην καθιστούν προσβάσιμες επιβλαβείς δηλώσεις δεν συνιστά περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου ή της ελευθερίας της έκφρασης, ούτε συνιστά δυσανάλογη εις βάρος τους υποχρέωση».
20. Στις 19 Δεκεμβρίου 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη συνταγματική προσφυγή. Υπογράμμισε την απόφαση του εφετείου ως προς το σκέλος κατά το οποίο έκρινε ότι η παράθεση υπερσυνδέσμου με σκοπό την παραπομπή σε ορισμένο περιεχόμενο συνιστούσε διάδοση πληροφοριών. Επιπλέον, η διάδοση ήταν παράνομη ακόμα και αν ο διαδίδων δεν ταυτιζόταν ο ίδιος με το περιεχόμενο της δήλωσης του τρίτου μέρους και ακόμα και αν εσφαλμένως είχε εμπιστευθεί την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης.
21. Το Συνταγματικό Δικαστήριο υπενθύμισε ακόμα την προηγούμενη νομολογία του ως προς την μετάδοση συνεντεύξεων τύπου δημοσίων προσώπων, επισημαίνοντας ότι τέτοια ενέργεια δεν συνιστά διάδοση εάν η μετάδοση είναι αμερόληπτη και αντικειμενική, η δήλωση αφορά ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ο εκδότης παρέχει την πηγή της δήλωσης και δίνει τη δυνατότητα αντίδρασης στο πρόσωπο το οποίο ενδεχομένως υφίσταται βλάβη από τη συγκεκριμένη δήλωση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο, οι δημοσιογράφοι ούτε προβαίνουν οι ίδιοι σε δηλώσεις ούτε στοχεύουν στον επηρεασμό της κοινής γνώμης με δικές τους απόψεις. Κατά συνέπεια, η ευθύνη του Τύπου από τη διάδοση αναληθών πληροφοριών έπρεπε να διακριθεί από περιπτώσεις κατά τις οποίες το δημοσιευμένο στα μέσα περιεχόμενο απλώς και μόνο οριοθετείται από τις επιλογές και αποφάσεις των ίδιων των συντακτών και των δημοσιογράφων. Ειδικότερα, σε αυτές τις περιπτώσεις ο σκοπός μίας δημοσίευσης δεν είναι ούτε ο εμπλουτισμός ούτε ο επηρεασμός του δημοσίου διαλόγου με τα επιχειρήματα των ίδιων των δημοσιογράφων, αλλά αντίθετα η επικαιροποιημένη και αξιόπιστη κάλυψη των δηλώσεων τρίτων προσώπων που συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει μία δημόσια αντιπαράθεση απαιτεί ακριβή κάλυψη των συνεντεύξεων τύπου.
22. Ως προς την υπόθεση εν προκειμένω, το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι η διάδοση αναληθούς πληροφορίας δεν αφορούσε δήλωση που είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου. Η επίμαχη δήλωση σχετιζόταν με δημοσιογραφική μετάδοση ενός γεγονότος το οποίο ο Τύπος είχε παρουσιάσει με βάση τις δικές του εκτιμήσεις. Η δημοσιογραφική μετάδοση συνόψιζε πληροφορία σχετικά με γεγονός δημοσίου ενδιαφέροντος. Μία δημοσιογραφική μετάδοση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της έννοιας της διάδοσης μόνο στην περίπτωση που ο σκοπός της δημοσίευσης είναι η παροχή αξιόπιστης και επικαιροποιημένης παρουσίασης δηλώσεων τρίτων προσώπων σε μία δημόσια αντιπαράθεση. Εντούτοις, στη συγκεκριμένη υπόθεση το Kúria έκρινε ότι ο σκοπός της δημοσίευσης δεν ήταν η παρουσίαση της δήλωσης του J.Gy., αλλά η παρουσίαση αντικρουόμενων πληροφοριών σχετικά με το συμβάν. Έτσι, η επίμαχη δημοσιογραφική μετάδοση συνιστούσε διάδοση πληροφοριών. [...]
ΝΟΜΙΚΟ ΣΚΕΛΟΣ
I. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
33. Η προσφεύγουσα εταιρία ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις των ουγγρικών δικαστηρίων, καθ’ ο μέρος της καταλόγισαν αντικειμενική ευθύνη για την παραπομπή στο επίμαχο περιεχόμενο μέσω της παράθεσης υπερσυνδέσμου στη διαδικτυακή ειδησεογραφική πύλη την οποία διαχειρίζεται, συνιστούν παραβίαση της ελευθερίας έκφρασής της, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 10 της Συμβάσεως, το οποίο έχει ως εξής:
«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.» [...]
B. Επί της ουσίας [...]
2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
(Α) Κατά πόσον στοιχειοθετείται περιορισμός
56. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των μερών ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων περιόρισαν την κατοχυρωμένη δυνάμει του άρθρου 10 της Συμβάσεως ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται διαφορετικά επί του ζητήματος αυτού.
57. Τέτοιου είδους περιορισμός του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας θα πρέπει «να προβλέπεται από τον νόμο», να έχει έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 10, και «να αποτελεί αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία».
(Β) Νομιμότητα
58. Στην υπόθεση εν προκειμένω, εκφράζονται διαφορετικές γνώμες από τα μέρη ως προς το κατά πόσον ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας «προβλέπεται από τον νόμο». Η προσφεύγουσα εταιρία υποστηρίζει ότι δεν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο πως η παράθεση ενός υπερσυνδέσμου στοιχειοθετεί διάδοση αναληθών ή συκοφαντικών πληροφοριών. Η Κυβέρνηση, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 75, παράγραφος 1 και 78, παράγραφοι 1 και 2 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα εταιρία υπέχει ευθύνη για τη δημοσίευση και διάδοση ιδιωτικών γνωμών τις οποίες εξέφρασαν τρίτα πρόσωπα.
59. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έκφραση «να προβλέπεται από τον νόμο» στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 10 δεν απαιτεί μόνο το αμφισβητούμενο μέτρο να βρίσκει έρεισμα στο εθνικό δίκαιο, αλλά αναφέρεται ακόμα και στα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου νόμου, ο οποίος θα πρέπει να είναι διαθέσιμος στο πρόσωπο το οποίο αφορά και προβλέψιμος ως προς τις συνέπειές του. Το επίπεδο ακρίβειας το οποίο απαιτείται για την εθνική νομοθεσία - η οποία δεν μπορεί να προβλέπει κάθε πιθανή περίπτωση - εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το περιεχόμενο του συγκεκριμένου νόμου, το πεδίο εφαρμογής, καθώς και τον αριθμό και την κατάσταση αυτών προς τους οποίους απευθύνεται. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα πρόσωπα τα οποία έχουν μία επαγγελματική δραστηριότητα, τα οποία κατά συνήθεια οφείλουν να ενεργούν με έναν υψηλό βαθμό προσοχής κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, αναμένονται εξ αυτού του λόγου να επιδεικνύουν ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την αξιολόγηση των κινδύνων που εγκυμονεί η συγκεκριμένη δραστηριότητά τους (βλ. Karácsony και λοιποί κατά Ουγγαρίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 42461/13 και 44357/13, παρ. 123-125, ΕΔΔΑ 2016 (αποσπάσματα), καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
60. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα εθνικά δικαστήρια έκριναν πως η παράθεση ενός υπερσυνδέσμου συνιστά διάδοση συκοφαντικών δηλώσεων και επέλεξαν να εφαρμόσουν το άρθρο 78 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα. Υπογραμμίζει ακόμα ότι δεν υπήρχε ούτε ρητή νομική ρύθμιση ούτε νομολογία σχετικά με το επιτρεπτό και τους περιορισμούς στην παράθεση υπερσυνδέσμων.
61. Εντούτοις, με βάση το συμπέρασμα κατωτέρω ως προς την αναγκαιότητα του περιορισμού (βλ. κατωτέρω, παράγραφος 84), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να αποφανθεί επί του ερωτήματος κατά πόσον ήταν αναμενόμενη για τους αναφερόμενους στο άρθρο 10, παράγραφος 2 της Συμβάσεως σκοπούς, η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ουγγρικού Αστικού Κώδικα στην περίπτωση της προσφεύγουσας εταιρίας.
(Γ) Νόμιμος σκοπός
62. Η Κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι ο περιορισμός στην υπόθεση εν προκειμένω δικαιολογείται από τον νόμιμο σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων άλλων προσώπων. Το Δικαστήριο δέχεται τον εν λόγω ισχυρισμό.
(Δ) Αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία
(α) Γενικές αρχές
63. Οι θεμελιώδεις αρχές αναφορικά με το ζήτημα κατά πόσον ένας περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης αποτελεί «αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία» διατυπώνονται παγίως στη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. Delfi AS κατά Εσθονίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 64569/09, παράγραφος 131, ΕΔΔΑ 2015, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
64. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προστασία που παρέχει το άρθρο 10 στους δημοσιογράφους αναφορικά με τη μετάδοση ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος τελεί υπό τον όρο ότι ενεργούν καλή τη πίστει και επί τη βάσει γεγονότων τα οποία διακρίνονται από ακρίβεια, καθώς και ότι παρέχουν «αξιόπιστη και σαφή» πληροφόρηση σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας (βλ. Bédat κατά Ελβετίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 56925/08, παράγραφος 58, ΕΔΔΑ 2016). Σε έναν κόσμο όπου το άτομο κατακλύζεται από τεράστιες ποσότητες πληροφοριών οι οποίες κυκλοφορούν μέσω των παραδοσιακών και των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης και ο οποίος περιλαμβάνει έναν διαρκώς αυξανόμενο κύκλο παραγόντων, η εποπτεία της συμμόρφωσης με τους κώδικες ηθικής της δημοσιογραφίας αποκτά αυξημένη βαρύτητα (βλ. Stoll κατά Ελβετίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 69698/01, παράγραφος 104, ΕΔΔΑ 2007-V).
65. Κατά την εξέταση της αναγκαιότητας ή μη ενός περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης σε μία δημοκρατική κοινωνία προκειμένου να διασφαλιστεί η «προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων άλλων προσώπων», το Δικαστήριο ενδέχεται να χρειαστεί να αξιολογήσει κατά πόσον οι εθνικές αρχές έχουν σταθμίσει αντικειμενικά ως προς την προστασία που παρέχουν δύο κατοχυρωμένες από τη Σύμβαση αρχές οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να συγκρούονται, συγκεκριμένα αφενός η ελευθερία της έκφρασης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, και αφετέρου, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 (βλ. Axel Springer AG κατά Γερμανίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 39954/08, παράγραφος 84, 7 Φεβρουαρίου 2012, και Von Hannover κατά Γερμανίας (αρ. 2) [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 40660/08 και 60641/08, παράγραφος 106, ΕΔΔΑ 2012, καθώς και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
66. Ως προς τη σημασία των ιστότοπων στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι λαμβανομένων υπόψη της προσβασιμότητάς του και της δυνατότητάς του να αποθηκεύεται και να κοινοποιείται δημοσίως τεράστιος όγκος πληροφοριών, το Διαδίκτυο έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση της πρόσβασης του κοινού στην ενημέρωση και τη διευκόλυνση της διάδοσης πληροφοριών εν γένει (βλ. Ahmet Yıldırım κατά Τουρκίας, αριθ. 3111/10, παράγραφος 48, ΕΔΔΑ 2012). Παράλληλα, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στην άσκηση και την απόλαυση δικαιωμάτων του ανθρώπου, ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, που εγκυμονούν το περιεχόμενο και οι δημοσιεύσεις στο Διαδίκτυο είναι αδιαμφισβήτητα υψηλότερος σε σχέση με αυτόν που εγκυμονεί η δραστηριότητα του Τύπου (βλ. Egill Einarsson κατά Ισλανδίας, αριθ. 24703/15, παράγραφος 46, 7 Νοεμβρίου 2017). Εξαιτίας ακριβώς της ιδιαίτερης φύσης του Διαδικτύου, «τα καθήκοντα και οι ευθύνες» των διαδικτυακών ειδησεογραφικών πυλών στο πλαίσιο του άρθρου 10 ενδέχεται να διαφέρουν ως ένα βαθμό από αυτά του παραδοσιακού εκδότη, αναφορικά με το περιεχόμενο από τρίτα μέρη (βλ. προαναφερθείσα Delfi, παράγραφος 113). Μολονότι οι διαδικτυακές ειδησεογραφικές πύλες δεν συνιστούν εκδότες, κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου, των σχολίων τρίτων μερών, μπορούν εντούτοις να υπέχουν ευθύνη σε ορισμένες περιπτώσεις για το δημιουργούμενο από τους χρήστες περιεχόμενο (βλ. Magyar Tartalomszolgáltatók Egyesülete και Index.hu Zrt κατά Ουγγαρίας, αριθ. 22947/13, παράγραφος 62, 2 Φεβρουαρίου 2016).
67. Σχετικά με τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας («ISSPs») οι οποίοι αποθηκεύουν πληροφορίες που παρέχονται από δέκτες των υπηρεσιών τους, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε υπόθεση που αφορούσε προσφυγή με αντικείμενο τη διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8, ότι σύμφωνα με τα πρότυπα του διεθνούς δικαίου, οι πάροχοι αυτοί δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για το προερχόμενο από τρίτα μέρη περιεχόμενο, με εξαίρεση την περίπτωση όπου δεν ενεργούν ταχύτατα, αμέσως μόλις αντιλαμβάνονται την παρανομία, με σκοπό την αφαίρεση ή την παρεμπόδιση της πρόσβασης στο συγκεκριμένο περιεχόμενο (βλ. Tamiz κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απόφ.), αριθ. 3877/14, 19 Σεπτεμβρίου 2017).
68. Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι πολιτικές σχετικά με την αναπαραγωγή υλικού αφενός από τον παραδοσιακό Τύπο και αφετέρου από το Διαδίκτυο μπορεί να διαφέρουν. Η τελευταία θα πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμοστεί σε συγκεκριμένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία και η προώθηση των σχετικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (βλ. Editorial Board of Pravoye Delo και Shtekel κατά Ουκρανίας, αριθ. 33014/05, παράγραφος 63, ΕΔΔΑ 2011 (αποσπάσματα)). Η απουσία επαρκούς νομικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο που να επιτρέπει στους δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν πληροφορίες αναρτημένες στο Διαδίκτυο χωρίς τον φόβο απειλούμενων κυρώσεων υπονομεύει σε σημαντικό βαθμό την άσκηση της ουσιώδους λειτουργίας του Τύπου ως «δημοσίου παρατηρητή και ελεγκτή ταυτοχρόνως» (αυτόθι, παράγραφος 64).
(β) Εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην υπόθεση εν προκειμένω
69. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση εν προκειμένω αφορά «τα καθήκοντα και τις ευθύνες», κατά την έννοια του άρθρου 10 της Συμβάσεως, μίας διαδικτυακής ειδησεογραφικής πύλης η οποία συγκεκριμένα συμπεριέλαβε σε ένα διαδικτυακό άρθρο έναν υπερσύνδεσμο που οδηγούσε σε περιεχόμενο, διαθέσιμο ήδη στο Διαδίκτυο, το οποίο αργότερα κρίθηκε δυσφημιστικό. Τα εθνικά δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι η παράθεση ενός τέτοιου υπερσυνδέσμου συνιστούσε αυτομάτως δημοσίευση της δυσφημιστικής δήλωσης, και έτσι καταλόγισαν αντικειμενική ευθύνη στον δημοσιογράφο και την ειδησεογραφική πύλη που διαχειρίζεται η προσφεύγουσα εταιρία. Συνεπώς, το ζήτημα που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι το κατά πόσον ο επαγόμενος περιορισμός των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας εταιρίας κατά το άρθρο 10 της Συμβάσεως βασίστηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε πρόσφορους και επαρκείς λόγους και κατά συνέπεια κατά πόσον αποτελεί αναγκαίο μέτρο σε μία δημοκρατική κοινωνία.
70. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η επίμαχη διαδικτυακή ειδησεογραφική πύλη λειτουργεί σε επαγγελματική βάση, καθώς δημοσιεύει σε ημερήσια βάση περίπου 75 άρθρα ευρείας θεματικής ύλης και προσελκύει περί τους 250.000 αναγνώστες ημερησίως.
71. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η πρακτική των εθνικών δικαστηρίων εξαιρεί τους εκδότες από τον καταλογισμό αστικής ευθύνης για την αναπαραγωγή υλικού που έχει δημοσιευθεί σε συνεντεύξεις τύπου, υπό τον όρο ότι έχουν μεταδώσει δημοσιογραφικά με αμερόληπτο και αντικειμενικό τρόπο ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ότι έχουν διακρίνει τους ίδιους από την πηγή της δήλωσης και ότι έχουν παράσχει τη δυνατότητα σχολιασμού στο πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η δήλωση (βλ. ανωτέρω, παράγραφος 21). Εντούτοις, δεν γίνεται καμία τέτοια εξαίρεση για τις περιπτώσεις διάδοσης αναληθών ή δυσφημιστικών πληροφοριών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο ορισμού της συνέντευξης τύπου, όπου καταλογίζεται κατά κανόνα αντικειμενική ευθύνη, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν ο αρθρογράφος ή ο εκδότης ενήργησε καλή ή κακή τη πίστει και σε συμμόρφωση με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της δημοσιογραφίας.
72. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει αποφανθεί παλαιότερα πως η διαφοροποίηση αναφορικά με το περιεχόμενο από τρίτα μέρη μεταξύ του διαχειριστή μιας διαδικτυακής ειδησεογραφικής πύλης και ενός εκδότη παραδοσιακού μέσου ενημέρωσης είναι σύμφωνη με τα διεθνή νομικά κείμενα σε αυτό τον τομέα, γεγονός το οποίο καταδεικνύει μία ορισμένη εξέλιξη υπέρ της διάκρισης μεταξύ των αρχών δικαίου που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες του παραδοσιακού Τύπου και των οπτικοακουστικών μέσων, αφενός και τη λειτουργία των διαδικτυακών μέσων, αφετέρου (βλ.Delfi, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφοι 112-113).
73. Πρόσθετα, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του Διαδικτύου στην ενίσχυση της πρόσβασης του κοινού σε ειδήσεις και πληροφορίες, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο σκοπός των υπερσυνδέσμων, μέσω της κατεύθυνσης σε άλλες σελίδες και διαδικτυακές πηγές, έγκειται στην διευκόλυνση της πλοήγησης των χρηστών του Διαδικτύου προς και από περιεχόμενο σε ένα δίκτυο που χαρακτηρίζεται από τη διαθεσιμότητα τεράστιου όγκου πληροφοριών. Οι υπερσύνδεσμοι συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία του Διαδικτύου, καθιστώντας προσβάσιμες πληροφορίες μέσω της σύνδεσης από τη μία πληροφορία στην άλλη.
74. Οι υπερσύνδεσμοι, ως δημοσιογραφική τεχνική, διαφέρουν ουσιωδώς από τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης, καθώς ο γενικός κανόνας είναι ότι απλώς κατευθύνουν τους χρήστες σε περιεχόμενο ήδη διαθέσιμο αλλού στο Διαδίκτυο. Δεν παρουσιάζουν τις συνδεδεμένες δηλώσεις στο κοινό ούτε κοινολογούν το περιεχόμενό τους, αλλά απλώς χρησιμεύουν στο να προσελκύουν την προσοχή των αναγνωστών ως προς την ύπαρξη περιεχομένου σε άλλη ιστοσελίδα.
75. Ένα επιπλέον διακριτικό γνώρισμα των υπερσυνδέσμων, σε σχέση με τους τρόπους διάδοσης πληροφοριών, είναι ότι το πρόσωπο το οποίο παραπέμπει σε μία πληροφορία μέσω ενός υπερσυνδέσμου δεν ασκεί έλεγχο στο περιεχόμενο της ιστοσελίδας προς την οποία παρέχει ο υπερσύνδεσμος αυτός πρόσβαση και το οποίο ενδέχεται να τροποποιηθεί μετά τη δημιουργία του συνδέσμου - εξαίρεση φυσικά αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία ο υπερσύνδεσμος παραπέμπει σε περιεχόμενο που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο. Επιπλέον, το περιεχόμενο πίσω από τον υπερσύνδεσμο έχει ήδη καταστεί διαθέσιμο στην ιστοσελίδα προς την οποία οδηγεί από τον αρχικό εκδότη, παρέχοντας απεριόριστη πρόσβαση στο κοινό.
76. Συνεπώς, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των υπερσυνδέσμων, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων η οποία συνίσταται στην εξίσωση της απλής παράθεσης ενός υπερσυνδέσμου και της διάδοσης δυσφημιστικών πληροφοριών, και η οποία συνεπάγεται αυτομάτως καταλογισμό αντικειμενικής ευθύνης για το ίδιο το περιεχόμενο. Αντίθετα, κρίνει ότι το ζήτημα του κατά πόσον η παράθεση ενός υπερσυνδέσμου ενδέχεται, ευλόγως στα πλαίσια του άρθρου 10, να συνεπάγεται καταλογισμό τέτοιας ευθύνης απαιτεί μία κατά περίπτωση ατομική αξιολόγηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία.
77. Το Δικαστήριο συγκεκριμένα λαμβάνει υπόψη του τα ακόλουθα στοιχεία κατά τον συλλογισμό του περί του καταλογισμού ή μη ευθύνης στην προσφεύγουσα εταιρία για τη δημοσίευση ενός υπερσυνδέσμου: α) ο δημοσιογράφος επιδοκίμασε το αμφισβητούμενο περιεχόμενο, β) ο δημοσιογράφος επανέλαβε το αμφισβητούμενο περιεχόμενο (χωρίς να το επιδοκιμάζει), γ) ο δημοσιογράφος απλώς παρέθεσε έναν υπερσύνδεσμο ο οποίος παραπέμπει στο αμφισβητούμενο περιεχόμενο (χωρίς να το επιδοκιμάζει ή να το επαναλαμβάνει), δ) ο δημοσιογράφος γνώριζε ή θα μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει ότι το αμφισβητούμενο περιεχόμενο ήταν δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο και ε) ο δημοσιογράφος ενήργησε καλή τη πίστει, σεβόμενος τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δέουσα επιμέλεια;
78. Στην υπόθεση εν προκειμένω το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το επίμαχο άρθρο απλώς ανέφερε ότι ήταν διαθέσιμη στο Youtube μία συνέντευξη που παραχώρησε ο J.Gy. και καθιστούσε δυνατή την πρόσβαση σε αυτή μέσω ενός υπερσυνδέσμου, χωρίς να σχολιάζει περαιτέρω επ’ αυτής, ή χωρίς να επαναλαμβάνει ακόμα και αποσπάσματα της ίδιας της συνέντευξης προς την οποία παρέπεμπε ο υπερσύνδεσμος. Ουδεμία απολύτως αναφορά γινόταν στο πολιτικό κόμμα.
79. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι σε κανένα σημείο του άρθρου ο αρθρογράφος δεν ανέφερε με κάποιον τρόπο ότι το περιεχόμενο της δήλωσης στην οποία παρέπεμπε ο υπερσύνδεσμος ήταν αληθές ή ότι επικροτούσε το εν λόγω περιεχόμενο ή ότι αναλάμβανε ευθύνη για αυτό. Ούτε χρησιμοποίησε τον υπερσύνδεσμο με τέτοιο τρόπο ώστε να υποδηλώνει, αφ’ εαυτού, πρόθεση δυσφήμησης. Εξ αυτών συνάγεται ότι το επίμαχο άρθρο δεν συνιστούσε επιδοκιμασία του δυσφημιστικού περιεχομένου.
80. Σχετικά με το ζήτημα της επανάληψης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι «η επιβολή ποινής σε ένα δημοσιογράφο για τη συμβολή του στη διάδοση δηλώσεων ενός άλλου προσώπου που έγιναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα στη συνεισφορά του Τύπου στη συζήτηση ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και δεν πρέπει να προβλέπεται, παρά μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν συγκεκριμένοι σοβαροί λόγοι προς τούτο» (βλ. Jersild κατά Δανίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, παράγραφος 35, Σειρά A αριθ. 298; Thoma κατά Λουξεμβούργου, αριθ. 38432/97, παράγραφος 62, ΕΔΔΑ 2001-III § 62, καθώς και Novaya Gazeta και Milashina κατά Ρωσίας, αριθ. 45083/06, παράγραφος 71, 3 Οκτωβρίου 2017). Μία γενική υποχρέωση των δημοσιογράφων να αποστασιοποιούνται συστηματικά και τυπικά από το περιεχόμενο ενός παρατεθειμένου περιεχομένου το οποίο ενδέχεται να προκαλέσει άλλα πρόσωπα ή να προξενήσει βλάβη στην υπόληψή τους είναι ασυμβίβαστη με τον ρόλο του Τύπου ως προς την παροχή πληροφόρησης σε γεγονότα, απόψεις και ιδέες της επικαιρότητας (βλ. Thoma, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφος 64). Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αρχές, το Δικαστήριο δεν αποκλείει ότι σε συγκεκριμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, ακόμα και η απλή επανάληψη μιας δήλωσης, λόγου χάρη μαζί με έναν υπερσύνδεσμο, δύναται να εγείρει ζήτημα ευθύνης. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν αυτές κατά τις οποίες ο δημοσιογράφος δεν ενήργησε καλή τη πίστει, σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και με την αναμενόμενη δέουσα επιμέλεια στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας που ασχολείται με κάποιο ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος (βλ σχετικά, για παράδειγμα, Novaya Gazeta και Milashina, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφος 72). Εντούτοις, η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει στην υπόθεση εν προκειμένω, καθώς, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, το επίμαχο άρθρο δεν επαναλάμβανε καθόλου το δυσφημιστικό περιεχόμενο της δήλωσης και η δημοσίευση περιοριζόταν πράγματι στην παράθεση του υπερσυνδέσμου. 81. Ως προς το ζήτημα αν ο δημοσιογράφος και η προσφεύγουσα εταιρία γνώριζαν ή θα μπορούσαν ευλόγως να γνωρίζουν ότι ο υπερσύνδεσμος παρείχε πρόσβαση σε δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα εθνικά δικαστήρια, με εξαίρεση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκριναν ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ήταν πρόσφορο και έτσι δεν το εξέτασαν. Το Δικαστήριο ακόμα εκτιμά ότι αυτό το ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της περίπτωσης όπως αυτή ίσχυε για τον δημοσιογράφο κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά, και όχι με το πλεονέκτημα της διαπίστωσης εκ των υστέρων βάσει των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων. Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι μία επίθεση στην τιμή και την υπόληψη ενός προσώπου θα πρέπει να αγγίζει έναν ορισμένο βαθμό σοβαρότητας και θα πρέπει να έχει τελεσθεί με τρόπο που να προξενεί βλάβη στην απόλαυση από το πρόσωπο του δικαιώματος σεβασμού στην ιδιωτική του ζωή (βλ. Delfi, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφος 137, και Axel Springer AG, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφος 83). Πρόσθετα, τα όρια της αποδεκτής κριτικής διευρύνονται στην περίπτωση ενός πολιτικού προσώπου - ή ενός πολιτικού κόμματος - σε σχέση με την περίπτωση ενός πολίτη. Σε αντίθεση με τον τελευταίο, το πολιτικό πρόσωπο αναπάντεχα και εν γνώση του/της υποβάλλεται σε στενό έλεγχο ως προς όλα όσα λέει και πράττει και από τους δημοσιογράφους και από το ευρύ κοινό και, κατά συνέπεια, θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να επιδεικνύει ένα μεγαλύτερο βαθμό ανοχής (βλ. Lindon, Otchakovsky-Laurens και July κατά Γαλλίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αριθ. 21279/02 και 36448/02, παράγραφος 46, ΕΔΔΑ 2007-IV).
82. Βάσει αυτών των αρχών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο δημοσιογράφος στην ένδικη προσφυγή θα μπορούσε ευλόγως να υποθέσει πως το περιεχόμενο, προς το οποίο παρείχε πρόσβαση, μολονότι ήταν ίσως αμφιλεγόμενο, παρόλα αυτά ενέπιπτε στο πεδίο της αποδεκτής κριτικής προς τα πολιτικά κόμματα και, ως τέτοιο, δεν ήταν παράνομο. Παρόλο που η δήλωση του J.Gy. κρίθηκε εν τέλει δυσφημιστική, επειδή άφηνε να εννοηθεί, χωρίς να βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, πως κάποια πρόσωπα που σχετίζονταν με το Jobbik είχαν προβεί σε ενέργειες ρατσιστικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τέτοια σχόλια δεν θα μπορούσαν με βεβαιότητα να θεωρηθούν εξαρχής παράνομα (βλ., αντίθετα, Delfi, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφοι 136 and 140).
83. Επιπλέον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετική ουγγρική νομοθεσία, όπως ερμηνεύθηκε από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, αποκλείει οποιαδήποτε ουσιαστική εκτίμηση των δικαιωμάτων ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας στο πλαίσιο του άρθρου 10 της Συμβάσεως, σε μία περίπτωση όπου οι τυχόν περιορισμοί απαιτούν τον μέγιστο δυνατό έλεγχο, δεδομένης της αντιπαράθεσης σε ένα ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Πράγματι, τα δικαστήρια έκριναν ότι η παράθεση ενός υπερσυνδέσμου συνιστούσε διάδοση πληροφοριών και καταλόγισαν αντικειμενική ευθύνη - μία συλλογιστική πορεία η οποία ουσιαστικά αποκλείει οποιαδήποτε στάθμιση μεταξύ των συγκρουόμενων δικαιωμάτων, ήτοι του δικαιώματος φήμης του πολιτικού κόμματος και του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας (βλ, κατ’ αναλογίαν, Magyar Tartalomszolgáltatók Egyesülete και Index.hu Zrt, μνημονευθείσα ανωτέρω, παράγραφος 89). Κατά το Δικαστήριο, αυτή η αντικειμενική ευθύνη θα είχε αναμενόμενες αρνητικές συνέπειες στη ροή των πληροφοριών στο Διαδίκτυο, αποτρέποντας τους αρθρογράφους και τους εκδότες συλλήβδην να παραπέμπουν μέσω υπερσυνδέσμων σε περιεχόμενο του οποίου το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιεχόμενο δεν ελέγχουν. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει, άμεσα ή έμμεσα, αποτρεπτικά για την ελευθερία της έκφρασης στο Διαδίκτυο.
84. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο καταλογισμός αντικειμενικής ευθύνης στην προσφεύγουσα εταιρία από τα εθνικά δικαστήρια δεν βασίστηκε σε πρόσφορους και επαρκείς λόγους. Κατά συνέπεια, το εν λόγω μέτρο συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης.
85. Συνεπώς, στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως. [...]
ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ PINTO DE ALBUQUERQUE
1. Το ευρωπαϊκό δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει εξελιχθεί δυναμικά υπέρ της ένταξης του τομέα του Διαδικτύου στη σφαίρα των διεθνώς προστατευόμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων της ελευθερίας της έκφρασης και του ελεύθερου Τύπου, και έχει επισημάνει συγκεκριμένα ότι ο καταλογισμός ευθύνης για το προερχόμενο από τρίτα μέρη περιεχόμενο το οποίο δημοσιεύεται ηλεκτρονικά μπορεί να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα εν λόγω προστατευόμενα δικαιώματα. Το καινούριο νομικό ερώτημα το οποίο θέτει η παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσον η καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης για την παράθεση υπερσυνδέσμων είναι συμβατή με τα συγκεκριμένα δικαιώματα. Το αποτέλεσμα της παρούσας δίκης θα έχει επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργία του Διαδικτύου, δεδομένης της σημασίας των υπερσυνδέσμων. Δεν χρειάζεται να αναλυθεί περαιτέρω το ζήτημα της προσφορότητας προς εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, καίτοι συμφωνώ πλήρως με τη διαπίστωση ότι στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως, επιθυμώ να αναπτύξω περαιτέρω τη συλλογιστική του Δικαστηρίου, προκειμένου να υπογραμμίσω τις βασικές αρχές αυτής της συλλογιστικής ως προς την ευθύνη για τη χρήση υπερσυνδέσμων.
Τα «διακριτικά γνωρίσματα» των υπερσυνδέσμων
2. Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «οι πολιτικές σχετικά με την αναπαραγωγή υλικού αφενός από τον παραδοσιακό Τύπο και αφετέρου από το Διαδίκτυο μπορεί να διαφέρουν. Η τελευταία θα πρέπει οπωσδήποτε να προσαρμοστεί σε συγκεκριμένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία και η προώθηση των σχετικών δικαιωμάτων και ελευθεριών». Η παρούσα απόφαση επιβεβαιώνει αυτή την αρχή. Ωστόσο, το Δικαστήριο προχωράει ένα βήμα περαιτέρω στον χαρακτηρισμό των «διακριτικών γνωρισμάτων» των υπερσυνδέσμων, επισημαίνοντας ότι « [οι] υπερσύνδεσμοι, ως δημοσιογραφική τεχνική, διαφέρουν ουσιωδώς από τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης...». Προς αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης γίνεται επίκληση τριών πειστικών επιχειρημάτων.
3. Πρώτον, οι υπερσύνδεσμοι δεν περιλαμβάνουν «τις συνδεδεμένες δηλώσεις στο κοινό ούτε κοινολογούν το περιεχόμενό τους». Αντιθέτως, απλώς κοινολογούν την ύπαρξη τέτοιων πληροφοριών. Παρόμοια θέση έχουν εκφράσει και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην υπόθεση Crookes κατά Newton και το Εφετείο Τρίτου Τομέα των ΗΠΑ (United States Court of Appeals for the Third Circuit) στην υπόθεση Philadelphia Newspapers, LLC, των οποίων τη νομολογία το Δικαστήριο επικαλείται και υιοθετεί. Ακολούθως, η παραπομπή μέσω υπερσυνδέσμων «έχει αφ’ εαυτής ουδέτερο περιεχόμενο – δεν εκφράζει καμία απολύτως γνώμη...».

4. Ο σχεδιασμός του Διαδικτύου με την εξέλιξη του Παγκόσμιου Ιστού βασίστηκε στην ιδέα της ελεύθερης σύνδεσης των πληροφοριών. Πράγματι, όπως επεσήμανε αρκετά νωρίτερα ο Tim Berners-Lee: «Πρόθεση των σχεδιαστών του ιστού ήταν οι κανονικοί σύνδεσμοι να χρησιμεύουν απλώς ως αναφορές, χωρίς να υποκρύπτουν κάποιο νόημα. Ένας κανονικός σύνδεσμος υπερκειμένου δεν υπονοεί απαραίτητα ότι το ένα έγγραφο επιδοκιμάζει το άλλο, ή ότι το ένα έγγραφο δημιουργείται από το ίδιο πρόσωπο που έχει δημιουργήσει και το άλλο, η ότι το ένα έγγραφο πρέπει να θεωρείται μέρος του άλλου».

Δύο αρχές του σχεδιασμού του συστήματος είναι θεμελιώδεις στη δομή και τον τρόπο λειτουργίας του Παγκόσμιου Ιστού, οι οποίες καθιστούν εφικτή την ελευθερία της έκφρασης: «Η πρωταρχική αρχή στην οποία βασίζεται η χρησιμότητα και η ανάπτυξη του Ιστού είναι η καθολικότητα. Όταν δημιουργεί κάποιος ένα σύνδεσμο, μπορεί να συνδεθεί σε ο,τιδήποτε. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να τοποθετούν τα πάντα στον ιστό, ανεξαρτήτως του υπολογιστή που έχουν, του λογισμικού που χρησιμοποιούν ή της ανθρώπινης γλώσσας που μιλάνε και ασχέτως του κατά πόσον διαθέτουν ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση στο Διαδίκτυο... Η αποκεντροποίηση αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού. Δεν χρειάζεται να λάβει κάποιος έγκριση από κάποια κεντρική αρχή για να προσθέσει μία σελίδα ή να δημιουργήσει ένα σύνδεσμο. Το μόνο που χρειάζεται κάποιος να κάνει είναι να χρησιμοποιήσει τρία απλά, βασικά πρωτόκολλα: να γράψει μία σελίδα σε μορφότυπο HTML, να της δώσει όνομα με τη σύμβαση ονοματοδοσίας URL και να την κοινοποιήσει στο Διαδίκτυο χρησιμοποιώντας το HTT. Η αποκεντροποίηση έχει καταστήσει εφικτή την καινοτομία παντού και θα συνεχίσει και στο μέλλον.».

Τα σχόλια του Berners-Lee ως προς την πρωταρχική ανάγκη αποτελεσματικής και καθολικής σύνδεσης πληροφοριών μπορούν να καθοδηγήσουν την ανάλυση του Δικαστηρίου: «Ο Ιστός σχεδιάστηκε με στόχο να καταστεί ένας καθολικός χώρος πληροφόρησης, ούτως ώστε όταν κάποιος θέτει ένα σελιδοδείκτη ή ένα σύνδεσμο υπερκειμένου, να μπορεί να δημιουργήσει αυτό τον σύνδεσμο οπωσδήποτε σε κάθε χώρο πληροφόρησης που είναι προσβάσιμος μέσω της χρήσης δικτύων. Η καθολικότητα είναι ουσιώδης για τον Ιστό: αποδυναμώνεται εάν υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες πραγμάτων στα οποία να μη μπορεί να συνδεθεί κάποιος...».

Οι υπερσύνδεσμοι είναι η κόλλα που συγκρατεί τον Παγκόσμιο Ιστό καθώς διευκολύνουν και επιταχύνουν την πλοήγηση των ανθρώπων σε άλλες ιστοσελίδες προκειμένου να ανακτήσουν, να δουν, να αποκτήσουν πρόσβαση και να επαναδιαμοιράσουν πληροφορίες. Χωρίς τους υπερσυνδέσμους, οι εκδότες θα έπρεπε να παράσχουν εναλλακτικές οδηγίες στους αναγνώστες για τον εντοπισμό περισσότερων πληροφοριών. Αυτό, θα ήταν δύσκολο, εάν όχι ακατόρθωτο, για τον μέσο όρο των ανθρώπων να το εκτελέσει χωρίς αναπτυγμένο τεχνολογικό υπόβαθρο.
5. Οι προαναφερθείσες αρχές της καθολικότητας και της αποκεντροποίησης, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως σημαντικές στον τομέα της δημοσιογραφίας, ενισχύονται με την άποψη του Δικαστηρίου ότι οι εθνικές νομοθεσίες πρέπει να επιτρέπουν «στους δημοσιογράφους να χρησιμοποιούν πληροφορίες που αποκτούν από το Διαδίκτυο χωρίς την απειλή επιβολής κυρώσεων». Ως δημοσιογραφική τεχνική, η παράθεση υπερσυνδέσμων διευκολύνει και βελτιώνει τη δημοσιογραφική διαδικασία επιτρέποντας την ταχύτερη παράδοση περιεχομένου στους χρήστες και παρέχοντας τη δυνατότητα στους δημοσιογράφους να διαβιβάζουν πληροφορίες που είναι αμεσότερα προσβάσιμες και περισσότερο κατανοητές. Επιπλέον, προωθεί τη διαφορετικότητα και τον πλουραλισμό στα μέσα ενημέρωσης, κάτι το οποίο ουσιαστικά είναι υπέρ του δημοσίου συμφέροντος, καθώς μέσω της χρήσης υπερσυνδέσμων οι μεγάλοι και οι μικροί οργανισμοί μέσων ενημέρωσης έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν με έναν αμοιβαία επωφελή τρόπο ώστε να παράσχουν στους χρήστες εμπλουτισμένο περιεχόμενο. Συνήθως, οι δημοσιογράφοι και οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί δεν είναι σε θέση να βεβαιωθούν για τη νομιμότητα του περιεχομένου σε καμία από τις συνδεδεμένες σελίδες. Ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που οι μεγαλύτεροι οργανισμοί μέσων ενημέρωσης θα μπορούσαν ως ένα σημείο να ανταπεξέλθουν στους νομικούς κινδύνους που θα εγκυμονούσε η χρήση υπερσυνδέσμων, είναι απολύτως βέβαιο ότι οι μικρότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί, που έχουν αρκετά πιο περιορισμένους πόρους, δε θα είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη χρήση υπερσυνδέσμων.
6. Δεύτερον, όπως έχει ήδη επισημάνει το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, η εισαγωγή ενός υπερσυνδέσμου δεν δίνει στον αρθρογράφο «κανένα έλεγχο στο περιεχόμενο του δευτερεύοντος άρθρου προς το οποίο αυτός ή αυτή έχει παραπέμψει μέσω του υπερσυνδέσμου». Το περιεχόμενο του προορισμού μπορεί να αλλάξει, ακόμα και ριζικά, μετά το χρονικό σημείο της παράθεσης του υπερσυνδέσμου για πρώτη φορά, χωρίς το πρόσωπο που δημιούργησε τον υπερσύνδεσμο να έχει οποιονδήποτε έλεγχο επ’ αυτού. Τη σκέψη αυτή ασπάζεται και το Δικαστήριο στη συλλογιστική του, το οποίο ωστόσο επισημαίνει ότι: «εξαίρεση φυσικά αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία ο υπερσύνδεσμος παραπέμπει σε περιεχόμενο που ελέγχεται από το ίδιο πρόσωπο». Σε αυτή την περίπτωση, εντούτοις, η ευθύνη δεν είναι έμμεση. Πρόσθετα, η χρήση υπερσυνδέσμων μπορεί συχνά να περιλαμβάνει περιορισμένη ή και καθόλου ανθρώπινη ενέργεια κατά τη σύνταξη, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των σύγχρονων υπηρεσιών ηλεκτρονικής δημοσίευσης, των συστημάτων διαχείρισης περιεχομένου και των εφαρμογών μέσων κοινωνικής δικτύωσης περιλαμβάνουν εργαλεία τα οποία επιτρέπουν την αυτοματοποιημένη ή αλλιώς τη μηχανικά υποβοηθούμενη παράθεση υπερσυνδέσμων.
7. Τρίτον, το Δικαστήριο προσθέτει ότι «το περιεχόμενο πίσω από τον υπερσύνδεσμο έχει ήδη καταστεί διαθέσιμο στην ιστοσελίδα προς την οποία οδηγεί από τον αρχικό εκδότη, παρέχοντας απεριόριστη πρόσβαση στο κοινό». Στον βαθμό που ο υπερσύνδεσμος αποτελεί απλώς παραπομπή σε ήδη υπάρχον περιεχόμενο, δεν δημιουργεί νέο περιεχόμενο. Καθώς ο υπερσύνδεσμος κανονικά είναι αρκετά απομακρυσμένος από το πραγματικό περιεχόμενο, ο χρήστης που συναντά τον υπερσύνδεσμο είναι ελεύθερος να αποφασίσει εάν θα μεταβεί ή όχι στην επόμενη ιστοσελίδα. Εάν ο χρήστης δεν επιλέξει από μόνος του να ακολουθήσει τον σύνδεσμο, το περιεχόμενο δεν θα εμφανιστεί ποτέ σε αυτόν ή αυτή. Αυτή η ελευθερία επιλογών είναι κρίσιμη για τους χρήστες των μέσων ενημέρωσης. Η παράθεση υπερσυνδέσμων επιτρέπει στους χρήστες να έχουν με πιο άμεσο τρόπο πρόσβαση και έλεγχο οι ίδιοι στις αυθεντικές πηγές του δημοσιογραφικού περιεχομένου, καθώς και να έχουν μεγαλύτερο βαθμό ελέγχου στον τρόπο που καταναλώνουν το περιεχόμενο: μπορούν είτε να μην προχωρήσουν περαιτέρω σε σχέση με το δημοσιογραφικό περιεχόμενο που τους προσφέρεται είτε να κοιτάξουν επιλεκτικά πίσω από αυτό το περιεχόμενο, όπως καταλληλότερο θεωρούν. Ως εκ τούτου, η παράθεση υπερσυνδέσμων ενδυναμώνει τους χρήστες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί σημαντικά το δημόσιο συμφέρον.
Τα κριτήρια του Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση περί στοιχειοθέτησης ευθύνης για τη χρήση υπερσυνδέσμων
8. Λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω διακριτικά γνωρίσματα, το Δικαστήριο αναφέρεται, σε γενικές γραμμές, στα κριτήρια σχετικά με την εκτίμηση περί στοιχειοθέτησης ευθύνης των φυσικών και νομικών προσώπων για την χρήση υπερσυνδέσμων. Τα κριτήρια είναι τα εξής:
«α) ο δημοσιογράφος επιδοκίμασε το αμφισβητούμενο περιεχόμενο, β) ο δημοσιογράφος επανέλαβε το αμφισβητούμενο περιεχόμενο (χωρίς να το επιδοκιμάζει), γ) ο δημοσιογράφος απλώς παρέθεσε έναν υπερσύνδεσμο ο οποίος παραπέμπει στο αμφισβητούμενο περιεχόμενο (χωρίς να το επιδοκιμάζει ή να το επαναλαμβάνει), δ) ο δημοσιογράφος γνώριζε ή θα μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει ότι το αμφισβητούμενο περιεχόμενο ήταν δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο και ε) ο δημοσιογράφος ενήργησε καλή τη πίστει, σεβόμενος τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δέουσα επιμέλεια;».

9. Καταρχάς, είναι αξιοσημείωτο ότι το Δικαστήριο περιγράφει εξαντλητικά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια κατά την εκτίμηση όλων των πιθανών περιπτώσεων που αφορούν τη χρήση υπερσυνδέσμων από δημοσιογράφους. Μολονότι το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι υπερσύνδεσμοι «διαφέρουν ουσιωδώς από τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης», αναφέρεται σε κριτήρια που εφαρμόζονται στις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης, όπως τα έντυπα μέσα ενημέρωσης, προκειμένου να ερευνήσει ακόμα και αυτές τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η χρήση υπερσυνδέσμων ισοδυναμεί με μορφές δημοσίευσης.

10. Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο εντοπίζει τρεις τύπους συμπεριφοράς (αντικειμενική υπόσταση) από την πλευρά των δημοσιογράφων που χρησιμοποιούν υπερσυνδέσμους: οι υπερσύνδεσμοι που επιδοκιμάζουν το περιεχόμενο στο οποίο οδηγούν, οι υπερσύνδεσμοι που επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο στο οποίο οδηγούν, και η απλή παράθεση υπερσυνδέσμων χωρίς καμία επιδοκιμασία ή επανάληψη του συνδεδεμένου περιεχομένου. Αυτές οι διαφορετικές πραγματικές περιπτώσεις απαιτούν διαφορετικές αρχές ως προς τον καταλογισμό ευθύνης.
11. Επιπλέον, το Δικαστήριο αναφέρεται σε τρία στοιχεία υποκειμενικού χαρακτήρα (υποκειμενική υπόσταση): καλή πίστη, γνώση ότι το περιεχόμενο στο οποίο παραπέμπει ο υπερσύνδεσμος είναι δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, και δημιουργική γνώση ότι θα μπορούσε να είναι έτσι. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για το Δικαστήριο, η ευθύνη για τη χρήση υπερσυνδέσμων είναι, κατ’ αρχήν, υποκειμενική, ακόμα και στην περίπτωση της εταιρικής ευθύνης. Πρόσθετα, το στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης καθόσον αφορά τον δημοσιογράφο θα πρέπει να καθοριστεί «στο πλαίσιο της περίπτωσης όπως αυτή ίσχυε για τον δημοσιογράφο κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά, και όχι με το πλεονέκτημα της διαπίστωσης εκ των υστέρων βάσει των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων». Αυτό σημαίνει ότι η γνώση του δημοσιογράφου για τη δυσφημιστική, ειδάλλως παράνομη, φύση του περιεχομένου στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος δεν μπορεί να αξιολογηθεί με βάση τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων οι οποίες εκδόθηκαν μετά τον χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά. Θα επιστρέψω σε αυτό το σημείο πιο κάτω.
12. Προκειμένου να καταλογισθεί ευθύνη σε ένα δημοσιογράφο που χρησιμοποιεί υπερσυνδέσμους δεν αρκεί να αποδειχθεί πραγματική και μετά βεβαιότητας γνώση («Ο δημοσιογράφος γνώριζε...;») της παρανομίας του περιεχομένου στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος. Θα πρέπει να αποδειχθεί κακή πίστη από την πλευρά του δημοσιογράφου. Η αναφορά του Δικαστηρίου στη γενική ρήτρα της «καλής πίστης» («Ο δημοσιογράφος ενήργησε καλή τη πίστει...;») ενθυλακώνει ένα πρόσθετο λόγο απαλλαγής αναφορικά με τον σεβασμό στους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και την επίδειξη της αναμενόμενης στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δέουσας επιμέλειας. Σαν κριτήριο υποκειμενικού χαρακτήρα για τον καταλογισμό ευθύνης, η κακή πίστη αποτελεί την αντίθετη όψη της απαλλακτικής ρήτρας της «καλής πίστης».
13. Με βάση τα ανωτέρω, ούτε η απλή χρήση ενός υπερσυνδέσμου ούτε η επανάληψη του περιεχομένου του γίνονται αντιληπτές σαν σιωπηρή έκφραση επιδοκιμασίας, υιοθέτησης, επικύρωσης, προώθησης ή αποδοχής του περιεχομένου στο οποίο οδηγεί. Προκειμένου να καταλογισθεί ευθύνη, είτε αστική είτε ποινική, θα πρέπει να υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις για την επιδοκιμασία από τον δημοσιογράφο, ο οποίος εν γνώσει του/της υιοθέτησε το παράνομο περιεχόμενο ρητά και ανεπιφύλακτα. Αυτή η επιδοκιμασία αντιστοιχεί στη δημοσίευση ή διάδοση του δυσφημιστικού, ειδάλλως παρανόμου, περιεχομένου, η οποία ισοδυναμεί με τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης. Στην περίπτωση που αυτή η επιδοκιμασία συνιστά έκφραση κακής πίστης από την πλευρά του δημοσιογράφου, η χρήση του υπερσυνδέσμου συνεπάγεται την ευθύνη του/της, καθώς και την ευθύνη της εταιρίας που διαχειρίζεται το μέσο ενημέρωσης στο οποίο ανήκει.

14. Η επανάληψη δυσφημιστικού, ειδάλλως παρανόμου, περιεχομένου, από ένα δημοσιογράφο, η οποία συνοδεύεται από την παράθεση που υπερσυνδέσμου που παραπέμπει στην πηγή του περιεχομένου, ισοδυναμεί επίσης με τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης. Στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος ενήργησε καλή τη πίστει και παράλληλα σεβόμενος τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη στα πλαίσια της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δέουσα επιμέλεια, τέτοια επανάληψη δεν τον/την καθιστά υπεύθυνο/η για αυτό το περιεχόμενο. Αντίθετα, στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος ενήργησε κακή τη πίστει, παραβίασε τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και δεν επέδειξε την προαναφερθείσα δέουσα επιμέλεια, καθίσταται υπεύθυνος/η για το δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι οι υποχρεώσεις που βαρύνουν ένα δημοσιογράφο ο οποίος παραθέτει ένα υπερσύνδεσμο είναι υποχρεώσεις μέσων και όχι αποτελέσματος.
15. Στην περίπτωση που καταλογισθεί ευθύνη στους δημιουργούς του υπερσυνδέσμου για το συνδεδεμένο περιεχόμενο, αυτοί θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλους τους τρόπους και όλα τα μέσα άμυνας που έχουν και οι εκδότες του αρχικού κειμένου. Η λογική στην οποία θεμελιώνεται η ισότιμη μεταχείριση είναι ότι, όπως διακηρύσσει το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, «θα πρέπει να κατοχυρώνεται το ίδιο επίπεδο προστασίας στα διαδικτυακά δικαιώματα των ανθρώπων με αυτό που απολαμβάνουν οι άνθρωποι και εκτός Διαδικτύου».

16. Στις περιπτώσεις στις οποίες ο δημοσιογράφος επαναλαμβάνει το περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος, το Δικαστήριο δεν υποχρεώνει τον δημοσιογράφο να αποστασιοποιείται τυπικά από το περιεχόμενο. Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο και στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος απλώς δημιουργεί τον υπερσύνδεσμο χωρίς να επιδοκιμάζει ή να επαναλαμβάνει το περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί.
17. Η απλή χρήση ενός υπερσυνδέσμου, χωρίς την επιδοκιμασία ή ακόμα την επανάληψη του παρανόμου περιεχομένου στο οποίο οδηγεί, δεν ισοδυναμεί με τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης. Η παράθεση του υπερσυνδέσμου σε αυτή την περίπτωση δεν καθιστά τον δημοσιογράφο υπεύθυνο για το εν λόγω περιεχόμενο, εκτός από την όλως εξαιρετική περίπτωση της μη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση με δεσμευτική ισχύ. Σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση της μη συμμόρφωσης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου με την οποία το περιεχόμενο κηρύσσεται παράνομο και απαγορεύεται η χρήση του, ο δημοσιογράφος μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβίασε με πρόθεση τους κανόνες δεοντολογίας της υπεύθυνης δημοσιογραφίας και ότι ενήργησε κακή τη πίστει.

18. Το Δικαστήριο δέχεται ότι κατ’ εξαίρεση καταλογίζεται ευθύνη και στην περίπτωση της δημιουργικής γνώσης («θα μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει»). Για την αξιολόγηση της δημιουργικής γνώσης, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί την υποχρέωση επίδειξης της δέουσας επιμέλειας στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας η οποία βασίζεται στους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας. Μπορεί να λεχθεί ότι ένας δημοσιογράφος θα μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει για το δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο του μηνύματος στο οποίο παραπέμπει ο υπερσύνδεσμος στην περίπτωση κατά την οποία αυτός/αυτή δεν σεβάστηκε τους κανόνες δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση επίδειξης της δέουσας επιμέλειας στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Οποιοδήποτε ηπιότερο στοιχείο καταλογισμού ευθύνης υποκειμενικού χαρακτήρα θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αυτολογοκρισία.
19. Εν κατακλείδι, η ευθύνη θα πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης παρά σε μία αυστηρή, γενική και αφηρημένη βάση. Οποιοδήποτε καθεστώς αντικειμενικής ή αυστηρής ευθύνης για τη χρήση υπερσυνδέσμων είναι καθαυτό αντίθετο με τις ανωτέρω αρχές της Συμβάσεως. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο καταλογισμού ευθύνης όπου οι αρθρογράφοι θα μπορούσαν να κριθούν υπεύθυνοι για περιεχόμενο σε ιστοσελίδες οι οποίες είναι προσβάσιμες μέσω μίας συχνότητας υπερσυνδέσμων με αφετηρία την ιστοσελίδα του αρθρογράφου. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς μία υποθετική περίπτωση, όπως καταδεικνύει η υπόθεση εν προκειμένω.
Οι αρχές του Δικαστηρίου αναφορικά με τον καταλογισμό ευθύνης για τη χρήση υπερσυνδέσμων
20. Βάσει των ανωτέρω αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων, οι αρχές του Δικαστηρίου αναφορικά με τον καταλογισμό ευθύνης για τη χρήση υπερσυνδέσμων συνοψίζονται ως εξής:
1η Αρχή: Στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος επιδοκιμάζει, ρητά και ανεπιφύλακτα, ή επαναλαμβάνει το δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος, η χρήση του υπερσυνδέσμου ισοδυναμεί με τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης.
2η Αρχή: Η ευθύνη είναι καταλογιστέα στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος γνωρίζει (πραγματική και μετά βεβαιότητας γνώση) ότι το περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος είναι παράνομο και ενεργεί κακή τη πίστει. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ευθύνη είναι καταλογιστέα όταν ο δημοσιογράφος θα μπορούσε ευλόγως να γνωρίζει (δημιουργική γνώση) ότι το περιεχόμενο ήταν παράνομο, ενεργώντας στο πλαίσιο των κανόνων δεοντολογίας της δημοσιογραφίας και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη στο πλαίσιο της υπεύθυνης δημοσιογραφίας δέουσα επιμέλεια.
3η Αρχή: Στην περίπτωση που ο δημοσιογράφος παραθέτει υπερσύνδεσμο και δεν επιδοκιμάζει ή επαναλαμβάνει το δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί, η χρήση του υπερσυνδέσμου δεν ισοδυναμεί με τις παραδοσιακές μορφές δημοσίευσης και δεν επισύρει καταλογισμό ευθύνης, εκτός από την περίπτωση της μη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση, η οποία αποφαίνεται ότι το εν λόγω περιεχόμενο είναι παράνομο και απαγορεύει την χρήση του.
4η Αρχή: Στην περίπτωση που καταλογισθεί ευθύνη στον δημοσιογράφο για το συνδεδεμένο περιεχόμενο, αυτός/αυτή θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του/της όλους τους τρόπους και όλα τα μέσα άμυνας που έχει και ο εκδότης του αρχικού κειμένου. Ο δημοσιογράφος δεν υποχρεούται να διακρίνει εαυτόν από το δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο, περιεχόμενο στο οποίο οδηγεί ο υπερσύνδεσμος.
5η Αρχή: Οι προαναφερθείσες αρχές της Συμβάσεως απαιτούν μία κατά περίπτωση ατομική αξιολόγηση, στο πλαίσιο της περίπτωσης όπως αυτή ίσχυε για τον αρθρογράφο κατά τον χρόνο που συνέβησαν τα πραγματικά περιστατικά, και όχι με το πλεονέκτημα της διαπίστωσης εκ των υστέρων βάσει των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων.
6η Αρχή: Οποιοδήποτε καθεστώς αντικειμενικής ή αυστηρής ευθύνης για τη χρήση υπερσυνδέσμων είναι καθαυτό αντίθετο με τις ανωτέρω αρχές της Συμβάσεως.
7η Αρχή: Οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται και σε φυσικά πρόσωπα (στους δημοσιογράφους) και σε νομικά πρόσωπα (στις εταιρίες διαχείρισης των μέσων ενημέρωσης).
Εφαρμογή των αρχών του Δικαστηρίου στην υπόθεση εν προκειμένω
21. Τα ουγγρικά δικαστήρια καταλόγισαν ευθύνη στην προσφεύγουσα εταιρία για την τέλεση δυσφήμησης εις βάρος του Jobbik, δυνάμει του άρθρου 78, παράγραφος 2 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, λόγω της «διάδοσης» ψευδών δηλώσεων. Η διάταξη του άρθρου 78, παράγραφος 2 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα, ορίζει ως δυσφήμηση «την ανακοίνωση ή τη διάδοση ενός αναληθούς και επιβλαβούς για ένα άλλο πρόσωπο γεγονότος, ή την παρουσίαση ενός αληθινού γεγονός με αναληθείς παραμέτρους όσον αφορά ένα άλλο πρόσωπο». Τα εθνικά δικαστήρια δεν καταλόγισαν ευθύνη στην προσφεύγουσα εταιρία για το άρθρο σχετικά με το περιστατικό στο Konyár, αλλά συγκεκριμένα για το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος κύριος Horváth είχε χρησιμοποιήσει την τεχνική του υπερσυνδέσμου για να παραπέμψει σε ένα βίντεο το οποίο ήταν ήδη διαθέσιμο στο Διαδίκτυο. Όλως παραδόξως, η διαταγή αφαίρεσης των εθνικών δικαστηρίων στρεφόταν αποκλειστικά κατά του υπερσυνδέσμου και όχι κατά των λοιπών αναφορών στην ύπαρξη του βίντεο που γίνονταν στο άρθρο.
22. Η προσφεύγουσα εταιρία ισχυρίστηκε ότι δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι τα ουγγρικά δικαστήρια θα έκριναν ότι η παράθεση υπερσυνδέσμου συνιστούσε διάδοση πληροφοριών. Έτσι, η προσφεύγουσα εταιρία δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει ότι, η παράθεση του υπερσυνδέσμου στο άρθρο θα οδηγούσε σε καταλογισμό ευθύνης της ίδιας για την τέλεση δυσφήμησης και ότι θα διαταζόταν να αφαιρέσει το περιεχόμενο, να δημοσιεύσει αποσπάσματα της απόφασης και να καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα. Η Κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι συντελέστηκε περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας εταιρίας, αλλά επικαλέστηκε τη νομιμότητα και την αναλογικότητα του εν λόγω περιορισμού δεδομένης της κρατούσας θεωρίας στην Ουγγαρία περί αντικειμενικής ευθύνης στον συγκεκριμένο τομέα δικαίου.
23. Εξισώνοντας την παράθεση υπερσυνδέσμου με την «διάδοση πληροφοριών» σε τέσσερις συνεχείς βαθμούς δικαιοδοσίας, τα ουγγρικά δικαστήρια παραβίασαν τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ του περιεχομένου και της κοινολόγησης της ύπαρξης του περιεχομένου (η παράθεση υπερσυνδέσμου). Η εφαρμογή αντικειμενικής ευθύνης σε οποιαδήποτε μορφή υπερσυνδέσμου αποκλείει την προβλεπόμενη από τη νομολογία του Δικαστηρίου στάθμιση συμφερόντων και την ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης της προσφεύγουσας εταιρίας, με συνέπεια να επέλθει ένας πραγματικά δρακόντειος περιορισμός στα δικαιώματα της προσφεύγουσας εταιρίας δυνάμει του άρθρου 10. Η κριτική αυτή κατά των ουγγρικών δικαστηρίων δεν διατυπώνεται για πρώτη φορά στην υπόθεση εν προκειμένω. Ήδη, σε μία άλλη υπόθεση, η ερμηνεία του άρθρου 78 του ουγγρικού Αστικού Κώδικα από τα ουγγρικά δικαστήρια υπό το πρίσμα εφαρμογής αντικειμενικής ευθύνης κρίθηκε αντίθετη με τη Σύμβαση. Στην υπόθεση εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπενθυμίζει τη συγκεκριμένη διαπίστωσή του ως προς τους υπερσυνδέσμους.
24. Όσον αφορά το νόμω βάσιμο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους ότι ο δημοσιογράφος απλώς παρέθεσε τον σύνδεσμο στο άρθρο του, χωρίς να επιδοκιμάζει ή ακόμα και να επαναλαμβάνει το περιεχόμενο στο οποίο οδηγούσε ο υπερσύνδεσμος, καθώς και ότι το περιεχόμενο στο οποίο γινόταν η παραπομπή (ιδίως τα σχόλια του κυρίου Gyöngyösi ως προς το περιστατικό στο Konyár) δεν είχε κηρυχθεί παράνομο και δεν είχε απαγορευθεί η χρήση του από καμία δικαστική απόφαση πριν τη δημιουργία του συνδέσμου. Πρόσθετα, τα εθνικά δικαστήρια παρέβλεψαν και το γεγονός ότι το επίμαχο περιεχόμενο εμφανιζόταν στο πλαίσιο δημοσιογραφικής μετάδοσης ζητήματος δημοσίου ενδιαφέροντος, δεδομένου ότι αφορούσε απειλές κατά ανήλικων μαθητών Ρομά και θα μπορούσε να εκληφθεί ως «επιτρεπτή κριτική κατά των πολιτικών κομμάτων».

25. Ακόμα χειρότερα, η συγκεκριμένη υπόθεση καταδεικνύει πώς ο καταλογισμός αντικειμενικής ευθύνης για την παράθεση υπερσυνδέσμου μπορεί να οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο καταλογισμού ευθύνης. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια καταλόγισαν ευθύνη σε μία ιστοσελίδα (hvg.hu) για την παραπομπή μέσω υπερσυνδέσμου στο αναρτημένο στην ιστοσελίδα της προσφεύγουσας εταιρίας άρθρο, επειδή το ίδιο το άρθρο περιείχε υπερσύνδεσμο που οδηγούσε στο φερόμενο ως δυσφημιστικό βίντεο.
Συμπέρασμα
26. Συνοψίζοντας, το Διαδίκτυο δεν προορίζεται, ως τεχνολογικό μέσο, να λειτουργεί με τον τρόπο που αναφέρει η καθ’ ης Κυβέρνηση, δυνάμει του οποίου η διάδοση πληροφοριών μέσω υπερσυνδέσμου πάντα συνιστά αφ’ εαυτής ένα «περιεχόμενο σκέψεων». Αυτή η προσέγγιση εγείρει το ερώτημα πώς οι άνθρωποι μπορούν να διαβιβάζουν πληροφορίες μεταξύ των περίπου τρισεκατομμύρια ιστοσελίδων που υπάρχουν σήμερα και αμέτρητων άλλων σελίδων που θα δημιουργηθούν μελλοντικά στην περίπτωση που η διαβίβαση αυτή τους καθιστά υπεύθυνους. Είναι ιδιαιτέρως επαχθές και σε πολλές περιπτώσεις αδύνατο, να αξιολογούν νομικά οι άνθρωποι κατά πόσον κάθε περιεχόμενο ξεχωριστά προς το οποίο γίνεται παραπομπή μέσω υπερσυνδέσμου είναι δυσφημιστικό, ειδάλλως παράνομο. Στην περίπτωση που το βάρος αυτό το έφεραν αυτομάτως οι δημοσιογράφοι, μέσω της καθιέρωσης αντικειμενικής ευθύνης, θα απειλείτο άμεσα η ελευθερία του Τύπου. Παραφράζοντας τα λόγια του Berners-Lee, οι υπερσύνδεσμοι είναι κρίσιμοι όχι μόνο για την ψηφιακή επανάσταση, αλλά και για τη συνέχεια της ευημερίας μας – και ακόμα και την ελευθερία μας. Απαιτείται αγώνας για την υπεράσπισή τους, όπως ακριβώς για την ίδια τη δημοκρατία. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι η παρούσα απόφαση, διαπιστώνοντας πως στοιχειοθετείται παραβίαση του άρθρου 10 της Συμβάσεως, έπραξε ακριβώς αυτό.
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα