ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΠ 512/2020 Διακοπή λειτουργίας επιχείρησης - Ομαδική απόλυση - Παράβαση υποχρεώσεων έγκαιρης ενημέρωσης και διαβούλευσης - Μη νόμιμο αίτημα δικαστικού ελέγχου οικονομικής σκοπιμότητας απόφασης - Αίτηση αδίκαστη ακυρότητας καταγγελίας λόγω μη καταβολής οφειλόμενης αποζημίωσης

Αριθμός:
512
Έτος:
2020
Δικαστήριο:
Τμήμα Δικαστηρίου:
Φύση/Είδος:
Ημ. Δημοσίευσης:
12/05/2020
Μέσο Δημοσίευσης:
ΤΝΠ QUALEX
ΔΕΕ, 8-9/2020, σελ. 1061 - 1069
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, 174/2020, σελ. 857 - 857
Αρ. Λέξεων:
8191
Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Περίληψη

ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ. ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ. Καταγγελία σύμβασης εργασίας. Αναιτιώδης φύση αυτής. Καταχρηστική άσκηση αυτής. Υπάρχει και όταν ο μισθωτός προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στο δικαστήριο, για να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, έστω και αν η ασκηθείσα προσφυγή ή αγωγή ελέγχθηκε, τελικά, αβάσιμη ή όταν ο μισθωτός ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση, εφόσον από αυτή δεν επηρεάζεται η προσήκουσα παροχή της εργασίας ή η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Δεν είναι, όμως, καταχρηστική η καταγγελία, όταν επιβάλλεται από την ανάγκη οργανωτικών ή διαρθρωτικών αλλαγών στην επιχείρηση. Κριτήρια επιλογής απολυτέων. Η καταγγελία ως έσχατο μέσο. Προσβολή καταγγελίας ως καταχρηστικής. Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απόλυσής του, τότε ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της καταγγελίας απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται να καθορισθούν ή να ερευνηθούν τα πραγματικά αίτια αυτής. Ομαδικές απολύσεις. Κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίο ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις. Η εξωτερίκευση της βούλησης του εργοδότη γίνεται είτε όταν προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους, το ίδιο ισχύει δε και στην περίπτωση που οι καταγγελίες γίνονται υπό προειδοποίηση. Η επιβολή προστίμου ως κύρωση για τη μη τήρηση των διατάξεων του ΠΔ 240/2006 «Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων» είναι σύμφωνη με τη διάταξη 8 της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ, η οποία υποχρεώνει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν την εφαρμογή της οδηγίας καθιερώνοντας διαζευκτικώς και κατ’ επιλογήν της νομοθετικής εξουσίας είτε διοικητικές είτε δικαστικές κυρώσεις. Επομένως, η διαβούλευση δεν έχει ταχθεί ως όρος του κύρους των εργοδοτικών αποφάσεων, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όποτε ο νομοθέτης θέλησε να επέλθει ακυρότητα απόλυσης λόγω παραβίασης διάταξης νόμου, το προέβλεψε ρητά.

Εμφάνιση περισσότερων Εμφάνιση λιγότερων

Απόφαση

Αριθμός 512/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Καρυστηναίου, Μαρία Νικολακέα, Αρετή Παπαδιά και Γεώργιο Δημάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 5η Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) … - 22) …, που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευαγγελίας - Κωνσταντίνας Αποστολοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "...”, η οποία εδρεύει στην … Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων, Χρήστου Θεοδώρου, Αντωνίου Βάγια και Αλέξιου Παπασταύρου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-5-2013 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν η 11/2015 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 183/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Εύβοιας. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-2-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο αρεοπαγίτης Γεώργιος Δημάκης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η από 2-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης …/2018 αίτηση αναίρεσης κατά της 183/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από την εναγομένη έφεσης κατά της 11/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, εκδοθείσας, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 31-5-2013 (με αριθμό κατάθεσης .../2013 ) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.1 και 144).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (ΚΠολΔ 577 παρ.3).
2. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 31-5-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../2013 αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι προσληφθήκανε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκείμενου να εργασθούνε στο εργοστάσιο της τελευταίας στην Χαλκίδα. Ότι στις 26/3/2013 η αναιρεσίβλητη εντελώς αιφνιδιαστικά, κατόπιν προηγηθείσας απόφασης του Διοικητικού της Συμβουλίου της 25ης/3/2013, τους γνωστοποίησε ότι διακόπτει τη λειτουργία του ανωτέρω εργοστασίου και έκτοτε δεν τους απασχολεί. Ότι στο πλαίσιο υλοποίησης της απόφασής της περί απόλυσης διακοσίων είκοσι εννέα εργαζομένων του ανωτέρω εργοστασίου, κατήγγειλε τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των έντεκα (11) πρώτων εναγόντων στις 29-4-2013 και στις 9-5-2013 τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των επόμενων έντεκα (11) εναγόντων. Ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρη διότι έλαβε χώρα: α) κατά παράβαση του Ν. 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων β) κατά παράβαση των υποχρεώσεων έγκαιρης ενημέρωσης και διαβούλευσης, που απορρέουν από το ΠΔ 240/2006, αλλά και από συναφείς συμφωνίες που έχουν καταρτισθεί μεταξύ της Διοίκησης της αναιρεσίβλητης και των εκπροσώπων των εργαζομένων, γεγονός που καθιστά άκυρες τις καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 174 ΑΚ, άλλως του άρθρου 281 ΑΚ, άλλως γ) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, διότι η αναιρεσίβλητη, επιδεικνύοντας φανερά αντιφατική συμπεριφορά, προέβη σε αιφνίδια και αδικαιολόγητη, δεδομένης της οικονομικής ευρωστίας και βιωσιμότητας αυτής, διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της και καταγγελία των συμβάσεων εργασίας του συνόλου των εργαζομένων, προσβάλλοντας δυσανάλογα τα έννομα αγαθά των εναγόντων, παρά το γεγονός ότι η επιχειρηματική της δράση επέτρεπε ηπιότερες λύσεις και εξυπηρετείτο από αυτές και δ) κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/55 λόγω μη προσφοράς και μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης. Με βάση τα προαναφερόμενα, ζήτησαν: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, β) να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να αποδέχεται τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες τους με την απειλή χρηματικής ποινής, ποσού 300 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης της εκδοθησόμενης απόφασης, γ) να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας από την επομένη της άκυρης καταγγελίας της ατομικής σύμβασης εργασίας κάθε ενάγοντος μέχρι τις 31/10/2013, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής άλλως από το τέλος έκαστου μηνός οπότε ο κάθε μισθός κατέστη απαιτητός έως την πλήρη εξόφληση, επικουρικώς δε, υπό την αίρεση της απόρριψης του κυρίου αιτήματος περί αναγνώρισης της ακυρότητας των καταγγελιών τους, τη διαφορά της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκάστου ενάγοντος, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, όπως τα ποσά αυτά προσδιορίζονται λεπτομερώς στο αγωγικό δικόγραφο.
3. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας) με την υπ' αριθμόν 11/2015 απόφαση του δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την κύρια βάση αυτής, Εναντίον της απόφασης αυτής η αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Εύβοιας την από 12-2-2015 και με αρ. κατ. δικ. 47/2015 έφεση. Tο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την με αριθμό 183/2017 απόφασή του, αφού έκρινε παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης της αναιρεσίβλητης ότι η εκκληθείσα έσφαλε ως την ερμηνεία του άρθρου 4 του ΠΔ 240/2006, δέχθηκε την έφεσή της, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κράτησε την υπόθεση απέρριψε το κύριο αίτημα της αγωγής για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας των εναγόντων και επιδίκαση μισθών υπερημερίας και έκανε εν μέρει δεκτό το επικουρικό αίτημα περί συμπλήρωσης της αποζημίωσης, υποχρεώνοντας την αναιρεσίβλητη να καταβάλει ως οφειλόμενη ελλείπουσα αποζημίωση σε κάθε ενάγοντα τα αναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκάστου έως την πλήρη εξόφληση.
4. Σύμφωνα με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252/16.11.2006) "Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων”, το οποίο εκδόθηκε προκειμένου να προσαρμοσθεί η Ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ της 11.3.2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (E.E.L 80/23.3.2002), ορίζονται τα ακόλουθα: 1) Στο άρθρο 2 αυτού υπό τον τίτλο "Σκοπός και Αρχές" ότι "1. Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2002 "περί Θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα" (EEL 80 της 23.3.2002), με στόχο τη θέσπιση ενός γενικού πλαισίου που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις, όσον αφορά το δικαίωμα για ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις στην Ελληνική επικράτεια. 2. Οι πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης καθορίζονται και εφαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και τις εργασιακές πρακτικές, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητά τους. 3. Κατά τον καθορισμό ή την εφαρμογή των πρακτικών λεπτομερειών ενημέρωσης και διαβούλευσης, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εργάζονται με πνεύμα συνεργασίας, σεβόμενοι αμοιβαία τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και λαμβάνοντας υπόψη τους τόσο τα συμφέροντα της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, όσο και εκείνα των εργαζομένων”, 4. Οι διατάξεις του παρόντος δεν έχουν εφαρμογή στα πληρώματα των ποντοπόρων πλοίων”, 2) Στο άρθρο 3 αυτού υπό τον τίτλο "Πεδίο εφαρμογής" ότι "Το παρόν Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόζεται: α) στις επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και β) στις εγκαταστάσεις που απασχολούν τουλάχιστον 20 εργαζόμενους. Τα κατώτατα όρια των απασχολουμένων εργαζομένων στην επιχείρηση ή εγκατάσταση καθορίζονται σύμφωνα με τον αριθμό των εργαζομένων στην αρχή του ημερολογιακού μήνα, κατά τον οποίο τίθεται θέμα εφαρμογής του παρόντος, ανεξάρτητα από τις τυχόν μεταγενέστερες μεταβολές του αριθμού των απασχολουμένων κατά το διάστημα του μήνα.”, 3) Στο άρθρο 4 υπό τον τίτλο "Πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης”: "1. Σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 1 και με την επιφύλαξη των τυχόν υφιστάμενων ευνοϊκότερων για τους εργαζόμενους διατάξεων ή πρακτικών, οι πρακτικές λεπτομέρειες άσκησης του δικαιώματος ενημέρωσης και διαβούλευσης στο ανάλογο επίπεδο, καθορίζονται ως ακολούθως: 2. Η ενημέρωση και διαβούλευση καλύπτουν: α) την ενημέρωση σχετικά με την πρόσφατη και την πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, β) την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με την κατάσταση, τη διάρθρωση και την πιθανή εξέλιξη της απασχόλησης μέσα στην επιχείρηση ή εγκατάσταση, καθώς και τα μέτρα πρόληψης που ενδεχομένως προβλέπονται σε περίπτωση ιδίως που η απασχόληση απειλείται, γ) την ενημέρωση και τη διαβούλευση σχετικά με αποφάσεις που μπορούν να επιφέρουν ουσιαστικές μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας ή στις συμβάσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων όσων καλύπτονται από τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 1387/1983 "Ελεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις" [ΦΕΚ110 Α’) και του π.δ. 178/2002 "Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων, ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου" (ΦΕΚ 162 Α’), 3. Η ενημέρωση πραγματοποιείται κατά τον κατάλληλο χρόνο, τρόπο και περιεχόμενο, ώστε να μπορούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να προβαίνουν στη δέουσα εξέταση και να προετοιμάζονται ενδεχομένως για διαβουλεύσεις, 4. Η διαβούλευση πραγματοποιείται: α) κατά τον κατάλληλο χρόνο, τρόπο και περιεχόμενο, β) στο ενδεδειγμένο επίπεδο διεύθυνσης και εκπροσώπησης ανάλογα με το θέμα που συζητείται, γ) βάσει των σχετικών πληροφοριών που παρέχει ο εργοδότης, σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο στ' και της γνώμης που έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, δ) κατά τρόπον ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να μπορούν να συναντήσουν τον εργοδότη και να λαμβάνουν αιτιολογημένη απάντηση στη γνώμη που ενδεχομένως διατύπωσαν, ε) προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία όσον αφορά τις αποφάσεις που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του εργοδότη, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ' του άρθρου αυτού.”, 4) Στο άρθρο 5 υπό τον τίτλο "Ενημέρωση και διαβούλευση βάσει συμφωνίας" ότι "Οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, να καθορίζουν ελεύθερα και οποτεδήποτε, μέσω συμφωνίας, τις πρακτικές λεπτομέρειες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων. Οι συμφωνίες αυτές και οι συμφωνίες, που υφίστανται κατά την 23.3.2005, καθώς και οποιεσδήποτε μεταγενέστερες ανανεώσεις αυτών, μπορούν να προβλέπουν, τηρουμένων των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος διατάγματος και υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της ισχύουσας νομοθεσίας, διατάξεις διαφορετικές από αυτές του άρθρου 4.”,_5) Στο άρθρο 6 υπό τον τίτλο "Εμπιστευτικές πληροφορίες" ότι "1. Υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που θέτει η ισχύουσα νομοθεσία, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και οι εμπειρογνώμονες, που ενδεχομένως τους επικουρούν, δεν επιτρέπεται να αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους ή σε τρίτους πληροφορίες, που τους ανακοινώθηκαν ρητά ως εμπιστευτικές χάριν προστασίας των νομίμων συμφερόντων της επιχείρησης ή της εγκατάστασης. Η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να υφίσταται οπουδήποτε και αν ευρίσκονται, ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους. 2. Σε ειδικές περιπτώσεις και υπό τους όρους της ισχύουσας νομοθεσίας, ο εργοδότης δεν υποχρεούται να ανακοινώσει πληροφορίες ή να προβεί σε διαβουλεύσεις, όταν η φύση τους είναι τέτοια που, αντικειμενικώς, θα εμπόδιζαν σοβαρά τη λειτουργία της επιχείρησης ή της εγκατάστασης, ή θα έθιγαν αυτή. 3. Με την επιφύλαξη των υφισταμένων διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών, σε περίπτωση που ο εργοδότης απαιτεί εμπιστευτικότητα ή δεν παρέχει πληροφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προσφύγουν με σχετική αίτησή τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, το οποίο κρίνει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να λάβει το κατά την κρίση του προσήκον μέτρο, είτε για την παροχή των πληροφοριών, είτε για τη διασφάλιση και την προστασία της εμπιστευτικότητάς τους.”,_6) Στο άρθρο 7 υπό τον τίτλο "Προστασία των εκπροσώπων των εργαζομένων" ότι "1. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων απολαύουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, της προβλεπόμενης από τις ισχύουσες διατάξεις προστασίας και των προβλεπόμενων εγγυήσεων και διευκολύνσεων, ώστε να μπορούν να επιτελούν απερίσπαστοι τα καθήκοντα, που τους έχουν ανατεθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5, 9 και 10 και του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 "Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων" (ΦΕΚ 79 A’J και του άρθρου 9 παρ. 1 και 3 του ν. 1767/1988 "Συμβούλια εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις - Κύρωση της 135 διεθνούς σύμβασης εργασίας" [ΦΕΚ 63 Α2], Επίσης, στους εκπροσώπους των εργαζομένων χορηγείται άδεια με αποδοχές για το χρόνο που απαιτείται να εκπληρώνουν τα καθήκοντα, που απορρέουν από το παρόν Προεδρικό Διάταγμα. 3. Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους με τρόπο που να μην εμποδίζεται η ομαλή λειτουργία της επιχείρησης και ο εργοδότης υποχρεούται να παρέχει σ' αυτούς κάθε δυνατή διευκόλυνση για την άσκηση των καθηκόντων τους.”, 7) Τέλος, στο άρθρο 8 υπό τον τίτλο "Προστασία των δικαιωμάτων" ότι "1. Απαγορεύεται στους εργοδότες ή σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους ή σε οποιοδήποτε τρίτο να προβαίνουν σε πράξεις ή παραλείψεις, με σκοπό να παρακωλύουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εκπροσώπων των εργαζομένων, που απορρέουν από το παρόν διάταγμα. 2. α) Η μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 6 του παρόντος διατάγματος συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/1998 "Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 205 Α»), όπως ισχύει, β) Η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 και της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/1998, όπως ισχύει.». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της παραπάνω Οδηγίας, για την ενσωμάτωση της οποίας στο εθνικό δίκαιο εκδόθηκε το ανωτέρω Π.Δ, υπό τον τίτλο "Προστασία των δικαιωμάτων”, ορίζεται ότι "1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα δέοντα μέτρα για τις περιπτώσεις μη τήρησης της παρούσας οδηγίας από τον εργοδότη ή από τους εκπροσώπους των εργαζομένων* ιδιαίτερα, φροντίζουν να υπάρχουν κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ της παρούσας οδηγίας υποχρεώσεων. 2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τις κατάλληλες επιβλητέες κυρώσεις όταν ο εργοδότης ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων παραβαίνουν την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.». Οι λοιπές διατάξεις της Οδηγίας συνιστούν ακριβή διατύπωση των παραπάνω διατάξεων του Π.Δ 240/2006, γΓ αυτό και δεν επαναλαμβάνονται εν προκειμένω. Ακολούθως στο αρθ 174 ΑΚ ορίζεται ότι "η δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δε συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη”, ενώ στο αρθ 180 ΑΚ ορίζεται ότι "Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε». Από την ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η επιβολή προστίμου ως κύρωση για την μη τήρηση των διατάξεων τού π.δ. 240/2006 είναι σύμφωνη με την διάταξη τού άρθρου 8 της οδηγίας 2002/14/ΕΚ, η οποία υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να επιβάλουν την εφαρμογή της οδηγίας καθιερώνοντας διαζευκτικώς και κατ' επιλογήν της νομοθετικής εξουσίας είτε διοικητικές είτε δικαστικές κυρώσεις. Επομένως, η διαβούλευση δεν έχει ταχθεί ως όρος του κύρους των εργοδοτικών αποφάσεων, όπως προκύπτει από την διατύπωση τού συνόλου των διατάξεων του π.δ. 260/2006, γι' αυτό και δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 Α.Κ. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι όποτε ο νομοθέτης θέλησε να επέλθει ακυρότητα απολύσεως λόγω παραβιάσεως διατάξεως νόμου, το προέβλεψε ρητώς (π.χ. άρθρο 3, 6 §1 ν. 1387/83).
5. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη για την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 και 8 του Π.Δ. 240/2006, 174 και 180 ΑΚ κύρια βάση της αγωγής παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Επ’ αυτού με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Στην κρινόμενη υπόθεση, η κύρια βάση της αγωγής των εναγόντων επί της οποίας οι τελευταίοι στηρίζουν την αξίωσή τους για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων τους, που επήλθε ως συνέπεια της απόφασης της εναγόμενης να διακόψει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα, για το λόγο ότι η τελευταία παρέλειψε και δεν τήρησε την υποχρέωσή της να τους ενημερώσει προηγουμένως σχετικά και να διαβουλευθεί μαζί τους, ισχυριζόμενοι ότι η κύρωση αυτή (ακυρότητα) πρέπει να επιβληθεί ως αναγκαίο και αποτελεσματικό μέτρο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, για την επίτευξη του σκοπού της διάταξης του άρθρου 4 του ΠΔ 240/2006, όπως αυτή ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ, είναι νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι, η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγόμενης και αληθής υποτιθέμενη, δεν συνεπάγεται, κατά το νόμο, την ανωτέρω κύρωση, καθόσον η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 περιπτ. α' του ΠΔ 240/2006 προβλέπει ότι, επί μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την, ενδιαφέρουσα εν προκειμένω και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, διάταξη του άρθρου 4 αυτού, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/1998 "Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 205 Α’), όπως αυτό ισχύει και ήδη ενόψει της κατάργησης του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 33 παρ. 14 του νόμου 3996/2011, άρθρα 22 και 23 του νόμου 3996/2011. Ενόψει δε της σαφούς και μονοσήμαντης γραμματικής διατύπωσης της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 2 περιπτ. Α’ του ΠΔ 240/2006, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτέθηκε παραπάνω, το οποίο συμφωνεί απολύτως με το αντίστοιχο αρθ. 8 της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση σύγκρουσης εθνικού και κοινοτικού δικαίου και συνακόλουθα, ερμηνείας του πρώτου σύμφωνης με το περιεχόμενο και τους σκοπούς του δεύτερου. Ειδικότερα, δεν διαπιστώνεται αντίθεση μεταξύ των παραπάνω διατάξεων, αφού η επιλογή του εθνικού νομοθέτη για επιβολή διοικητικών κυρώσεων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας είναι εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας, την οποία το άρθρο 8 της Οδηγίας καταλείπει στα κράτη μέλη, στα οποία επιβάλει την υποχρέωση να φροντίζουν, ώστε να υπάρχουν οι κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ της οδηγίας υποχρεώσεων (παρ. 1) και να προβλέπουν τις κατάλληλες επιβλητέες κυρώσεις όταν ο εργοδότης ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων παραβαίνουν αυτή, οι οποίες πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές (παρ. 2). Επομένως, κατά την κοινοτική νομοθεσία η επιβολή διοικητικής κύρωσης, μέσω διοικητικής διαδικασίας, θεωρείται το ίδιο αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική με οποιαδήποτε δικαστική κύρωση και διαδικασία, γι' αυτό και στο κείμενο του άρθρου 8 της παραπάνω Οδηγίας τα δύο αυτά είδη κυρώσεων και διαδικασιών προβλέπονται διαζευκτικά. Επομένως, υφίσταται συμφωνία της παραπάνω εθνικής και κοινοτικής διάταξης. Ακολούθως το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής. Ετσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη το Εφετείο με τις ως άνω παραδοχές ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και συνακόλουθα ο 3ος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
6. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 669 παρ.2 ΑΚ, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα δήλωση, η οποία, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, είναι αναιτιώδης. Εν τούτοις, η άσκηση της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει, ως καταχρηστική, την άσκηση κάθε δικαιώματος, όταν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστή ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού. Υπέρβαση των ορίων αυτών ενέχει η καταγγελία που υπαγορεύθηκε από εμπάθεια ή διάθεση εκδίκησης προς το πρόσωπο του μισθωτού εξ αιτίας συμπεριφοράς αυτού μη αρεστής στον εργοδότη ή, όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στο νόμιμο εκπρόσωπο ή στα μέλη της διοίκησής του και, γενικά, από λόγο που ανάγεται στο πρόσωπο του εργοδότη και δεν συνδέεται με το καλώς εννοούμενο (αντικειμενικό) συμφέρον της επιχείρησής του. Τέτοιος λόγος υπάρχει και όταν ο μισθωτός προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας ή στο δικαστήριο για να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, έστω και αν η ασκηθείσα προσφυγή ή αγωγή ελέγχθηκε, τελικώς, αβάσιμη ή όταν ο μισθωτός ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση, εφ' όσον από αυτή δεν επηρεάζεται η προσήκουσα παροχή της εργασίας ή η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης. Δεν είναι, όμως, καταχρηστική η καταγγελία, όταν επιβάλλεται από την ανάγκη οργανωτικών ή διαρθρωτικών αλλαγών στην επιχείρηση, αφού, με το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας που αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ισχύουσας συνταγματικής τάξης, η επιλογή των κατάλληλων μέσων ή τρόπων για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού της επιχείρησης ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του εργοδότη και δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ελέγχεται, μόνο, το αν η επιλογή αυτή έγινε βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρου 281 ΑΚ. Πιο συγκεκριμένα, για την επιλογή του απολυτέου, μεταξύ αυτών που απασχολούνται στην επιχείρηση και ανήκουν στην ίδια επαγγελματική κατηγορία ή ειδικότητα, θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψη, ιδίως, η απόδοση, η αρχαιότητα, η ηλικία, τα οικογενειακά βάρη ή η οικονομική κατάσταση του κάθε εργαζόμενου και η δυνατότητα εξεύρεσης νέας απασχόλησης. Ωστόσο, η καταγγελία θα πρέπει, πράγματι, να αποτελεί το τελευταίο μέσο στο οποίο προσφεύγει ο εργοδότης, για να εξυπηρετήσει τα δικαιολογημένα συμφέροντά του και γι' αυτό επιβάλλεται να επιλέξει, μεταξύ περισσότερων και εξ ίσου αποτελεσματικών μέσων, το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο. Ο απολυθείς μισθωτός δύναται να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ως γενομένης καταχρηστικά. Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απόλυσής του, όπως το ότι αυτή έγινε για λόγους εκδικήσεως εξ αιτίας συμπεριφοράς αυτού μη αρεστής στον εργοδότη, τότε ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της καταγγελίας απορρίπτεται κατ' ουσία, χωρίς να χρειάζεται να καθορισθούν ή να ερευνηθούν τα πραγματικά αίτια αυτής (ΑΠ 581/2011).
7. Με τον 4° λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 παρ. 2, 281 και 288 ΑΚ και 17 παρ. 1 και 106 παρ. 2, 22 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, κρίνοντας ότι τα επικαλούμενα από τους ενάγοντες περιστατικά αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να προβεί στις ένδικες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, ήτοι αιτιώνται την προσβαλλόμενη για την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια. Σχετικά με τον λόγο αυτό οι παραδοχές της προσβαλλομένης έχουν ως εξής: "Στην κρινόμενη υπόθεση, οι ενάγοντες, επιχειρούν να στηρίξουν τις ένδικες αξιώσεις τους για αναγνώριση της ακυρότητας των επίδικων καταγγελιών των εργασιακών συμβάσεων τους, καθώς και για, συνεπεία αυτής της ακυρότητας, καταβολή των αιτούμενων μισθών υπερημερίας, επικαλούμενοι ότι αυτές είναι καταχρηστικές ως συνέπεια της απόφασης της εναγόμενης να διακόψει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα για λόγους οικονομοτεχνικούς, τους οποίους η ίδια (εναγόμενη) με υπαιτιότητά της προκάλεσε, χωρίς μάλιστα προηγουμένως είτε να ενημερώσει σχετικά τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να διαβουλευθεί με αυτούς, είτε να ερευνήσει την λήψη άλλων - πλην της ανωτέρω απόφασης για παύση της λειτουργίας του συγκεκριμένου εργοστασίου - προσφορότερων και ηπιότερων μέσων. Ειδικότερα, οι ενάγοντες, με την αναφερόμενη παραπάνω, αγωγική βάση ισχυρίζονται ότι α) η εναγόμενη εταιρεία αποφάσισε να διακόψει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, επικαλούμενη την πτώση των αριθμών της παραγωγής και των πελατών, κατάσταση που η ίδια δημιούργησε και μεθόδευσε, αφενός μεν διά της κατάργησης της εναλλασσόμενης βάρδιας, καίτοι επρόκειτο για εργοστάσιο συνεχούς λειτουργίας επί 24ώρου και της μεταφοράς της παραγωγής του στα άλλα δύο εργοστάσια της που λειτουργούν στο Βόλο και στο Μυλάκι Αλιβερίου, αφετέρου με το να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι στα άλλα δύο προαναφερόμενα εργοστάσια της εργάζονταν καθ' υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου τους μη λαμβάνοντας ρεπό, β) ότι τούτο έπραξε η εναγόμενη προκειμένου να καταστεί δυνατή, διά της επικλήσεώς της ανωτέρω κατάστασης, η υλοποίηση της πιο πάνω απόφασής της και η συνεπεία αυτής απόλυση όλων των εργαζομένων του εργοστασίου, παρά το γεγονός ότι η πραγματικότητα ήταν πως το εργοστάσιο στη Χαλκίδα αποτελούσε οικονομικά βιώσιμη, σύγχρονη, άκρως ανταγωνιστική και κερδοφόρα επιχείρηση, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή (1η παρ. στην 22° σελ. του αγωγικού δικογράφου) και (γ) ότι η εναγόμενη, επικαλούμενη τη μείωση της παραγωγής και της ζήτησης αναφορικά με το συγκεκριμένο εργοστάσιο, αποφάσισε να κλείσει αυτό, χωρίς προηγουμένως, να μετέλθει άλλων ηπιότερων αποφάσεων και συγκεκριμένα, να διατηρήσει την έστω χαμηλή παραγωγή του παραπάνω εργοστασίου και ταυτόχρονα να κατανείμει ισομερώς τις εργασίες του συνόλου της επιχείρησης της και στα τρία εργοστάσιά της, αναμένοντας την επανεκκίνηση των έργων υποδομής και την ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας ή να μεταβιβάσει το εργοστάσιο της Χαλκίδας σε άλλον ιδιοκτήτη. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η σχετική αγωγική βάση, ως προς τα παραπάνω τμήματά της, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη. Τούτο διότι, σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά διαλαμβάνονται παραπάνω στην νομική σκέψη που προπαρατίθεται, οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγόντων και αληθείς υποτιθέμενοι, δεν μπορούν, να επιστηρίξουν την αιτούμενη αξίωσή τους για ακυρότητα των επίδικων καταγγελιών των εργασιακών συμβάσεων τους λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος της εναγόμενης, καθόσον κατατείνουν, άμεσα και έμμεσα, αφενός μεν στον ουσιαστικό έλεγχο της σκοπιμότητας και της αναγκαιότητας της επιχειρηματικής απόφασης της τελευταίας, να παύσει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους οικονομοτεχνικούς λόγους που επικαλέστηκε, για να δικαιολογήσει την απόφασή της αυτή (πτώση παραγωγής και μειωμένη ζήτηση) συνεπεία των οποίων προέβη στις επίμαχες καταγγελίες αφετέρου δε στην έρευνα του πως δημιουργήθηκαν οι οικονομοτεχνικές συνθήκες που οδήγησαν στις επίμαχες καταγγελίες. Ωστόσο, ένας τέτοιος έλεγχος εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να ελέγξει τυχόν καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος της εναγόμενης να καταγγείλει τις εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων ως συνέπεια της παραπάνω εργοδοτικής - επιχειρηματικής απόφασής της, στα τρία στάδια που προαναφέρθηκαν και δη α) της ύπαρξης οικονομοτεχνικού λόγου και οικονομικού σκοπού, β) της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιχειρηματικής απόφασης της εναγόμενης, να διακόψει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα και της καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων και γ) της ορθής επιλογής των εναγόντων ως απολυομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η κατ' ουσίαν έρευνα στα ανωτέρω στάδια δεν είναι δυνατή καθόσον 1ον) οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην αγωγή, πέραν των ανωτέρω, πρόσθετα περιστατικά που να συνιστούν μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία της εναγόμενης ως προς αυτούς, οπότε υπό προϋποθέσεις και εφόσον αποδεικνύονταν θα καθιστούσαν καταχρηστική την επιλογή της αυτή. Ειδικότερα, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι η εναγόμενη, καίτοι διέκοψε την λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα επικαλούμενη πτώση της παραγωγής του λόγω μειωμένης ζήτησης και κατήγγειλε τις εργασιακές συμβάσεις τους συνεπεία της παραπάνω απόφασής της, εντούτοις συνέχισε την λειτουργία του εργοστασίου της ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και προσέλαβε άλλους στη θέση τους με μικρότερους μισθούς και με μειωμένα ή καθόλου επιδόματα, αποσκοπώντας όχι πραγματικά στην αντιμετώπιση οικονομοτεχνικών προβλημάτων, αλλά στην μείωση του κόστους εργασίας, ή ότι προσχηματικά επικαλέστηκε τους ανωτέρω λόγους και προσχηματικά έκλεισε το εργοστάσιο της στην Χαλκίδα, προκειμένου να μπορέσει να "απαλλαγεί" από τους ενάγοντες, απολύοντάς τους, επειδή ήταν ανεπιθύμητοι στην διοίκησή της λόγω της συνδικαλιστικής δράσης τους, των πολιτικών πεποιθήσεών τους ή για άλλους λόγους. Αντιθέτως, οι ίδιοι οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι κατά τον ίδιο τρόπο η εναγόμενη εταιρεία προέβη στην καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων (229 άτομα) στο εργοστάσιο της στην Χαλκίδα, 2ον) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω απόφασης της εναγόμενης και των απολύσεων των εναγόντων είναι αυταπόδεικτος, ενόψει και του προαναφερόμενου ισχυρισμού των τελευταίων περί καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων, σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από τις επίδικες. Άλλωστε, η πρώτη κύρια βάση της αγωγής, στηρίζεται στον ισχυρισμό των εναγόντων περί ακυρότητας των επίμαχων καταγγελιών, κατά παράβαση των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, μετά την απόφαση της διοίκησης και δη του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνει τις αιτούμενες από την εναγόμενη απολύσεις 229 εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας, μετά την οριστική διακοπή της λειτουργίας αυτού, κι όχι μόνο αυτές των εναγόντων και 3ον) οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται και δεν εκθέτουν στην αγωγή τους περιστατικά που να υποδηλώνουν ότι η εναγόμενη εργοδότρια επέλεξε να απολύσει ειδικά αυτούς, προκειμένου να ανταπεξέλθει στα επικαλούμενα οικονομικά προβλήματα του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά, υπηρεσιακά και κοινωνικά, κριτήρια σε σύγκριση με άλλους συναδέλφους τους που έπρεπε να απολυθούν και δεν απολύθηκαν και συγκεκριμένα, δεν εκθέτουν τις ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ίδιων και άλλων απολυτέων συναδέλφων τους. Αντιθέτως, οι ενάγοντες βάλλουν κατά της επιχειρηματικής απόφασης της αντιδίκου τους να παύσει την λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα και ζητούν να ελεγχθεί η απόφαση αυτή υπό το πρίσμα και πνεύμα της καταχρηστικότητας βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, έλεγχος, ο οποίος δεν είναι επιτρεπτώς... “. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, επικαλούνται ότι οι επίμαχες καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων τους, ως γενόμενες συνεπεία της ανωτέρω απόφασης της εναγόμενης για διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, η οποία (απόφαση) λήφθηκε άνευ προηγούμενης ειδοποίησης και διαβούλευσης μεταξύ των εκπροσώπων της εργοδότριας και των εργαζομένων και κατά παράβαση της έως τότε επιχειρησιακής πρακτικής, είναι άκυρες ως ασκούμενες κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της αντιδίκου, καθόσον μάλιστα είχε δημιουργηθεί στους ενάγοντες η πεποίθηση ότι δεν κινδυνεύουν οι θέσεις εργασίας τους. Τα ανωτέρω επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν κατά νόμο την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εναγόμενης να καταγγείλει τις εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων. Τούτο διότι, σύμφωνα με τους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς, που συνίστανται στο ότι λόγω του αιφνιδιαστικού χαρακτήρα της ανωτέρω επιχειρηματικής απόφασης περί οριστικής διακοπής του παραπάνω εργοστασίου, συνεπεία της οποίας έλαβαν χώρα οι επίμαχες καταγγελίες, αυτές ασκήθηκαν κατά κατάχρηση του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος, επιχειρείται, κατ' έμμεσο τρόπο, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της οικονομικής σκοπιμότητας και αναγκαιότητας της παραπάνω επιχειρηματικής απόφασης της εναγόμενης εργοδότριας, ο οποίος, κατά τα διαλαμβανόμενα παραπάνω, δεν είναι δυνατός. ‘Ομως, επί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης για λόγους οικονομοτεχνικούς ο δικαστικός έλεγχος της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος διέρχεται των προαναφερόμενών τριών σταδίων.
Εν προκειμένω δε, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε κατ' ουσίαν έρευνα των σταδίων αυτών. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν εκθέτουν στην αγωγή τους ποια ήταν η προγενέστερη εκείνη συμπεριφορά της εναγόμενης που τους δημιούργησε εύλογα και δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι το εργοστάσιο της Χαλκίδας θα συνεχίσει να λειτουργεί, ενόψει και των διαλαμβανόμενων στην αγωγή (αντιφατικών) ισχυρισμών των ίδιων, ότι η εναγόμενη στο άμεσο παρελθόν και δη τον Δεκέμβριο του 2012 είχε επιχειρήσει την εφαρμογή στο παραπάνω εργοστάσιο του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο τελικά δεν εφαρμόστηκε λόγω αποτυχίας των σχετικών διαβουλεύσεων ανάμεσα στους εκπροσώπους της εργοδότριας και των εργαζομένων. Ακολούθως, και οι παραπάνω αγωγικές βάσεις κρίνονται απορριπτέες ως νόμω αβάσιμες». Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Εφετείο με τις ως άνω παραδοχές, που συμπυκνώνονται στο γεγονός ότι η επιχειρηματική συμπεριφορά της εργοδότριας να διακόψει τη λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα για οικονομοτεχνικούς λόγους, όταν εκδηλώνεται στα ως άνω πλαίσια, δεν ελέγχεται ως καταχρηστική, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και συνακόλουθα ο 4ος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
8. Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "πράγματα”, των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων κλπ., ιδρύει τον προβλεπόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αποτελούν οι αυτοτελείς, νόμιμοι και παραδεκτά προταθέντες στο δικαστήριο της ουσίας πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (Ολ.ΑΠ 3/1997), και όχι και οι μη νόμιμοι, επουσιώδεις και αλυσιτελείς ισχυρισμοί που δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και επί των οποίων το δικαστήριο δεν υποχρεούται ν' απαντήσει, ούτε η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν στοιχειοθετείται, όμως, σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), τούτο δε συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον φερόμενο ως μη ληφθέντα υπόψη ισχυρισμό, απορρίπτει δηλ. αυτόν "εκ των πραγμάτων" κατ' ουσίαν. (ΑΠ 1721/2012).
9. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ, αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη του κατά την απόρριψη ως μη νόμιμου του ως άνω ισχυρισμού των εναγόντων περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει τις ένδικες συμβάσεις εργασίας τους εξής πραγματικούς ισχυρισμούς: 1) Ότι η αναιρεσίβλητη με την καταγγελία των ως άνω συμβάσεων εργασίας χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους παραβίασε σχετική ενοχική υποχρέωση, που είχε αναλάβει με ενοχικές συλλογικές συμφωνίες. 2) Ότι η αναιρεσίβλητη λίγο πριν από τις ως άνω καταγγελίες, μείωσε το μετοχικό της κεφάλαιο κατά 70 εκατ. ευρώ με σκοπό την επιστροφή του ποσού αυτού στους μετόχους, ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής διαβεβαίωνε τους μετόχους ότι μετά τη μείωση αυτή θα διασφαλιζόταν η απρόσκοπτη λειτουργία της εταιρίας. 3) Ότι η αναιρεσίβλητη λίγους μήνες πριν τις καταγγελίες τους επέβαλε σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης με την μορφή της μίας μόνο ημέρας λιγότερης ανά εβδομάδα διαβεβαιώνοντας τους αναιρεσείοντες ότι με το μέτρο αυτό διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του εργοστασίου, ενώ την ίδια περίοδο απασχολούσε υπερεντατικά τους εργαζομένους της στα άλλα δύο εργοστάσιά της. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως δεν αποτελούν "πράγματα”, των οποίων η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων κλπ., ιδρύει τον προβλεπόμενο ως άνω αναιρετικό λόγο, αλλά επιχειρήματα, των εναγόντων υπέρ των απόψεών τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος καταγγελίας που δεν μπορούν να στηρίξουν αυτοτελώς την ως άνω ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και ως εκ τούτου ο 5ος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
10. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 2, 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Ν. 1387/1983, με τον οποίον έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 75/129 του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1975 "περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 1 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 3863/2010, ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: "Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου”, "Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους, β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”, "Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας”, "Ο εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους" και "Ομαδικές απολύσεις που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες». Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 1387/1983 συνάγεται ότι κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το ως άνω όριο, καθ' υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των επί σχέσει εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης στα πλαίσια οικονομοτεχνικών μεταβολών κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητος, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός, κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας. Η εξωτερίκευση της βουλήσεως του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικώς με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους εργασίας, τούτο δε ισχύει και εάν οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας γίνονται υπό προειδοποίηση συμφώνως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 εδ. α' Ν. 2112/1920, αφού η κοινοποίηση στον εργαζόμενο της καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αποτελεί την έκφραση της αποφάσεως περί διακοπής της σχέσεως εργασίας, η δε εν τοις πράγμασι λήξη της εν λόγω σχέσεως, κατά την παρέλευση της προθεσμίας προειδοποιήσεως, συνιστά απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως. Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 1387/1983, στην οποία, κεφ. Β’ αρ. 4, διαλαμβάνονται τα εξής: "τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα, κατά τον οποίον ο εργοδότης εκδηλώνει τη βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις”, και από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 1387/1983 Ό εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ..." θεσπίζουσα υποχρέωση του εργοδότη να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προτού προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, είναι δε συμβατή και προς την Οδηγία 98/59, με την οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις της προαναφερομένης Οδηγίας 75/129 ως και της μεταγενεστέρως εκδοθείσης Οδηγίας 92/56, όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-188/03, με την οποία έγινε δεκτό "ότι τα άρθρα 2 και 4 της Οδηγίας έχουν την έννοια ότι το γεγονός, το οποίο συνιστά απόλυση έγκειται στη δήλωση βουλήσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας».
11. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη για την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο με την κρίση του ότι η ερειδόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ βάση της αγωγής σύμφωνα με την οποία οι επίδικες καταγγελίες έγιναν επί σκοπώ παραβίασης του νόμου περί ομαδικών απολύσεων και συνεπώς είναι άκυρες ως καταχρηστικές, υπό την έννοια ότι η αναιρεσίβλητη κατένειμε σκοπίμως τον αριθμό των απολύσεών τους σε διαδοχικές περιόδους αναφοράς κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφύγει την εφαρμογή των δυσμενών για τα συμφέροντά της αναγκαστικών κανόνων του ν. 1387/1983 και ιδίως την υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους το δε είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι 1ον) οι επίδικες απολύσεις είναι κάτω του νόμιμου ορίου των ομαδικών απολύσεων και 2ον) δεν επικαλούνται ότι η εναγομένη προέβη σε αυτές, αφενός μεν από μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία προς το πρόσωπο τους, αφετέρου δε χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των απολυτέων εργαζομένων, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1, 5 και 6 της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, 1, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1387/1983 καθώς και την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
12. Σχετικά με τον λόγο αυτό το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες με την πρώτη βάση της κρινόμενης αγωγής τους, επιχειρούν να στηρίξουν την αξίωσή τους για αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους και την, συνεπεία αυτής, αξίωση για καταβολή των αιτούμενων μισθών υπερημερίας, ισχυριζόμενοι ότι η εναγομένη εργοδότρια προέβη σε αυτές κατά κατάχρηση δικαιώματος με σκοπό την καταστρατήγηση του ν. 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων. Ότι ειδικότερα η εναγομένη εργοδότρια έλαβε αιφνιδίως την απόφαση να παύσει οριστικά τη λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα στις 25-3- 2013, χωρίς προηγουμένως να καλέσει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για διαβούλευση και ενημέρωση; αλλά προκειμένου να τηρήσει τυπικά την εκ του νόμου προβλεπόμενη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων προσκάλεσε εκ των υστέρων το σωματείο των εργαζομένων προς ενημέρωση και διαβούλευση επί ειλημμένων αποφάσεων, χωρίς να υπάρχει κανένα περιθώριο αποφυγής των απολύσεων. Ότι ακολούθως στις 16-4-2013 η εναγομένη εργοδότρια αιτήθηκε την έγκριση του Υπουργού Εργασίας για σχέδιο απολύσεων διακοσίων είκοσι εννέα (229) εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, ενώ στις 1-8-2013, 2-9-2013 και 1-10-2013 η εναγομένη επέδωσε με δικαστικό επιμελητή σε καθένα από τους πρώτους τέσσερεις ενάγοντες, τους πέμπτο έως και δέκατη τρίτη των εναγόντων και τους λοιπούς, αντίστοιχα, ατομικά κείμενα καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η αρνητική απόφαση του Υπουργού Εργασίας επί του αιτήματος της εναγομένης για έγκριση σχεδίου ομαδικών απολύσεων, η οποία ελήφθη στις 26-4-2013, μετά την σύμφωνη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, το οποίο συγκλήθηκε και συνεδρίασε κατ' αίτηση του παραπάνω Υπουργού, παρουσία των εκπροσώπων της εργοδότριας και των εργαζομένων, στις 24-4-2013. Επιπλέον δε η εναγομένη σε 16 διαδοχικές περιόδους αναφοράς (Απρίλιος 2013 - Μάιος 2013 - Ιούνιος 2013 - Ιούλιος 2013 - Αύγουστος 2013 - Σεπτέμβριος 2013 - Οκτώβριος 2013 - Νοέμβριος 2013 - Δεκέμβριος 2013 - Ιανουάριος 2014 - Φεβρουάριος 2014 - Μάρτιος 2014 - Απρίλιος 2014 - Μάιος 2014 - Ιούνιος 2014 - Ιούλιος 2014) προέβη σε διαδοχικές ομαδικές καταγγελίες συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων του εργοστασίου της Χαλκίδας και μάλιστα υπερβαίνοντας στις προηγούμενες πριν από τις επίδικες απολύσεις το όριο των ομαδικών απολύσεων, που τίθενται από το κοινοτικό δίκαιο βάσει της αρχικής της απόφασης περί διακοπής της λειτουργίας του εργοστασίου και χωρίς να συντρέχουν σε κάθε νέα περίοδο αναφοράς νέοι λόγοι, που να δικαιολογούν τέτοια ενέργεια, με μοναδικό σκοπό την κατανομή των συγκεκριμένων απολύσεων, που απέρριψε στο σύνολο τους ο Υπουργός Εργασίας, έτσι ώστε να εκφεύγουν οριακά του ελέγχου των ομαδικών απολύσεων. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι ως άνω γενόμενες απολύσεις τους έχουν γίνει κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης και δη με σκοπό αποφυγής της δέσμευσής της από την προαναφερθείσα απόφαση της διοίκησης να μην εγκρίνει τις αιτούμενες απολύσεις 229 εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας και να αποφύγει τις διαβουλεύσεις, που απαιτούνται κατά τον ανωτέρω νόμο. Υπό τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα η προαναφερθείσα αγωγική βάση κρίνεται μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Τούτο διότι οι προβαλλόμενοι προς επιστήριξή της ισχυρισμοί των εναγόντων εδράζονται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη η διαδικασία που θεσπίζει ο ν. 1387/1983 (διαβούλευση - ενημέρωση εκπροσώπων εργοδότη και εργαζομένων, επί συμφωνίας αυτών απολύσεις σύμφωνα με αυτή, επί μη επίτευξης παρέμβαση της διοίκησης και απόφαση αυτής, που δεσμεύει τον εργοδότη, μη δυνατότητα διενέργειας των απολύσεων, πριν την παρέλευση των ανώτατων χρονικών ορίων του νόμου για ολοκλήρωση των πιο πάνω διαδικασιών), η τήρηση της οποίας είναι αναγκαία προκειμένου να θεωρούνται νόμιμες και έγκυρες οι ομαδικές απολύσεις, αφορά αυτές τις τελευταίες και όχι την επιχειρηματική απόφαση του εργοδότη συνεπεία της οποίας αυτές σχεδιάζονται, όπως αβασίμως διατείνονται οι ενάγοντες. Επομένως, η θεσπιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 ν. 1387/1983 διαδικασία δεν αφορά και δεν απαιτείται να τηρηθεί στο προγενέστερο των απολύσεων χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο εργοδότης λαμβάνει την επιχειρηματική απόφαση, συνεπεία της οποίας παρίσταται ανάγκη να διενεργήσει ομαδικές απολύσεις, αλλά η τήρησή της απαιτείται πριν από την διενέργεια των απολύσεων αυτών και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα μετά τη λήψη της επιχειρηματικής απόφασης του εργοδότη και πριν τη διενέργεια των απολύσεων. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αγωγή στην ένδικη υπόθεση τηρήθηκαν οι παραπάνω διατάξεις του ν. 1387/1983, καθόσον η εναγομένη αφενός μεν την ίδια ημέρα (26-3-2013), που ανακοίνωσε στους εργαζομένους στο εργοστάσιό της στην Χαλκίδα, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, την από 25-3-2013 επιχειρηματική απόφασή της για οριστική παύση της λειτουργίας αυτού, κάλεσε και τους εκπροσώπους τους για ενημέρωση και διαβούλευση σχετικά με τους λόγους της απόφασης αυτής και τις σχεδιαζόμενες απολύσεις διακοσίων είκοσι εννέα (229) εργαζομένων επί συνόλου διακοσίων τριάντα έξι (236), αφετέρου δε μετά την παρέλευση, στις 15-4-2013, του νόμιμου χρονικού διαστήματος των διαβουλεύσεων (20ήμερο) υπέβαλε αίτημα στον Υπουργό Εργασίας για έγκριση ομαδικών απολύσεων διακοσίων είκοσι εννέα (229) εργαζομένων. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η προαναφερθείσα πρώτη κύρια αγωγική βάση (ακυρότητα των επίδικων καταγγελιών διότι αυτές έλαβαν χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του ν. 1387/1983 περί ομαδικών απολύσεων) κρίνεται μη νόμιμη. Περαιτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας των επίδικων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, που έλαβαν χώρα μετά την από 26-4-2013 απόφαση του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνει το αίτημα της εναγομένης για ομαδικές απολύσεις διακοσίων είκοσι εννέα (229) εργαζομένων με σκοπό την παραβίαση της απόφασης αυτής, κρίνεται μη νόμιμη. Τούτο διότι η εναγομένη εργοδότρια νόμιμα προέβη στις επίδικες απολύσεις, οι οποίες είναι κάτω του νόμιμου ορίου των ομαδικών απολύσεων, παρά την ολική απόρριψη του συνόλου των ομαδικών απολύσεων από την διοίκηση, καθόσον οι επίδικες απολύσεις των εναγόντων δεν υπερβαίνουν το όριο που θέτει η διάταξη του άρθρου 1 ν. 1387/1983, πάνω από το οποίο οι γενόμενες απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, επιπλέον δε δεν συμπίπτουν με τον αριθμό των απολύσεων (229), που δεν ενέκρινε ο Υπουργός Εργασίας και 2ον) οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι η εναγομένη προέβη στις συγκεκριμένες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους αφενός μεν από μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία προς το πρόσωπό τους, αφετέρου δε χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά κριτήρια (κοινωνικά και υπηρεσιακά) επιλογής αυτών προς απόλυση, καθόσον μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι ίδιοι αναφέρουν στην αγωγή ότι η εναγομένη σχεδίασε και επιχείρησε την απόλυση συνολικά 229 εργαζομένων, μετά δε την απορριπτική απόφαση της διοίκησης προέβη σταδιακά σε απολύσεις, που, ανά μήνα, δεν υπερβαίνουν τον παραπάνω αριθμό, αλλά ούτε και το όριο που θέτει ο νόμος περί ομαδικών απολύσεων. Έτσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και συνακόλουθα ο 6ος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
13. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (ΑΠ 1741/2012, ΑΠ 1143/2003). Με τον 1° λόγο της αίτησης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι με την ως άνω αγωγή τους εκθέσανε, μεταξύ άλλων, ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης είναι άκυρη, διότι έλαβε χώρα κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, ήτοι λόγω μη προσφοράς και μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης. Ζητήσανε δε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις νομίμως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να τους καταβάλει μισθούς υπερημερίας, άλλως, επικουρικώς, για την περίπτωση που η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας τους κρινόταν ως έγκυρη, να υποχρεωθεί η αντίδικος να τους καταβάλει τη διαφορά της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης.
14. Από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας της καταγγελίας των ενδίκων συμβάσεων των εναγόντων περιέχεται στη σελίδα 31 του αγωγικού δικογράφου υπό τον σαφή τίτλο, "Ακυρότητα της καταγγελίας λόγω υη προσφοράς και μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης”, ενώ στη σελίδα 64 και ΕΠ εκτίθεται διακριτώς για κάθε ενάγοντα η καταβληθείσα και η οφειλόμενη αποζημίωση καθώς και η εξ αυτού του λόγου επελθούσα ακυρότητα της απόλυσης. Ακολούθως δε, διατυπώνονται οι αγωγικές αξιώσεις και συγκεκριμένα α) το κύριο αγωγικό αίτημα που αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των ενδίκων συμβάσεων για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους (σελ. 50 και 51 της αγωγής) και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, όπως αυτοί υπολογίζονται αμέσως μετά για τον καθέναν από τους ενάγοντες (σελ. 51 έως 64) και β) το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως διαφορών αποζημιώσεων (σελίδα 64), όπως οι διαφορές αυτές υπολογίζονται αναλυτικά αμέσως μετά για τον καθέναν από τους ενάγοντες (σελ. 65 έως 66). Παρά ταύτα, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την παραδοχή της έφεσης της εναγομένης και στο πλαίσιο της έρευνας των λοιπών βάσεων της αγωγής, τις οποίες δεν είχε ερευνήσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, άφησε αδίκαστη την ερειδόμενη στην διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955 βάση της αγωγής θέτοντας αυτήν εκτός του "αντικειμένου της δικαστικής κρίσης" (βλ. προσβαλλόμενη απόφαση, 17ο φυλ., 2η σελ.). Συνεπεία τούτου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παρά την παραδοχή του περί μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης, η οποία (παραδοχή) στηρίζει το διατακτικό της απόφασης όσον αφορά στην παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμου του επικουρικού αιτήματος περί συμπλήρωσης των αποζημιώσεων των εναγόντων, παρέλειψε να αποφανθεί περί της εξ αυτού του λόγου ακυρότητας των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας, αφήνοντας έτσι αδίκαστο το αίτημα για ακυρότητα των απολύσεων λόγω μη καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης και προχωρώντας στην εξέταση και την παραδοχή ως ουσία βάσιμου του επικουρικού αιτήματος περί επιδικάσεως της προκύπτουσας διαφοράς.
Συνεπώς, το Εφετείο, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ και ο 1ος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος.
15. Αναφορικά με το αίτημα των εναγόντων περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα των Οδηγιών 98/59 και 2002/14 και, αντίστοιχα, των διατάξεων του Ν. 1387/1983 και του ΠΔ 240/2006 που ενσωματώνουν τις διατάξεις της προαναφερθείσας Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, αυτό κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή των οδηγιών 98/59 και 2002/2014 καθώς και ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου (Ν. 1387/83 και ΠΔ 240/2006) κατά το μέρος που ενσωματώνουν όμοιες ρυθμίσεις της Ένωσης.
16. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’αποδοχή του 1ου λόγου της αίτησης ενώ παρέλκει η εξέταση του 2ου λόγου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 183/2017 απόφαση του Εφετείου Ευβοίας, κατά το αναφερόμενο μέρος της.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στους αναιρεσείοντες δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Ιουνίου 2019.-
Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
anchor link
Εγγραφήκατε επιτυχώς στο newsletter!
Η εγγραφή στο newsletter απέτυχε. Παρακαλώ δοκιμάστε αργότερα.
Αρθρογραφία, Νομολογία ή Σχόλια | Άμεση ανάρτηση | Επώνυμη ή ανώνυμη | Προβολή σε χιλιάδες χρήστες σε όλη την Ελλάδα