ΑΡΙΘΜΟΣ 479/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Αλεξάνδρα Σιούτη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Θ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ηλιάνα Καρυπίδου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ.2026/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Νοεμβρίου 2018 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2018.
Αφού άκουσε την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 9-11-2018 και με αριθμ…./2018 αίτηση του Θ. Κ. του Χ., για αναίρεση της 2026/2018 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρο 473 παρ.1 και 3 ΚΠΔ]. Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ'ουσίαν.
Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997, το άρθρο 34 παρ. 1 του Νόμου 3220/2004 και από το άρθρο 3 του Νόμου 3943/2011, ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ”. Κατά τη σαφή αυτή διατύπωση του άρθρου 25, για κάθε πίνακα χρεών, που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει, ως μία πράξη, την μη καταβολή του συνολικού χρέους, που αναφέρεται στον πίνακα, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής ενός εκάστου χρέους του πίνακα, για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις, τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος, κυριαρχικώς, θεωρεί, ότι τα περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη, μη καταβληθέντα, συνιστούν ένα και μόνον ιδιότυπο και αθροιστικό έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και δη με χρόνο τελέσεως, αφότου και αρχίζει ο χρόνος της παραγραφής του αδικήματος αυτού, την συμπλήρωση τετραμήνου από την καθυστέρηση της καταβολής του τελευταίου χρέους του πίνακα (Α.Π. 119/2018, Α.Π. 1177/2017, Α.Π. 1859/2016). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τελέσεως αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο της ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς την σύνταξη του οικείου πίνακα χρεών που συνοδεύει την αίτηση για άσκηση της ποινικής διώξεως, ο οποίος χρόνος καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων χρεών που έχουν προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις και, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο συντάξεως του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν. Ενώ, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Ως χρόνος βεβαιώσεως του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαιώσεως, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λ.π.) και η οποία συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ενώ, όπως ήδη σημειώθηκε, ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαιώσεώς του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποιήσεως στον αναγραφόμενο οφειλέτη, για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελουμένης χρηματικής αξιώσεως από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 εδ. α και β του ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων, πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) β) γ) Για συνεταιρισμούς, στους προέδρους ή γραμματείς ή ταμίες ή διαχειριστές αυτών, σωρευτικά ή μη. Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997, "για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου η ποινική δίωξη ασκείται για χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους, πλην ιδιωτών, που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν, ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή”. [ΑΠ 318/2016].
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα (Ολ. Α.Π. 2/2005). Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης ή συγγνωστής νομικής πλάνης (άρθρ. 30 και 31 παρ. 2 Π.Κ., αντίστοιχα), αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια το μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 εδαφ. α' ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρέος τέλεσης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν, προκύπτει ότι πραγματική πλάνη που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε σχετική έννοια) του πράττοντος για κάποιον ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποία υπήρξε η πηγή της πλάνης. Σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστευε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη αυτή είναι συγγνωστή, προκύπτει ότι ναι μεν η άγνοια του αξιοποίνου δεν μπορεί να αποκλείσει τον καταλογισμό, πλην όμως, η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο του αυτοτελούς ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ 1557/2017, ΑΠ 1747/2016, ΑΠ 1225/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος, πριν από την εξέταση των μαρτύρων, πρόβαλε εγγράφως ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής και νομικής συγγνωστής πλάνης, τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά η συνήγορός του, ο οποίος έχει ως εξής:
"ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗΣ: Διετέλεσα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ... στη θέση του ταμία από την 26η/8/2010 όπως αποδεικνύεται από τα εγχειριζόμενα πρακτικά συνεδρίασης Δ.Σ. αρ. …/26-8-2010, …/…/30-4-2010 και …/31-12-2009 όπου αναφέρονται ότι είναι ταμίες οι Α. Ο. και Π. Θ., αντίστοιχα. Και σε κάθε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο κριθώ ένοχος, αιτούμαι να κηρυχθώ αθώος για τις εγγραφές 1 έως 45 και 55, 56, 57 και 59 επειδή δεν γεννήθηκαν κατά το χρόνο της θητείας μου αλλά σε προγενέστερο χρόνο, άλλως να μου καταλογιστούν μόνο οι εγγραφές 25 και επόμενες διότι οι εγγραφές 1 έως και 24 βεβαιώθηκαν σε χρονικό διάστημα που δεν κατείχα τη θέση του ταμία.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ-ΑΛΛΩΣ ΣΥΓΓΝΩΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΑΝΗ-ΑΡΣΗ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ Στην περίπτωση που το Δικαστήριό Σας κρίνει ότι τέλεσα την πράξη για την οποία κατηγορούμαι, προβάλλω τον αυτοτελή ισχυρισμό άρσης του καταλογισμού μου λόγω πραγματικής άλλως συγγνωστής νομικής πλάνης ως ακολούθως:
Ο κατηγορούμενος όπως και κάθε άλλο μέλος Αγροτικού Συνεταιρισμού υπήρξα κατά μόνιμο και κύριο επάγγελμα αγρότης και δεν διαθέτω άλλες γραμματικές γνώσεις εκτός από του Γυμνασίου. Όλα τα μέλη της Διοίκησης είναι υποχρεωτικά μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού, συμμετέχουμε ανά διαστήματα στο Διοικητικό Συμβούλιο και αναλαμβάνουμε κυκλικά κάποιες θέσεις χωρίς ουσιαστική ανάληψη καθηκόντων εκτός από τον Πρόεδρο που διατηρούσε την πρωτοβουλία ενεργειών και τον έλεγχο του .... Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης και της απαξίωσης της γεωργίας παραμείναμε πολύ λίγα άτομα στο Συνεταιρισμό του οποίου η Γενική Συνέλευση κατέληξε να έχει μόνο 45-50 άτομα. Όταν μου ανατέθηκε η θέση του ταμία την 26η/8/2010 λόγω παραίτησης της Α. Ο., δήλωσα προς τον Πρόεδρο ότι δεν έχω εμπειρία από Διοίκηση ούτε από οικονομικά. Έλαβα την απάντηση το λογιστήριο είναι οργανωμένο και το "τρέχει" ο από έτη Γενικός Διευθυντής κ.Ε. Μ.. Πράγματι σε όλη τη διάρκεια της θητείας μου παρείχα όπως και τα υπόλοιπα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξουσιοδοτήσεις προς τον κ. Ε. Μ. και τον Πρόεδρο κ.Χ. Π. να εκπροσωπούν τον Αγροτικό Συνεταιρισμό σε όλες τις συναλλαγές του με το Δημόσιο και με ιδιώτες, έχοντας το δικαίωμα υπογραφής. Συμμετείχα δηλαδή, μόνο τυπικά στη Διοίκηση του .... χωρίς να έχω ουσιαστική ανάμειξη στη διαχείριση των οικονομικών του υποθέσεων.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τα εξής εγχειριζόμενα έγγραφα:
-Το με αρ. …/…/26-8-2010 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου -Το με αρ. …/24-11-2011 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου - Το με αρ. …/7-3-2012 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου -Το με αρ. …/9-7-2013 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου Με βάση τα παραπάνω έγγραφα οι εντεταλμένοι του Διοικητικού Συμβουλίου, κ.Ε. Μ. και ο Πρόεδρος κ.Χ. Π. συναλλάσσονταν με το Δημόσιο, ενεργούσαν εισπράξεις και καταβολές, έλεγχαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Συνεταιρισμού, και είχαν πλήρη γνώση των οφειλών του.
-Δεν έχει διενεργηθεί έλεγχος από ορκωτό ελεγκτή ούτε διαχειριστικός έλεγχος.
-Ο ... διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία και είχε αρκετά πάγια έσοδα, οργανωμένο λογιστήριο και εύλογα τον διατηρούσα στο μυαλό μου ως ένα μεγάλο και αξιόχρεο οικονομικό μόρφωμα. Συναφώς εγχειρίζω αντίγραφο της μερίδας του .... με αρ. πρωτ. 577/2018 από το Υποθηκοφυλακείο ....ς. Σύμφωνα με τις καταγραφές το 2006 δυνάμει του με αρ. .... /06 συμβολαίου αγοράς του συμβ/φου Ε.Σ. ο ... μεταβίβασε στην εταιρία ... ακίνητο με αντίτιμο εκατομμύρια ευρώ. Στο συμβόλαιο επισυνάφθηκε φορολογική ενημερότητα, γεγονός που ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι ο ..... δεν έχει σημαντικά οικονομικά προβλήματα.
-Ο κατηγορούμενος διαθέτω και δεν μεταβίβασα προκειμένου να αποξενωθώ, ιδιόκτητη περιουσία και δη το σπίτι που ανεγήραμε με τη σύζυγό μου επί του συνοικισμού ... (εγχειριζόμενο αντίγραφο E9).
-Την ύπαρξη και το ύψος των οφειλών για τις οποίες κατηγορούμαι ως συνυπόχρεος, του συνεταιρισμού στην Δ.Ο.Υ. ...., όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, πληροφορήθηκα για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2013, όταν μου εστάλη με ... η με αρ. .../14-6-2013 ατομική ειδοποίηση οφειλών της Δ.Ο.Υ. ..., όπου αναφερόταν ότι οφείλω λόγω της συμμετοχής μου στη Διοίκηση της ... το ποσό 1.465.792,89€ πλέον προσαυξήσεων 390.560,78€. Την ατομική ειδοποίηση οφειλών ανέκοψα άμεσα ασκώντας την εγχειριζόμενη με αρ. …/18-7-2013 ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΕΔΕ. Υπέστην και εγώ και η οικογένειά μου, μεγάλη έκπληξη καθώς δεν φανταζόμουν ότι για τις προσπάθειες που κατέβαλα για να παραμείνει η ... ανοικτή, θα έχω τέτοια ευθύνη.
-Κατόπιν πιέσεων και διαμαρτυριών μου ασκήθηκε η εγχειριζόμενη από 5-8-2013 αίτηση "Για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης και τη λήψη προληπτικών μέτρων" ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς με αρ. κατάθεσης …/2013, η οποία δυστυχώς δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.
-Τελικά ο .... λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση δυνάμει της εγχειριζόμενης με αρ. …/27-5-2015 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης και κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης όπως φαίνεται, η οφειλή προς το Δημόσιο δεν έχει καν ρυθμιστεί! -Ακόμη και σήμερα ο .... μου οφείλει το ποσό των 18.295,98€ από ανεξόφλητα τιμολόγια έχει εκδοθεί συναφώς η με αρ. 57/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κιλκίς που εγχειρίζω αλλά και αποζημίωση για τη συμμετοχή μου στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. που ουδέποτε εισέπραξα αν και "ταμίας”.
-Την από 17-10-2012 εγχειριζόμενη αίτηση προς τη Δ.Ο.Υ ...με αντικείμενο την γνωστοποίηση της πρόθεσης του ... να καταβάλει οφειλές προς το Δημόσιο, συνέταξε και υπέγραψε ο Πρόεδρος Χ. Π. και όχι εγώ που θα ήταν αναμενόμενο, αν είχα αναλάβει πραγματικά καθήκοντα "ταμία”.
-Κανένας, ούτε η αρμόδια Δ.Ο.Υ γνωστοποίησε πράξη καταλογισμού φόρου, ούτε κανένας από τους εξουσιοδοτημένους κ.Μ., Π. Χ., υπάλληλος του λογιστηρίου μου γνωστοποίησε την αληθινή κατάσταση των οφειλών προς το Δημόσιο. Τον Ιούνιο του 2012 επειδή άκουσα φήμες από τρίτους ότι ο .... έχει οφειλές αιτήθηκα προς το Δ.Σ. να μου γνωστοποιηθούν αυτές. Σύμφωνα με τα όσα απήντησε ο αρμόδιος υπάλληλος του λογιστηρίου Α.Ζ. οι οφειλές ήταν σε ρύθμιση με δόση 15.000€ και τα ποσά που οφείλονταν ήταν 45.961€ για ΦΜΥ, 16.057€ ΓΙΑ ΦΠΑ και 49.160,24€ για ΦΠΑ Μαίου! (Εγχειριζόμενο με αρ. .../16-7-2012 πρακτικό Δ.Σ. με ενσωματωμένη την αίτησή μου). Τα ποσά αυτά, αν ήταν τα αληθή, θα ήταν εύκολα διαχειρίσιμα και θα μπορούσαν να καλυφθούν από τα μισθώματα που ελάμβανε ο .... ύψους ετησίως περί τις 300.000€!!! Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν και ενίσχυσαν την πεποίθησή μου αφενός ότι δεν φέρω ατομική ευθύνη για οποιαδήποτε οφειλή του .... επειδή υφίστατο ένα οργανωμένο νομικό πρόσωπο με μεγάλη περιουσία άμεσα ρευστοποιήσιμη αφετέρου αγνοούσα το αληθινό ύψος των οφειλών προς την Δ.Ο.Υ ... που ουσιαστικά μου απεκρύβει! Ασφαλώς και αν γνώριζα την αλήθεια δεν είχα εμπλακεί ούτε ονομαστικά στη Διοίκηση του ....
Άλλωστε, η πράξη για την οποία κατηγορούμαι του αρ. 25 Ν. 1882/90 απαιτεί δόλο που ουδέποτε διέθετα, καθώς απειλείται ποινή φυλακίσεως σύμφωνα με το συνδυασμό άρθρων 26 παρ. 1 και 27 ΠΚ. Επικουρικά ζητώ να κριθώ ακαταλόγιστος λόγω άγνοιας του αληθούς ύψους της οφειλής του .... συγγνωστής νομικής πλάνης καθώς θεωρούσα εύλογα και ενόψει των γνώσεων και της κοινωνικής μου εμπειρίας ότι δεν είχα αντικειμενική ατομική ευθύνη για τις οφειλές του .... παρά μόνο για τις εκ προθέσεως πράξεις μου.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 2026/2018 απόφασή του, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που αναφέρονται ως προς το είδος τους σ' αυτή [μάρτυρες υπεράσπισης, έγγραφα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης], δέχτηκε, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στο ..., την 31-3-2011, 31-1-2011, 29-6-2011, 1-5-2011, 31-8-2012, 1-10-2012, 30-6-2012, 1-3-2013, 1-12-2012, 3-10-2012, 31-3-2013 και 1-6-2013, με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Θ. Κ., ως Ταμίας της “...” που εδρεύει στο ...., από 26-8-2010 έως τον Ιούνιο του 2013, καθυστέρησε να καταβάλει βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες [ΔΟΥ] χρέη προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, συνολικού ποσού άνω των 100.000 ευρώ για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και ειδικότερα καθυστέρησε να καταβάλει ατομικά χρέη προς το Δημόσιο βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ...., συνολικού ποσού 967.405,98 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, την 30-11-2010, 30-9-2010, 28-2-2011, 31-12-2010, 30-4-2012, 31-5-2012, 29-2-2012, 31-10-2012, 29-6-2012, 30-11-2012 και 31-1-2013, σύμφωνα με τα παρατιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας αποσπάσματα των ένδικων πινάκων χρεών, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του σκεπτικού αυτής και αφορούν τις εγγραφές των ένδικων χρεών υπ' αύξοντα αριθμό 24 έως 70. Κατόπιν τούτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο”.
Στην συνέχεια το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλομένη απόφασή του κήρυξε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' του ΠΚ και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, κατά πιστή μεταφορά του ότι: "Στο ... την 31- 3-2011, 31-1-2011, 29-6-2011, 1-5-2011, 31-8-2012, 1-10-2012, 30-6-2012, 1-3-2013, 1-12-2012, 30-10-2012, 31-3-2013 και 1-6-2013 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ως ταμίας της “...” που εδρεύει στο ..., κατά το χρονικό διάστημα από 26-8-2010 έως Ιούνιο του 2013, καθυστέρησε να καταβάλει βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) χρέη προς το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, συνολικού ποσού άνω των 150.000 ευρώ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και ειδικότερα καθυστέρησε να καταβάλει ατομικά χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στη ΔΟΥ ..., συνολικού ποσού 967.405,98 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, την 30-11-2010, 30-9-2010, 28-2-2011, 31-12-2010, 30-4-2012, 31-5-2012, 29-2- 2012, 31-10-2012, 31-7-2012, 29-6-2012, 30-11-2012 και 31-3-2013, σύμφωνα με τα κάτωθι παρατιθέμενα αποσπάσματα των ένδικων πινάκων χρεών, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κατηγορητηρίου και αφορούν τις εγγραφές των ένδικων χρεών υπ' αύξοντα αριθμό 24 έως 70. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς για πραγματική και νομική συγγνωστή πλάνη, με την εξής αιτιολογία: "Οι ισχυρισμοί αυτοί κρίνονται απορριπτέοι, καθόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητά τους καθόσον από τα αναφερόμενα ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκε ότι αυτός αναλαμβάνοντας, ως ταμίας της.... ..., αναλαμβάνει και τη σχετική ευθύνη για την πληρωμή των υποχρεώσεών του στο Δημόσιο. Ο ίδιος κατέθεσε, ότι κατά το χρόνο που εισήλθε στη Διοίκηση, αγνοούσε το ύψος των οφειλών της Ε...., για το οποίο, ωστόσο, μπορούσε ευχερώς να ενημερωθεί και είχε υποχρέωση να πράξει, ως Ταμίας της Ένωσης. Άλλωστε, όπως κατατέθηκε από τον μάρτυρα υπεράσπισης, από την αρχή της θητείας του ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, υπό την ιδιότητά του ως μέλος του Δ.Σ της.... ..., ξεκίνησε να πληρώνει μαζί με τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, χρέη προηγούμενων Διοικήσεων. Επομένως, από την αρχή ανάληψης των σχετικών καθηκόντων του έλαβε γνώση για την οικονομική κατάσταση της Ένωσης και παρά ταύτα, επέλεξε να παραμείνει στο Δ.Σ, έχοντας ως σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων της αδύναμης αγροτικής τάξης και προκειμένου η Ένωση να συνεχίσει να λειτουργεί και να μην τεθεί υπό εκκαθάριση, καθώς δεν υπήρχαν άλλοι ενδιαφερόμενοι για να αναλάβουν τη Διοίκηση. Το γεγονός, εξάλλου, ότι ο ανωτέρω είχε εξουσιοδοτήσει τον Διευθυντή της...., να εκπροσωπεί αυτήν στις συναλλαγές της με τράπεζες, Δημόσιο κ.α, δεν σημαίνει ότι ο άνω κατηγορούμενος απεκδύθηκε της ευθύνης του υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του για τη μη καταβολή των χρεών της ‘Ενωσης στο Δημόσιο”. Μ’ αυτά που δέχθηκε το παραπάνω δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συν/τος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού απέρριψε τους παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις με τις οποίες συνήγαγε ότι ο αναιρεσείων δεν τελούσε σε κατάσταση πραγματικής και νομικής πλάνης, ούτε ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 1 και 31 παρ. 2 ΠΚ. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί αναιρετικοί λόγοι περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 30 παρ. 1 και 31 παρ. 2 του ΠΚ. και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Μετά απ'αυτά ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αρ. .../9-11-2018 αίτηση του Θ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 2026/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα το ύψος των οποίων καθορίζει σε διακόσια πενήντα [250] ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ