ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΕφΑθ 546/2020 Καθηγητές ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων - Μειωμένο ωράριο εργασίας - Ζημία

Αριθμός:
546
Έτος:
2020
Δικαστήριο:
Τόπος:
Σύνθεση:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
24/01/2020
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
Αρ. Λέξεων:
2743
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

Εργατικές διαφορές. Μείωση ωραρίου απασχόλησης καθηγήτριας σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Στα εκπαιδευτήρια για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ισχύει κατ’ αρχήν απασχόληση με πλήρες ωράριο διδασκαλίας, αφού διδασκαλία με μειωμένο ωράριο δεν επιτρέπεται, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν η συμπλήρωση πλήρους ωραρίου δεν είναι αντικειμενικά δυνατή. Νόμιμη η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Περιστατικά. Εφόσον κρίνεται αντικειμενικά αδύνατη η τήρηση πλήρους ωραρίου για την ενάγουσα, δεν έχει ζημιωθεί αυτή από την μη απασχόλησή της με πλήρες ωράριο και συνακόλουθα δεν υπάρχει αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η δε αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την επικουρική της βάση.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός απόφασης 546/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(τμήμα εργατικών διαφορών)
Αποτελούμενο από την Δικαστή Μαρία Βλάχου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου και την Γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας ... του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... αριθ. ..., η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μανώλη Φραντζεσκάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ... Α.Ε.», που εδρεύει στο ... Αττικής, οδός ... αριθ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Λεωνίδα Θεοδώρου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα είχε ασκήσει κατά της εφεσίβλητης την από 11.4.2011 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία με αριθμό κατάθεσης .../14.4.2011, προσδιορίσθηκε δε η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 4.10.2013. Συζητηθείσης κατά τη δικάσιμο αυτή της υποθέσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2938/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και ως μη νόμιμη ως προς τις επικουρικές της βάσεις. Η εκκαλούσα ζήτησε την εξαφάνιση της ανωτέρω απόφασης και την αποδοχή της αγωγής της στο σύνολό της με την από 2.2.2015 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό κατάθεσης .../4.2.2015 και προσδιορίστηκε με αυξ. αριθ. καταθ. .../5.2.2015 στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου η συζήτησή της για τη δικάσιμο της 1.12.2015. Συζητηθείσης κατά τη δικάσιμο αυτή της υποθέσεως, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2019/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία η έφεση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η από 21.10.2017 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 215/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου που έκανε εν μέρει δεκτή την αναίρεση και παρέπεμψε την υπόθεση ως προς την επικουρική βάση των διατάξεων περί αδικοπραξιών προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την αναιρεθείσα απόφαση. Ήδη η έφεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 12.3.2019 κλήση της εφεσίβλητης, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης .../12.3.2019, προσδιορίστηκε δε η συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο αμφότεροι με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2938/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015 απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της και ως μη νόμιμη ως προς τις επικουρικές βάσεις των διατάξεων περί αδικοπραξιών και περί αδικαιολόγητου πλουτισμού την από 11.4.2011 (αυξ. αριθ. καταθ. .../14.4.2011) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 4.2.2015, ήτοι εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 24.9.2014, της οποίας δεν προκύπτει κοινοποίηση (άρθρα 495 επ., 511, 513, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015). Παραδεκτώς δε εισάγεται δυνάμει της από 12.3.2019 (αυξ. αριθ. καταθ. .../.../12.3.2019) κλήσης της εκκαλούσας για να εκδικασθεί κατόπιν παραπομπής από την υπ’ αριθ. 215/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε εν μέρει την υπ’ αριθ. 2019/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011 και ισχύει για εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου, που ασκούνται από 25.7.2011). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν. 4335/2015 εφαρμοζόμενη κατ’ άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται να καταβληθεί από την εκκαλούσα παράβολο εφέσεως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, αφού ως υπόθεση που υπάγεται στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, εξαιρείται της υποχρέωσης αυτής κατά το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παραγράφου.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 11.4.2011 (αυξ., αριθ. καταθ. .../14.4.2011) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εξέθεσε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη το έτος 1994 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία μετατράπηκε αργότερα σε αορίστου, προκειμένου να εργασθεί ως καθηγήτρια της γαλλικής γλώσσας στα εκπαιδευτήρια που διατηρεί η τελευταία στο ... Αττικής. Ότι το ωράριο της είχε αρχικά συμφωνηθεί σε έξι (6) ώρες εβδομαδιαίας απασχόλησης, πλην όμώς η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη λόγω των αναγκών της και της άριστης διδασκαλίας της, την απασχολούσε πολλαπλάσιες ώρες διδασκαλίας, τις οποίες δεν δήλωνε, ως όφειλε, στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, έτσι ώστε να λάβει και επίσημα πλήρη διορισμό, τον οποίο δικαιούτο. Ότι εξαιτίας της μειωμένης, κατά τα ανωτέρω, απασχόλησής της, καθυστερούσε η κατάταξή της στα μισθολογικά κλιμάκια με αποτέλεσμα να υφίσταται απώλεια μισθών, ανερχομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2001 έως την 31.3.2011, σε 101.174,75 ευρώ. Ότι, κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα (από 1.9.2001 έως και 31.3.2011), πλέον της προαναφερόμενης διδασκαλίας της, απασχολήθηκε για τις ανάγκες της επιχείρησης της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης επί τέσσερις (4) ώρες εβδομαδιαίως για τις καθ’ υπόδειξη αυτής αναγκαίες συνεργασίες ή συνεδριάσεις καθηγητών, για την προσωπική ή τηλεφωνική επικοινωνία με τους γονείς των μαθητών κλπ, εργασία για την οποία της οφείλεται το συνολικό ποσό των 28.624,48 ευρώ. Ότι ουδέποτε συμφώνησε να απασχολείται με μειωμένο ωράριο στην επιχείρηση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, ενώ η μονομερής μεταβολή του ωραρίου εργασίας της, η καταβολή μειωμένων αποδοχών και συγχρόνως ασφαλιστικών εισφορών, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της, η οποία βλάπτει την προσωπικότητά της και της προκαλεί ηθική βλάβη και ως εκ τούτου δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε κατόπιν παραδεκτού εν μέρει περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατά την κύρια βάση της αγωγής να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη να της καταβάλει το ποσό των 11.694,69 ευρώ, για μισθολογικές διαφορές από 1.9.2007 έως 31.12.2007 και από 1.1.2008 έως 31.8.2008 και να αναγνωρισθεί ότι αυτή οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 89.480,06 ευρώ ως υπόλοιπο μισθολογικών διαφορών για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, το ποσό των 28.624,48 ευρώ λόγω της οφειλομένη επί τέσσερις ώρες την εβδομάδα εργασίας της, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, και το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Επικουρικά, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει τα ανωτέρω ποσά: 1) κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ως αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτής, καθόσον, μολονότι εκτελεί κανονικά τα καθήκοντά της, αρνείται να της χορηγήσει τις επίδικες αποδοχές της, αποκαθιστώντας πλήρως την υπηρεσιακή και μισθολογική της κατάσταση, 2) κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον κατά τα προαναφερόμενα ποσά τα οποία της οφείλει, κατέστη πλουσιότερη, σε βάρος της, αφού εξοικονόμησε την αντίστοιχη δαπάνη χωρίς νόμιμη αιτία.
Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αυτή 1) ως μη νόμιμη α) ως προς την επικουρική βάση των διατάξεων περί αδικοπραξιών, με το σκεπτικό ότι μόνη η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει εμπρόθεσμα τις επίδικες αξιώσεις δεν συνεπάγεται απώλεια αυτών, ώστε να προκαλείται στον εργαζόμενο ισόποση με αυτές ζημία, ενώ η άρνηση καταβολής των αιτουμένων χρηματικών ποσών ως αποζημίωση συνιστά παράβαση των εκ της εργασιακής συμβάσεως υποχρεώσεων του εργοδότη και όχι αδικοπραξία και β) ως προς την επικουρική βάση των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή η αγωγή του άρθρου 904 ΑΚ είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, στην προκειμένη δε περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για τη θεμελίωση της αξίωσής της με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό επικαλείται τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση, δηλαδή δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την επικαλούμενη έγκυρη σύμβαση εργασίας και 2) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της αγωγής από την σύμβαση εργασίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονέθηκε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή της. Με την υπ’ αριθ. 2019/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, απορρίφθηκε η έφεση στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη πλην όμως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 215/2019 απόφαση αυτού, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ως άνω απόφαση κατά το μέρος που έκρινε μη νόμιμη την επικουρική βάση περί αδικοπραξιών.
Κατά το άρθρο 14 παρ. 13 του Ν. 1566/1985, όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, η εβδομαδιαία διδασκαλία και διεξαγωγή πρακτικών ασκήσεων από εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των κλάδων ΑΤ1 μέχρι ΑΤ18 πρέπει να φθάνει τις είκοσι μία (21) ώρες αν έχουν έως έξι έτη υπηρεσίας, τις δέκα εννέα (19) ώρες αν έχουν από έξι μέχρι δώδεκα έτη υπηρεσίας και τις δέκα οκτώ (18) ώρες αν έχουν πάνω από δώδεκα έτη υπηρεσίας. Επίσης, κατά το άρθρο 14 παρ. 14 του ίδιου νόμου, διδασκαλία με μειωμένο ωράριο δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η συμπλήρωσή του δεν είναι αντικειμενική δυνατή. Αν οι διδάσκοντες δεν συμπληρώνουν το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας στο σχολείο που υπηρετούν, διατίθενται μερικά ή ολικά, σε άλλα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή σε τμήματα πρόσθετης διδακτικής βοήθειας. Και κατά την παρ. 18 του ίδιου άρθρου, ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας, προαιρετικής ή υποχρεωτικής, καθώς και ανάθεση διδασκαλίας με ωριαία αντιμισθία, επιτρέπεται μόνο αν οι καθηγητές της ίδιας ειδικότητας έχουν καλύψει το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας τους. Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες κατά το άρθρο 7 παρ. 7 του ίδιου νόμου εφαρμόζονται και στις ιδιωτικές σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συνάγεται ότι για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ισχύει κατ’ αρχήν απασχόληση με πλήρες ωράριο διδασκαλίας, αφού διδασκαλία με μειωμένο ωράριο δεν επιτρέπεται, παρά μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν η συμπλήρωση πλήρους ωραρίου δεν είναι αντικειμενικά δυνατή. Και ότι ο ιδιοκτήτης του σχολείου, ο οποίος αν και έχει τη δυνατότητα να απασχολήσει με πλήρες ωράριο διδασκαλίας τον ήδη υπηρετούντο ωρομίσθιο εκπαιδευτικό, παραλείπει να ενεργήσει τα νόμιμα προς την αρμόδια διεύθυνση ιδιωτικής εκπαίδευσης για την έκδοση πράξεως διορισμού με πλήρη απασχόληση, ζημιώνει παράνομα τον εργαζόμενο στο μέτρο που με την παράλειψη αυτή καταβάλει λιγότερες αποδοχές από εκείνες, τις οποίες ο εκπαιδευτικός θα λάμβανε εάν είχε διορισθεί, σύμφωνα με την αρχαιότητα και την προϋπηρεσία του, με πλήρες ωράριο. Κατ’ ακολουθίαν και σύμφωνα με τα ανωτέρω, η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών είναι νόμιμη και επομένως η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου κρίνοντας ότι η συγκεκριμένη επικουρική βάση είναι μη νόμιμη. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, κατά το μέρος που εισάγεται προς διάγνωση κατόπιν της ασκηθείσης αναιρέσεως, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό και να ερευνηθεί κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ η επικουρική αυτή βάση της αγωγής ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω δικαστηρίου, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, καθώς και τις υπ’ αριθ. ..., ... και .../2013 ένορκες βεβαιώσεις, συνταχθείσες ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και λήφθησαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη διατηρεί από ετών ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στο ... Αττικής με την επωνυμία «ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ... Α.Ε.». Η ενάγουσα είναι καθηγήτρια της γαλλικής γλώσσας και έχει εγγράφει στην επετηρίδα των εκπαιδευτικών λειτουργών της ιδιωτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον κλάδο ΠΕ05 γαλλικής γλώσσας με αριθ. πρωτ. .../9.11.1997 (βλ. την υπ’ αριθ. .../8.9.2010 βεβαίωση της Διεύθυνσης ιδιωτικής εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας). Η εναγομένη, για τις ανάγκες της λειτουργίας της, κατήρτισε με την ενάγουσα για τα χρονικά διαστήματα από 6.9.1994 έως 31.8.1995 και 3.10.1994 έως 31.5.1995 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και προσλήφθηκε από αυτήν για να διδάξει έναντι αμοιβής, φροντιστηριακά μαθήματα στους μαθητές των εκπαιδευτηρίων της και του τμήματος ελευθέρων σπουδών για τέσσερις (4) και έξι (6) ώρες την εβδομάδα αντίστοιχα (βλ. τις σχετικές συμβάσεις εργασίας). Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. …/1998 πράξη της ΕΓ Διεύθυνσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατόπιν πρότασης του ιδιοκτήτη της εναγομένης, η ενάγουσα διορίσθηκε ως ιδιωτική εκπαιδευτικός, καθηγήτρια ΠΕ05 γαλλικής γλώσσας, με βαθμό Γ’ και μισθολογικό κλιμάκιο 18° για να διδάξει στο Γυμνάσιο της εναγομένης για μία διετία, από 4.11.1997 έως 31.8.1999 επί έξι (6) ώρες την εβδομάδα. Έκτοτε, η υπηρεσιακή της κατάσταση εξελίχθηκε κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με πράξεις της ΕΓ Διεύθυνσης της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατόπιν πρότασης της εναγομένης, διοριζόταν για να διδάξει στο Γυμνάσιο, ενώ χρειάσθηκε να αναπληρώσει και συναδέλφους της, όπως την ... κατά το χρονικό διάστημα από 4.11.1997 έως 26.12.1997, η οποία απούσιασε με άδεια λόγω κύησης, καθώς και την ... κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2002 έως 13.5.2002, η οποία κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια. Την 1.9.2003 η σύμβασή της μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, συνεχίζοντας να παρέχει τις υπηρεσίες της επί έξι (6) ώρες την εβδομάδα. Στα εκπαιδευτήρια της εναγομένης εκτός από την ενάγουσα απασχολούντο και άλλοι εκπαιδευτικοί ως καθηγητές της γαλλικής γλώσσας και συγκεκριμένα, η ... με ημερομηνία πρόσληψης την 1.9.1994, η ... με ημερομηνία πρόσληψης την 17.10.1994, η ... με ημερομηνία πρόσληψης την 26.4.1995 και η ... με ημερομηνία πρόσληψης την 11.12.1995. Οι ανωτέρω καθηγήτριες είχαν επίσης προσληφθεί με μειωμένο ωράριο, όπως η ενάγουσα. Ο διορισμός της ενάγουσας για συγκεκριμένες ώρες (6 τον αριθμό) προτάθηκε από την εναγομένη και έγινε δεκτός από την ενάγουσα, καθώς έτσι συμπληρωνόταν το ωρολόγιο πρόγραμμα στην γαλλική γλώσσα. Κρίνεται επομένως αντικειμενικά αδύνατος ο διορισμός της ενάγουσας με πλήρες ωράριο, επειδή έτσι θα υπήρχε υπέρβαση του ωρολογίου προγράμματος, η οποία δεν θα γινόταν δεκτή από την Διεύθυνση Εκπαίδευσης και επειδή ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα υπήρχε τέτοια δυνατότητα, οι ώρες του πλήρους ωραρίου θα έπρεπε να αποδοθούν σε αρχαιότερες συναδέλφους της ενάγουσας, ήτοι στην ... και την .... Κατ’ ακολουθίαν και εφόσον κρίνεται αντικειμενικά αδύνατη η τήρηση πλήρους ωραρίου για την ενάγουσα, δεν έχει ζημιωθεί αυτή από την μη απασχόλησή της με πλήρες ωράριο και συνακόλουθα δεν υπάρχει αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η δε αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς την επικουρική βάση των διατάξεων περί αδικοπραξιών. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας ως προς την επικουρική βάση των διατάξεων περί αδικοπραξιών πρέπει να συμψηφισθεί ολικά, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2938/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που η έφεση εισάγεται προς διάγνωση μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 215/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς την εσφαλμένη απόρριψη της επικουρικής βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικοπραξιών ως μη νόμιμης.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ανώτέρω εκκαλουμένη απόφαση κατά το ως άνω μέρος..
ΚΡΑΤΕΙ την αγωγή προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν ως προς την ως άνω επικουρική βάση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας ως προς την ανωτέρω επικουρική βάση της αγωγής.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, παρουσία της γραμματέως και απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 24 Ιανουάριου 2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα