Απόφαση

Αριθμός 78/2019
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2018, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 6 Μαρτίου 2018 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, η οποία παρέστη με την δικηγόρο Πετρούλα Κίτσου (Α.Μ. 6145 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2705/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας Αρχής, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης εταιρείας, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε κατά τον νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, εισάγεται δε στην επταμελή σύνθεση του Β΄ Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 16.5.2018 πράξη της Προέδρου του.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 2705/2017 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, κατ' αποδοχή έφεσης της αναιρεσίβλητης εταιρείας, εξαφανίσθηκε η 4730/2014 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, περαιτέρω δε κατ' αποδοχή προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκε η …/15.5.2008 απόφαση του Προϊσταμένου της Β΄ Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης περί επιβολής σε βάρος της προστίμου συνολικού ύψους 209.798,82 ευρώ για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά τη διαχειριστική περίοδο 1995.
3. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 - έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...].». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012 επταμ., 435/2017, 2934/2017 επταμ., 172/2018 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος (βλ. ΣτΕ 4163/2012 επταμ., 1365/2017 επταμ., 2934/2017 επταμ. κ.ά.).
4. Επειδή, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου με την παρούσα αίτηση είναι ανώτερο των 40.000 ευρώ.
5. Επειδή, στο άρθρο 84 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν. 2238/1994, Α΄ 151), στο οποίο κωδικοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 68 του ν.δ. 3323/1955 (Α΄ 214), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1828/1989, Α΄ 2) και τροποποιηθεί στη συνέχεια με το άρθρο 13 του ν. 2065/1992 (Α΄ 113, βλ. άρθρο 35 παρ. 1 ν. 2648/1998, Α΄ 238), και το οποίο ίσχυε κατά την ένδικη χρήση και εφαρμόζεται και επί υποθέσεων επιβολής προστίμων για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., ως εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 34 παρ. 4 του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992, Α΄ 84), ορίζεται ότι: “1. Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου [...] δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας. 2. [...] 6. Αν το φύλλο ελέγχου ακυρωθεί για τυπικούς λόγους με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, η οποία κοινοποιείται στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας το τελευταίο έτος της παραγραφής του ή μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να εκδώσει και να κοινοποιήσει νέο φύλλο ελέγχου μέσα σε ένα (1) έτος από την κοινοποίηση της απόφασης. 7. [...] «.
6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 87 του ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), ο οποίος ισχύει, κατ’ άρθρο 119 αυτού, από την 1η Ιανουαρίου 1996, ορίζεται ότι «1. Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία. 2. [...] 4. Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως από οποιονδήποτε είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαιώσεως αυτής εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως προς είσπραξη απαιτήσεως του Δημοσίου (διοικητικής εκτελέσεως), η προβλεπόμενη παραγραφή της απαιτήσεως του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαιτήσεώς του αναστέλλεται μέχρι της εκδόσεως επί της δικαστικής ταύτης διενέξεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως και δεν συμπληρώνεται αυτή, σε κάθε περίπτωση, προ της παρόδου ενός έτους από της επιμελεία των αντιδίκων του Δημοσίου κοινοποιήσεως με δικαστικό επιμελητή στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και τον Υπουργό Οικονομικών της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως [...]». Στο δε άρθρο 107 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Όσον αφορά όμως την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής, αι σχετικές διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την ισχύ αυτού, εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή διακοπή γεγονότα έχουν συντελεσθεί μετά την ισχύ αυτού. 2. [...]».
7. Επειδή, οι προπαρατεθείσες διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες προβλέπουν ενιαύσια προθεσμία από την κοινοποίηση προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται για τυπικούς λόγους πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., για να εκδώσει και κοινοποιήσει νέα πράξη επιβολής προστίμου, ρυθμίζουν το σχετικό ζήτημα ειδικά και εξαντλητικά και δεν καταλείπουν, αναφορικά με αυτό, έδαφος εφαρμογής διατάξεων άλλων νομοθετημάτων, όπως του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995 (πρβλ. ΣτΕ 5014-5016/1995). Μάλιστα, η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται και από τις μεταγενέστερες διατάξεις του ν. 4270/2014 “Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις” (Α΄ 143). Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 137 αυτού, η οποία επαναλαμβάνει τις ρυθμίσεις του άρθρου 87 του ν. 2362/1995, όπως και οι διατάξεις των άρθρων 138 και 140 του υποκεφαλαίου 12 “Παραγραφή απαιτήσεων [...]” του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄ του νόμου αυτού, εξαιρεί ρητά από τις περί παραγραφής ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου (4270) τις απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και οι χρηματικές κυρώσεις για τη βεβαίωση ή είσπραξη των οποίων, κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, εφαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος (άρθρο 2 παρ. 1 περ. ε και α ν. 4174/2013), όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (άρθρα 5, 9 παρ. 4 του ν. 2523/1997 και προϊσχύσασες διατάξεις άρθρου 34 παρ. 4 Κ.Β.Σ.) (βλ. ΣτΕ 171/2018). Εξάλλου, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της ως άνω εφαρμοστέας διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 84 του Κ.Φ.Ε., σε περίπτωση κατά την οποία η κοινοποίηση προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται για τυπικούς λόγους πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του Κ.Β.Σ., λάβει χώρα κατά το τελευταίο έτος της παραγραφής ή μετά τη συμπλήρωση αυτής, προβλέπεται παρέκταση της εν λόγω προθεσμίας παραγραφής με απώτατο όριο ένα έτος από την ως άνω κοινοποίηση προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. της δικαστικής απόφασης, κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται τελικώς η παραγραφή εν επιδικία, στοιχώντας άλλωστε και προς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή εν επιδικία δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας [ΣτΕ 1766/2010, 1900/2009, 3340/1980, 1189-1192/1967, 306/1963 κ.ά., βλ. και άρθρο 4 παρ. 22 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67), σύμφωνα με την οποία “Οι ισχύουσες διατάξεις για την παραγραφή αξιώσεων κατά τη διάρκεια της επιδικίας δεν εφαρμόζονται στις εκδικαζόμενες από τα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεις»], υπό τον προεκτεθέντα χρονικό περιορισμό του ενός έτους.
8. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπταν τα εξής: Σε βάρος της αναιρεσίβλητης εκδόθηκε η …/1999 πράξη του Προϊσταμένου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία επιβλήθηκαν σ’ αυτήν κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 τρία πρόστιμα για αποδοχή, λήψη και καταχώριση στα φορολογικά της βιβλία τριών εικονικών τιμολογίων πώλησης, έτους 1995, συνολικού ύψους 42.649.000 δρχ. και ένα πρόστιμο 28.840.000 δρχ. για έκδοση ενός μερικώς εικονικού τιμολογίου έτους, ομοίως, 1995. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε τελικά δεκτή με τη 1201/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και ακυρώθηκε η καταλογιστική πράξη ως νομικά πλημμελής, με την αιτιολογία, αναφορικά με τα τρία πρώτα πρόστιμα, ότι επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης ενιαίο πρόστιμο, αυτό της λήψης και καταχώρισης εικονικών φορολογικών στοιχείων, και αναφορικά με το τέταρτο πρόστιμο, λόγω της συνάρτησης της αντίστοιχης αποδοθείσας παράβασης προς την αποδοθείσα παράβαση της εικονικής προμήθειας των πωληθέντων ειδών. Συμμορφούμενη η φορολογική αρχή με την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εξέδωσε, κατ’ επανάληψη διαδικασίας, την ένδικη …/15-5-2008 πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., με την οποία επέβαλε εκ νέου σε βάρος της αναιρεσίβλητης, για τη διαχειριστική περίοδο 1995, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 του ν. 2523/1997, τα επίδικα πρόστιμα. Με την προσφυγή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, η αναιρεσίβλητη υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει τα επίδικα πρόστιμα είχαν υποκύψει σε παραγραφή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 84 παρ. 6 του ν. 2238/1994, καθόσον η 1201/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης κοινοποιήθηκε στον αρμόδιο Προϊστάμενο της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης στις 27-9-2006 (σύμφωνα με την προσκομισθείσα πρωτοδίκως …/23-6-2008 βεβαίωση της Γραμματείας του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης), ενώ η νέα πράξη επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. (…/15-5-2008) κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 26-5-2008, ήτοι μετά την πάροδο ενός και πλέον έτους από την κοινοποίηση της ως άνω απόφασης του Διοικητικού Εφετείου στη φορολογική αρχή. Επί του λόγου αυτού το Δημόσιο αντέτεινε, μεταξύ άλλων, ότι στην προκείμενη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995 και, επομένως, εφόσον η παραπάνω απόφαση του εφετείου δεν κοινοποιήθηκε και στον Υπουργό των Οικονομικών, δεν παρήλθε η ενιαύσια προθεσμία. Συναφώς υποστήριξε ότι η παραγραφή του επίδικου δικαιώματος του Δημοσίου, η οποία έληγε, μετά από τις παρατάσεις των νόμων 2892/2001 (άρθ. 5 παρ. 1) και 3091/2002 (άρθρο 19 παρ. 18 και 19), στις 31-12-2005, είχε ανασταλεί από 25-6-1999 με την άσκηση της σχετικής προσφυγής κατά της αρχικής πράξης (…/1999) και η αναστολή αυτή δεν είχε διακοπεί μέχρι την κοινοποίηση της νέας …/2008 πράξης επιβολής των προστίμων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εκλαμβάνοντας ότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για δεκαετή παραγραφή του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου και δεχόμενο ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 18 του ν. 3091/2002, η προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 6 του ν. 2238/1994 παρατάθηκε για δύο ακόμη έτη, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό του Δημοσίου ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι, μέχρι την κοινοποίηση της νέας …/2008 πράξης επιβολής των προστίμων (26-5-2008), δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, καθόσον η 1201/2006 τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους η .../1999 αρχική απόφαση περί επιβολής των ένδικων προστίμων, κοινοποιήθηκε στη Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης στις 27 Σεπτεμβρίου 2006, ήτοι κατά τον τελευταίο χρόνο παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου. Τελικά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο ότι η αναιρεσίβλητη υπέπεσε στις αποδοθείσες σε αυτήν παραβάσεις, απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη. Επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης, με την οποία αυτή παρεπονείτο, μεταξύ άλλων, κατά της προαναφερόμενης κρίσης της πρωτόδικης απόφασης, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 4 του Κ.Β.Σ., 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997, 84 παρ. 1 (68 παρ. 1 ν.δ. 3323/1955, 13 παρ. 2 και 5 ν. 2065/1992, 35 παρ. 1 ν. 2648/1998), 84 παρ. 6 Κ.Φ.Ε., 87 παρ. 4 ν. 2362/1995, καθώς και τις διατάξεις περί παρατάσεων της παραγραφής 5 παρ. 1 ν. 2892/2001, 19 παρ. 18 και 19 ν. 3091/2002, 5 παρ. 10 ν. 3296/2004, 11 ν. 3513/2006, οι αναγόμενες στη χρήση 1995 υποθέσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. παραγράφονται στις 31-12-2001, εφόσον αφετηρία παραγραφής, σύμφωνα με την ευθέως εφαρμοζόμενη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34 του ΚΒΣ, είναι η 31-12-1996, ήτοι η λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση, κρίση που δεν πλήττεται με την κρινόμενη αίτηση. Ακόμη, με σκέψη ομοίως μη πληττόμενη με την κρινόμενη αίτηση, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του ν. 2892/2001, 19 του ν. 3091/2002, 5 του ν. 3296/2004 και 11 του ν. 3513/2006 που προβλέπουν παρατάσεις της ως άνω συμπληρωθείσας παραγραφής, αναφέρονται στο δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων, τελών και εισφορών, όχι όμως και κυρώσεων, όπως τα επίδικα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, ως εκ τούτου, δε, και σύμφωνα με την επιβαλλόμενη, από τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου, σαφήνεια και προβλεψιμότητα των ρυθμίσεων περί της προθεσμίας παραγραφής και της στενής ερμηνείας των εξαιρετικού χαρακτήρα ρυθμίσεων περί παρατάσεως αυτής, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η, κατά την παρ. 4 του άρθρου 34 του π.δ. 186/1992 και την παρόμοια παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997, ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στη φορολογία εισοδήματος, αφορά και σε διατάξεις για παράταση της προθεσμίας παραγραφής, όπως οι προαναφερόμενες, οι οποίες ουδόλως αναφέρονται σε επιβολή κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για τις παραβάσεις του Κ.Β.Σ.. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 28 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2579/1998 (Α΄ 31), 1 και 5 του διατάγματος της 26ης Ιουνίου-10ης Ιουλίου 1944, 25 παρ. 1, 49 παρ. 1, 2, 195 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ειδικώς στις φορολογικές διαφορές η επίδοση αντιγράφου της απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου γίνεται μόνο προς την αρχή που εξέδωσε τη σχετική πράξη και, συνεπώς, στην περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, αρκεί, για την έναρξη της προθεσμίας έκδοσης της νέας πράξης, η κοινοποίηση της σχετικής δικαστικής απόφασης στον αρμόδιο Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., χωρίς να είναι απαραίτητη η κοινοποίηση αυτής και στον Υπουργό των Οικονομικών, όπως ορίζεται από τη γενική διάταξη του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995. Εξάλλου, κατά το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με τις ίδιες ως άνω διατάξεις, η εν λόγω κοινοποίηση παράγει τα ως άνω έννομα αποτελέσματα και όταν γίνεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου. Έτσι, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι α) σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή των επίδικων προστίμων ήταν πενταετής με αφετηρία την 31-12-1996, ήτοι, τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης στην οποία αφορούν οι παραβάσεις, συμπληρώθηκε δε στις 31-12-2001, χωρίς να ισχύουν οι παρατάσεις που θεσπίσθηκαν με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του ν. 2892/2001, 19 του ν. 3091/2002, 5 του ν. 3296/2004 και 11 του ν. 3513/2006, β) η 1201/2006 τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, με την οποία ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους η …/1999 αρχική απόφαση περί επιβολής προστίμων, κοινοποιήθηκε στη Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης στις 27-9-2006, γ) η εν λόγω κοινοποίηση αρκεί στην προκείμενη περίπτωση για την έναρξη της προθεσμίας έκδοσης της νέας πράξης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, χωρίς να είναι απαραίτητη η κοινοποίηση αυτής και στον Υπουργό Οικονομικών, δ) η νέα …/2008 πράξη επιβολής των επίδικων προστίμων εκδόθηκε στις 15-5-2008 και κοινοποιήθηκε στην αναιρεσίβλητη στις 26-5-2008, δηλαδή μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 84 παρ. 6 του ΚΦΕ ενιαύσιας προθεσμίας, η οποία έληξε στις 27-9-2007, έκρινε ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή των επίδικων προστίμων έχει υποπέσει σε παραγραφή. Κατόπιν τούτου, το διοικητικό εφετείο εξαφάνισε, για τον βασίμως προβληθέντα αυτόν λόγο της έφεσης, την πρωτόδικη απόφαση, δικάζοντας δε την προσφυγή, ακύρωσε, για τον ίδιο ως άνω βασίμως προβληθέντα με την προσφυγή λόγο, την …/15-5-2008 πράξη του Προϊσταμένου της Β΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους προαναφερόμενους αντίθετους ισχυρισμούς του Δημοσίου.
9. Επειδή, από τις ανωτέρω σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ενόψει και του προπαρατεθέντος ισχυρισμού της φορολογικής αρχής περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995 με αποτέλεσμα, ελλείψει κοινοποίησης της 1201/2006 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης προς τον Υπουργό Οικονομικών, να μην έχει παρέλθει η κατά την εν λόγω διάταξη ενιαύσια προθεσμία με σαφήνεια έμμεση ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι σε υπόθεση, όπως η κρινόμενη, η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995 δεν εφαρμόζεται. Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημα που κατέθεσε το Ελληνικό Δημόσιο εμπροθέσμως μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 4 του ν. 2362/1995, 34 παρ. 4 του Κ.Β.Σ., 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997 και 84 παρ. 6 του Κ.Φ.Ε., καθώς ως προς το κρίσιμο για τη διάγνωση της επίδικης διαφοράς ζήτημα της αναστολής της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επανέκδοση καταλογιστικής πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., μετά τη δικαστική αμφισβήτηση αρχικώς εκδοθείσας πράξης, εφαρμοστέες είναι όχι οι διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. που καταργήθηκαν με το άρθρο 113 εδ. α' του ν. 2362/1995 (κατά το οποίο καταργείται κάθε διάταξη που αντιτίθεται στον εν λόγω νόμο ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται απ' αυτόν), αλλά οι νεότερες (κατά χρόνον εφαρμοστέες ως εκ της άσκησης της προσφυγής κατά της αρχικής πράξης μετά την 1-1-1996) και ρυθμίζουσες το αυτό αντικείμενο διατάξεις του άρθρου 87 παρ. 4 του ίδιου ν. 2362/1995, που θεσπίζουν αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς βεβαίωση εν ευρεία εννοία απαίτησής του μέχρι και την πάροδο ενός έτους από την επιμελεία των αντιδίκων του Δημοσίου κοινοποίηση προς τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και τον Υπουργό Οικονομικών της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ενώ η επίκληση από την αναιρεσιβαλλομένη της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997 είναι εσφαλμένη, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 2523/1997 η διάταξη του άρθρου 9 εφαρμόζεται για παραβάσεις που διαπράττονται μετά τις 11-9-1997. Ενόψει της διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και, ως εκ τούτου, ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτίθενται στη σκέψη 7, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αλυσιτελώς δε παραπονείται το Δημόσιο για την επίκληση από το διοικητικό εφετείο της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 2523/1997, διότι αυτή είναι “παρόμοια” προς την “ευθέως εφαρμοζόμενη” διάταξη του άρθρου 34 του Κ.Β.Σ. (βλ. σκέψη 5 αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), την οποία και (ορθώς) εφήρμοσε. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο αναιρεσείον Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 2018 και η
απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2019.
Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος Η Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα