Απόφαση

Αριθμός 216/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 31 Οκτωβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Β. συζύγου Δ. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Δημητρίου.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Φ. - Σ. Ε.Π.Ε." που εδρεύει στην Πάτρα, ήδη τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-4-2003 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 410/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 1219/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-5-2008 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευφημία Λαμπροπούλου ανέγνωσε την από 4-12-2009 έκθεση του ήδη προαχθέντος σε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Αρεοπαγίτη ..., με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της αναιρεσιβλήτου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την .../21-7-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών ..., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση της υποθέσεως αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση από 5-5-2008 αιτήσεως για αναίρεση της 1219/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών με την πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου που υπάρχει κάτω από αυτήν και με κλήση για συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 14-12-2009, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως με σημείωση στο πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (31-10-2011), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη. Εξάλλου από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίστηκε η αναιρεσίβλητη ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 Α.Κ. "Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποιότητας και ποσότητας”.
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι με αυτήν έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: "Η εναγομένη και ο σύζυγός της συνδεόταν φιλικά από το 1974 με τον εκ των εταίρων της ενάγουσας Π. Σ.. Τον Ιούλιο 1999 η εναγομένη με το σύζυγό της επισκέφθηκαν τον τελευταίο στην Πάτρα προκειμένου να συζητήσουν για κάποια οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η επιχείρηση εργαστηρίου προϊόντων ζύμης που διατηρούσε στο όνομά της η εναγομένη στην Αθήνα (…). Η εναγομένη ζήτησε να της δανείσει ο Π. Σ. χρήματα. Ο τελευταίος συνεννοήθηκε με το συνεταίρο του στην ενάγουσα Π. Φ. και συμφωνήθηκε να δοθεί άτοκο δάνειο από την ενάγουσα στην εναγομένη ποσού 6.500.000 δραχμών για να την εξυπηρετήσουν. Στη συνέχεια τις αρχές Αυγούστου 1999 η ενάγουσα δάνεισε στην ενάγουσα (εννοείται: εναγομένη) το ποσό των 4.000.000 δραχμών, ενώ το τέλος του ίδιου μήνα της δάνεισε το ποσό των 3.000.000 δραχμών. Τα ποσά αυτά δεν καταχωρήθηκαν στα εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, όπως αυτή συνομολογεί, και κατά συνέπεια είναι άνευ αντικειμένου το αίτημα της εναγομένης να προσκομίσει η ενάγουσα τα ως άνω βιβλία. Για τα δύο τελευταία ποσά η εναγομένη εξέδωσε εις διαταγήν της ενάγουσας χάριν καταβολής τις υπ' αριθμ. .../10-10-1999 και .../19-10-1999 μεταχρονολογημένες επιταγές αντιστοίχων ποσών πληρωτέες στην ... Τράπεζα …, οι οποίες εμφανισθείσες νομίμως και εμπροθέσμως δεν εξοφλήθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Η εναγομένη αρνείται ότι συνεβλήθη η ίδια στις ως άνω συμβάσεις δανείων ισχυριζόμενη ότι συμβαλλόμενος ήταν ο σύζυγός της. Τούτο όμως είναι αβάσιμο ... . Η εναγομένη συνομολογεί τη λήψη των δύο τελευταίων ποσών των 4.000.000 δραχμών και 3.000.000 δραχμών, αρνείται δε τη λήψη του άλλου ποσού των 6.500.000 δραχμών. Συνομολογείται επίσης από τους διαδίκους ότι έναντι της οφειλής από τα επίδικα δάνεια έχει καταβληθεί σε διάφορους χρόνους (από 20-9-1999 μέχρι 5-7-2000) το συνολικό ποσό των 8.000.000 δραχμών. Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η εναγομένη της οφείλει ακόμη το ποσό των 5.500.000 δραχμών, γεγονός που αρνείται η τελευταία. Το ποσό αυτό έχει σχέση με τη βασιμότητα του αρχικού ποσού του δανείου των 6.500.000 δραχμών, την οποία αρνείται η εναγομένη. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας τόσο στην κατάθεσή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και στην κατάθεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών με την ευκαιρία άλλης δίκης (επί της από 24-11-2010 αγωγής) κατέθεσε ρητώς και σαφώς ότι την 13-7-1999 είχε καταβληθεί το ποσό αυτό και ότι έναντι αυτού η εναγομένη είχε επιστρέψει το ποσό των 3.500.000 δραχμών. Όμως και η εναγομένη στις από 2-12-2002 προτάσεις της επί της ανωτέρω αγωγής, αρνούμενη την παθητική της νομιμοποίηση (ισχυριζόταν ότι το δάνειο είχε συναφθεί με το σύζυγό της), αναφέρει ότι “... Όταν ... ρώτησα το σύζυγό μου ... αυτός ... απλώς ανέφερε ότι οφείλει κάποια χρήματα στην εταιρεία από κάποιο δάνειο που στο παρελθόν χρειάσθηκε και πήρε από την εταιρεία ...”. Από την περικοπή αυτή συνάγεται ότι η εναγομένη δέχεται την ύπαρξη υπολοίπου (“... οφείλει κάποια χρήματα ...") από το δάνειο που είχε λάβει, ανεξάρτητα αν αποδίδει την οφειλή στο σύζυγό της. Από το σύνολο των ανωτέρω κατά την κρίση του δικαστηρίου αποδεικνύεται πλήρως αφενός μεν ότι είχε δοθεί ως δάνειο και το ποσό των 6.500.000 δραχμών, αφετέρου δε ότι ενόψει της συνομολογούμενης καταβολής του ποσού των 8.000.000 δραχμών έναντι του συνολικού ποσού του δανείου, ύψους (6.500.000 + 4.000.000 + 3.000.000) 13.500.000 δραχμών, η ενάγουσα οφείλει το υπόλοιπο ύψους 5.500.000 δραχμών ή 16.140,87 ευρώ”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή της αναιρεσιβλήτου και είχε υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να της καταβάλει το ποσό των 16.140,87 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Έτσι που έκρινε το εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταρτίσεως μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως δανείου και του οφειλόμενου από την αναιρεσείουσα προς την αναιρεσίβλητο από την αιτία αυτή υπολοίπου ποσού.
Συνεπώς ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων, επικαλούμενος το άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 62 εδ.α Κ.Πολ.Δ. όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 72 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72 Α.Κ., 18 Εμπ.Ν., 46 και 47 ν. 3190/ 1955, 62 και 286 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η λύση του νομικού προσώπου της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθαρίσεως. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθαρίσεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρείας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθαρίσεως, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθαρίσεως και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσης εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αριθ.14 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, κατά παραδοχή του προταθέντος ενώπιον του εφετείου ισχυρισμού της ότι η αναιρεσίβλητη κατά το χρόνο της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιόν του (13-4-2006) δεν είχε την ικανότητα να είναι διάδικος διότι από τις 20-9-2004, οπότε δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. η λύση της, δεν υπήρχε ως εταιρεία, δεν είχε δε γνωστοποιήσει σ' αυτήν (την αναιρεσείουσα) νόμιμα την συνεπεία του λόγου αυτού διακοπή της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή αυτής της σκέψεως, η λύση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και η θέση της υπό εκκαθάριση δεν συνεπάγεται έλλειψη της ικανότητάς της να είναι διάδικος ούτε θεμελιώνει λόγο βιαίας διακοπής της δίκης ούτε τέλος επέρχεται ακυρότητα ή απαράδεκτο συνεπεία της μη παραθέσεως, μετά την επωνυμία της, της μνείας ότι τελεί υπό εκκαθάριση.
Κατά το άρθρο 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη.
Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αριθ.14 και 19 Κ.Πολ.Δ. με το δεύτερο, το άρθρο 559 αριθ.11 Κ.Πολ.Δ. με τον τρίτο και το άρθρο 559 αριθ.8 και 17 Κ.Πολ.Δ. με τον τέταρτο, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες ότι κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων απέρριψε τους ισχυρισμούς της: α) περί μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης, β) περί απαραδέκτου της εξετάσεως του μάρτυρα της αναιρεσιβλήτου που ήταν εταίρος της και είχε άμεσο έννομο συμφέρον από τη δίκη και που εξετάσθηκε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 393 Κ.Πολ.Δ. για την απόδειξη συμβάσεως που υπερβαίνει το ποσό των 5.869,40 ευρώ και γ) περί μη νομιμοποιήσεως της αναιρεσιβλήτου για την κατάρτιση της ένδικης δανειακής συμβάσεως σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 32 ν. 3190/1955. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, η οποία έγκειται αφενός στο ότι δεν παρατίθενται με πληρότητα και σαφήνεια οι ισχυρισμοί για την απόρριψη των οποίων παραπονείται η αναιρεσείουσα και αφετέρου στο ότι δεν γίνεται μνεία ότι οι ισχυρισμοί αυτοί παραδεκτά προτάθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή ότι συνέτρεχε κάποιος λόγος παραδεκτής βραδείας προβολής τους για πρώτη φορά στο εφετείο. Σε κάθε περίπτωση όμως οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού δεν προσκομίζονται οι έγγραφες προτάσεις της αναιρεσείουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ώστε να μπορεί να ερευνηθεί το ακριβές περιεχόμενο και το παραδεκτό ή μη της προτάσεως των αντίστοιχων ισχυρισμών και συνακόλουθα να μη μπορεί να ερευνηθεί αν το εφετείο απορρίπτοντας αυτούς υπέπεσε στις πιο πάνω πλημμέλειες. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να μην περιληφθεί όμως στην παρούσα διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, δεδομένου ότι η νικήσασα αναιρεσίβλητη δεν παρέστη ενώπιον αυτού του δικαστηρίου και δεν υποβλήθηκε σε δαπάνη ούτε υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-5-2008 αίτηση για αναίρεση της 1219/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ