Αριθμός 457/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Δεκεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Β. του Κ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Καμπέρη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών και 2) Π. Λ. του Ε., κατοίκου ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο.
Κοινοποιουμένη η αναίρεση στο (και προσθέτως παρεμβαίνον): Φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΣΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη - Παρασκευή Αγγελοπούλου, η οποία άσκησε ενώπιον του ακροατηρίου, αλλά και με τις από 6-12-2019 κατατεθείσες προτάσεις της, πρόσθετη υπέρ της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών παρέμβαση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-3-2018 αίτηση της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα (και διά των προτάσεων) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της Εισαγγελέως Ανηλίκων του φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ”.
Εκδόθηκε η 2276/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-11-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Αντώνιο Τσαλαπόρτα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και το προς κοινοποίηση - προσθέτως παρεμβαίνον όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης, η πληρεξούσια του προς κοινοποίηση - προσθέτως παρεμβαίνοντος την παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης και την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 769 ΚΠολΔ, που ορίζει τους δικαιούμενους να ασκήσουν αναίρεση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, "αναίρεση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν, και αν νίκησαν, ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνοι που άσκησαν κύρια και πρόσθετη παρέμβαση και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους, καθώς και ο εισαγγελέας πρωτοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 762 εφαρμόζονται και εδώ”. Ως προς την παθητική νομιμοποίηση, η παρούσα διάταξη παραπέμπει στο άρθρο 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, και συνεπώς, η διάταξη αυτή, που ορίζει ότι "αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους" εφαρμόζεται και για την παθητική νομιμοποίηση της αναίρεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τη διαδικασία αυτή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 εδ. α` ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (άρθρο 760 εδ. α` ΚΠολΔ), το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο, επομένως και την αναίρεση, κατ` αποφάσεως που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, το οποίο μπορεί να στηρίζεται και στο γεγονός ότι η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί στη δίκη αυτή, εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 76, 77, 78 ΚΠολΔ για την αναγκαστική ομοδικία. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι το ένδικο μέσο, επομένως και η αναίρεση, κατ` αποφάσεως που εκδίδεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, πρέπει να απευθύνεται εναντίον όλων εκείνων, που έλαβαν μέρος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, όχι όμως με κύρωση το απαράδεκτο. Εξάλλου, οι διατάξεις περί ομοδικίας του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΚΠολΔ 741) (ΑΠ 757/2019). Από τη διάταξη του άρθρ. 762 ΚΠολΔ (βλ. Μπέη, ΠολΔ, άρθρ. 762 αριθ. 2, 3 σ. 371) που εφαρμόζεται και στην αναίρεση, και η οποία διάταξη διαφέρει κατά τη διατύπωση και την έννοια της διατάξεως του άρθρου 517 Κ.Πολ.Δ. και θεσπίσθηκε ενόψει και του χαρακτήρα των θεμάτων που υπάγονται στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, τα οποία αφορούν ως επί το πλείστον στη δημόσια τάξη και είναι απαραίτητο να επιλύονται οριστικώς έναντι πάντων των ενδιαφερομένων διαδίκων, που ορίζει ότι "αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους”, σαφώς συνάγεται ότι η έφεση πρέπει να στραφεί κατά του ενδιαφερόμενου προσώπου που στην πρωτοβάθμια δίκη είχε μετάσχει ως αντίδικος του εκκαλούντος (βλ. σχετ. ΑΠ 470/1973). Σε όλους τους άλλους που μετείχαν στην πρωτοβάθμια δίκη ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως ομοδίκων ή αντιδίκων του εκκαλούντος, ακόμη και αυτών που δεν εμφανίσθηκαν και δικάσθηκαν σαν να ήταν παρόντες, κατ` άρθρ. 754 Κ.Πολ.Δ. και έχουν δικαίωμα να κληθούν στη συζήτηση, η έφεση, πρέπει απλώς να κοινοποιείται με κλήση προς συζήτηση .
Στην κρινόμενη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμ. 2276/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία μετά από αίτηση της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών αφαιρέθηκε η άσκηση της γονικής μέριμνας του αβάπτιστου θήλεος ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε την 29-11-2014, από την πρώτη των καθών, νυν αναιρεσείουσα και από τον δεύτερο των καθών Π. Λ., με τον οποίο αυτή βρίσκεται σε διάσταση από το έτος 2006, απευθύνεται κατά της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Aθηνών.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρεμβάσεως, εφόσον βεβαίως συντρέχει η κατά το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικαστική προϋπόθεση της υπάρξεως αμέσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Εξάλλου από τις προσδιορίζουσες την έννοια της κυρίας και της πρόσθετης παρεμβάσεως διατάξεις των άρθρων 79 και 80 Κ.Πολ.Δ., ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τη φύση και το σύνολο των διατάξεων της διαδικασίας της εκουσίας δικαιοδοσίας, κατά την οποία κατά κανόνα δεν υπάρχει αντιδικία, προκύπτει ότι, αν ο παρεμβαίνων υποστηρίζει την αίτηση, η παρέμβαση είναι πρόσθετη, ενώ, αν αντιδικεί, ζητώντας είτε την απόρριψη της αιτήσεως είτε την παραδοχή δικού του αιτήματος, η παρέμβαση είναι κύρια (ΑΠ 1886/2013, ΑΠ 1076/2002). Εξάλλου στην παρ. 2 του άρθρου 752 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία (ΑΠ 1681/2013). Κατά το άρθρο 82 παρ. 3 του ΚΠολΔ αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό προς την παράγραφο 3 του άρθρου 81 του ίδιου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, προκύπτει σαφώς, ότι η κλήση προς συζήτηση της αναιρέσεως που γίνεται είτε κάτω από το αντίγραφο της αναιρέσεως είτε αυτοτελώς (άρθρο 568 ΚΠολΔ), πρέπει να επιδίδεται και προς τον έχοντα κατ` αμφοτέρους τους βαθμούς την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ κάποιου από τους κυρίους διαδίκους παρεμβάντος, για να ενημερώνεται αυτός περί της εξελίξεως της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και να ασκεί τα δικαιώματά του, διότι αυτός είναι διάδικος. Έτσι, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του" και το άρθρο 558 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν απευθύνεται κατ` αρχήν η αναίρεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πρέπει όμως να καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η θεμελιώδης δικονομική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, που καθιερώνεται με το άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ, ειδική εφαρμογή της οποίας περιέχουν οι προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 199/2016, ΑΠ 972/2014, ΑΠ 470/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης, και των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η Εισαγγελέας Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών ήδη αναιρεσίβλητη με την από 23-3-2018 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) ζήτησε την αφαίρεση του συνόλου της γονικής μέριμνας του αβάπτιστου θήλεος ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε την 29-11-2014 από την πρώτη των καθών, νυν αναιρεσείουσα και από τον δεύτερο των καθών Π. Λ., με τον οποίο βρίσκεται εκείνη σε διάσταση από το έτος 2006, και να ανατεθεί αυτή στο φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ”, το οποίο ήδη το φιλοξενεί. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης άσκησε προφορικά πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της Εισαγγελέως Ανηλίκων το φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ”. Επί της αιτήσεως αυτής, που συνεκδικάσθηκε μαζί με την πρόσθετη παρέμβαση, εκδόθηκε η 2276/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε την αίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, την οποία κοινοποιεί και προς το προσθέτως παρεμβάν φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ”, που εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση και συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως από το οικείο πινάκιο και άσκησε και προφορικά με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσιβλητης προς υποστήριξή της ζητώντας να απορριφθεί η αναίρεση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η αναίρεση, δεν απευθύνεται κατ` αρχήν κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, όμως, πρέπει να καλείται, όπως εν προκειμένω, στη συζήτηση της αναίρεσης.
Η παράγραφος 2 εδ α' του άρθρου 111 ΚΠολΔ ορίζει ότι καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Από τη διάταξη αυτή που θεσπίζει το θεμελιώδες δικονομικό αξίωμα της τήρησης προδικασίας προκύπτει ότι δεν είναι επιτρεπτή, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που καθορίζονται στο νόμο, η συζήτηση οποιασδήποτε αίτησης από το δικαστήριο, αν δεν έχει επιδοθεί το οικείο έγγραφο στον αντίδικο του αιτούντος, εκτός αν εκείνος παρίσταται και δεν αντιλέγει. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ. 1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανιστεί, ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι, ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην περίπτωση που η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου, ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση μετά νέα κλήτευση (ΑΠ 185/2009). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 23 § 5 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με τα άρθρα 16 § 3 του ν. 2331/1995 και 2 § 2 του ν. 2298/1995 στις συνεδριάσεις των τμημάτων του Αρείου Πάγου που εκδικάζουν πολιτικές υποθέσεις ο Εισαγγελέας παρίσταται μόνο αν είναι διάδικος ή έχει υποβάλλει έως την έναρξη της δικασίμου έγγραφη πρόταση την οποία και αναπτύσσει προφορικά. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 § 2 Κ.Πολ.Δ. αντίγραφο της αίτησης που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας με τη σημείωση για το προσδιορισμό δικασίμου πρέπει να κοινοποιείται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περιφέρειας του Δικαστηρίου, εκτός άλλων, και στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας εμφανίζεται ως διάδικος ή αν το διατάξει ο δικαστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και κατά τη διάταξη του άρθρου 760 του ίδιου Κώδικα το άρθρο 748 εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα και αντί για τον Εισαγγελέα που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού καλείται ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που δικάζει το ένδικο μέσο. Τέλος κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 573 του Κ.Πολ.Δ. στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, τους Εισαγγελείς όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, τους εκπροσωπεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί αναιρέσεως κατ' αποφάσεως που εκδόθηκε σε υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας, με διάδικο τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όπως εκείνη του άρθρου 1532 του Α.Κ. όπου το Δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει και αυτεπαγγέλτως, αν αντίγραφο της αναιρέσεως δεν κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και αυτός δεν εμφανισθεί οίκοθεν στη δίκη κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της αναιρέσεως κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα σύμφωνα με τα άρθρα 111 § 2, 159 αρ. 2 και 576 § 2 εδ. β' και παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1543/2010, ΑΠ 413/1999). Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζήτηση η από 5-11-2018 αίτηση αναίρεσης της Μ. Β. κατά της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών της υπ' αριθμ. 2276/2018 οριστικής απόφασης τους Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (εκουσίας διαδικασίας). Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όπως αναφέρθηκε παραπάνω εκδόθηκε επί της από 23-3-2018 αίτησης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ανηλίκων Αθηνών για την αφαίρεση κατ' άρθρο 1532 Α.Κ. της άσκησης της γονικής μέριμνας, του ανήλικου τέκνου της αναιρεσείουσας και του Π. Λ., με τον οποίο βρίσκεται αυτή σε διάσταση από το έτος 2006, και ανάθεση αυτής στο φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ" το οποίο ήδη φιλοξενεί την ανήλικη. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, η αναιρεσίβλητη Εισαγγελέας Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών και ο εκπροσωπών αυτήν κατά τα προαναφερθέντα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, δεν εμφανίστηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο στη σειρά της. Aπό τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα δεν προκύπτει ότι ο απολειπόμενος ως διάδικος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης αλλά ότι την επισπεύδει η αναιρεσείουσα. Προσκομίζεται όμως από το προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SΟS ΕΛΛΑΔΟΣ" η με αριθμ. ... έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά Κ. Λ. σύμφωνα με την οποία μετά από γραπτή παραγγελία της πληρεξουσίας δικηγόρου του φιλανθρωπικού σωματείου αντίγραφο της αναίρεσης και με την κάτω από αυτό πράξη προσδιορισμού δικασίμου επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και επομένως υφίσταται νόμιμη κλήτευση αυτού, και ως εκ τούτου θα πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 2276/2018 ανέκκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ), κατά της οποίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 47 εδ. α' του νόμου 2447/1996 δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της εφέσεως και με την οποία έγινε δεκτή η από 23-3-2018 αίτηση της Εισαγγελέως (Ανηλίκων) Πρωτοδικών Αθηνών και διατάχθηκε η αφαίρεση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου θήλεος έτι αβάπτιστου τέκνου των καθών και ανατέθηκε αυτή αποκλειστικά στο φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ”.
Από τη διάταξη του άρθρ. 80 ΚΠολΔ που ορίζει ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί για πρώτη φορά και στον Άρειο Πάγο. Περαιτέρω από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κριτήριο για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του παρεμβαίνοντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια στο δικόγραφο της παρεμβάσεως κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδαφ. β' του ίδιου Κώδικα και να μπορεί να εξακριβωθεί χωρίς να διαταχθούν αποδείξεις διότι η διάταξη περί αποδείξεων είναι ασυμβίβαστη με τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου ως ακυρωτικού δικαστηρίου, είναι οι δυσμενείς εις βάρος του παρεμβαίνοντος συνέπειες της αποφάσεως, δηλαδή του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας. Δεν αρκεί η επίκληση από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, γενικότερων ηθικών ή κοινωνικών συμφερόντων, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει να θίγει από της απόψεως του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 5/2003). Εξάλλου, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 752 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς προδικασία, ασκείται αυτή επομένως με τις προτάσεις ή και προφορικά κατά τη συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Πρόσθετη παρέμβαση στην εκούσια δικαιοδοσία υπάρχει, όταν ο τρίτος δεν υποβάλλει αυτοτελές αίτημα δικαστικής προστασίας, αλλά αρκείται στην υποστήριξη του αιτούντος ή άλλου διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση υπέρ της αιτούσας Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών παρενέβη πρόσθετα κατά τη συζήτηση της αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το φιλανθρωπικό σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ”. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ανέθεσε την αφαιρεθείσα από την αναιρεσείουσα άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου θήλεος έτι αβάπτιστου τέκνου της αποκλειστικά στο προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο, το οποίο εν προκειμένω άσκησε παραδεκτά και ενώπιον του Αρείου Πάγου προφορικά και με τις προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης προς υποστήριξη της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης επικαλούμενο ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει πρόσθετα και να υπερασπιστεί την εξυπηρέτηση του απολύτου συμφέροντος της ανήλικης τεκμηριώνοντας αυτό στο γεγονός ότι με την από 15-12-2016 διάταξη της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών του έχει ανατεθεί προσωρινά η φιλοξενία του ανηλίκου τέκνου της αναιρεσείουσας για την ομαλοποίηση της ψυχοσυναισθηματικής της κατάστασης και ως εκ τούτου η εκδοθησομένη απόφαση είναι δεσμευτική γι' αυτό και εν όψει της απόλυτης ακαταλληλότητας της αναιρεσείουσας, το συμφέρον της ανήλικης διασφαλίζεται μόνο με την απόρριψη της υπό κρίση αναιρέσεως. Τα εκτιθέμενα ανωτέρω συγκροτούν την έννοια του εννόμου συμφέροντος, όπως αυτή έχει διατυπωθεί. Πρέπει, επομένως να γίνει δεκτή ως παραδεκτή η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1514 του ΑΚ συνάγεται ότι η γονική μέριμνα, η οποία περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου, την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπησή του σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, ασκείται από τους γονείς του. Είναι δε έννοια ευρύτερη της επιμέλειας, η οποία (επιμέλεια) περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Το άρθρο 1532 ΑΚ ορίζει ότι αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ` αυτό, το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το Δικαστήριο μπορεί, ιδίως, να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, εν όλω ή εν μέρει, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο, ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου, εν όλω ή εν μέρει, σε τρίτον, ή να διορίσει επίτροπο. Από την παραπάνω διάταξη με σαφήνεια προκύπτει ότι το άρθρο 1532 ΑΚ για την αφαίρεση λόγω κακής άσκησης της γονικής μέριμνας θέτει τις εξής προϋποθέσεις διαζευκτικώς, (εναλλακτικώς), διατυπωμένες, δηλαδή, 1) παράβαση καθηκόντων που επιβάλει το λειτούργημα, 2) καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος και 3) αδυναμία ανταπόκρισης σ` αυτό. Εάν η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, αφαιρούμενης της ασκήσεως αυτής από τον ένα, αυτή θα παραμένει μόνο στον άλλο γονέα, βάσει της αρχής του πλήρους δικαιώματος κάθε γονέως ασκήσεως αυτής. Εάν, όμως, οι προϋποθέσεις της κακής ή καταχρηστικής ασκήσεως υπάρχουν και στο πρόσωπο του άλλου γονέως ή μόνο ο ακατάλληλος γονέας είναι στη ζωή ή έχει τη γονική μέριμνα, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει την ανάθεση της επιμέλειας ή την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου σε τρίτο, ή να διορίσει επίτροπο για τη διοίκηση της περιουσίας αυτού. Λόγοι που αφορούν την τρίτη των παραπάνω προϋποθέσεων της αδυναμίας ανταπόκρισης στο λειτούργημα είναι, μεταξύ άλλων, η τυχόν ασθένεια που επηρεάζει την ικανότητα προς ανταπόκριση στο λειτούργημα, ο δύστροπος χαρακτήρας, ο ακόλαστος και άσωτος βίος, η ανήθικη και εγκληματική διαγωγή του γονέα. Το Δικαστήριο πρέπει σε κάθε περίπτωση να διαπιστώσει την παράβαση του γονέως ή των γονέων και ότι αυτή επηρεάζει τη σωματική ή ψυχική και ηθική διάπλαση του τέκνου ή τα γεγονότα και τις πράξεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση ή τους λόγους αδυναμίας ασκήσεως της γονικής μέριμνας. Εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1533 ΑΚ η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας ή της άσκησης της γονικής μέριμνας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσεται από το Δικαστήριο, μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Το Δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση σε τρίτο, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και της εν γένει καταλληλότητάς του, στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση αρμόδιας υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται κατά προτίμηση σε συγγενικά πρόσωπα ή σε κατάλληλο ίδρυμα. Από τις ως άνω διατάξεις, σαφώς προκύπτει ότι αν μόνο ο ακατάλληλος γονέας είναι στη ζωή και έχει τη γονική μέριμνα, μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει την ανάθεση της επιμέλειας ή της άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου σε τρίτον. Η ως άνω ανάθεση γίνεται μετά από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικώς της καταλληλότητας του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την πνευματική και ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου. Ο έλεγχος πρέπει να στηρίζεται υποχρεωτικά σε βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας (ΑΠ 99/2014). Η κατά το άρθρο 1533 παρ. 1 Α.Κ. απαιτούμενη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας προκειμένου να ανατεθεί σε τρίτο ή κατάλληλο ίδρυμα η άσκηση της επιμέλειας ανηλίκου τέκνου δεν αφορά και Οργανισμούς ή Ιδρύματα, που από το καταστατικό τους έχουν καθήκον να εξυπηρετούν, να περιθάλπουν και να ανατρέφουν τα ανήλικα που βρίσκονται οε κίνδυνο και παρέχουν τα από τη διάταξη αυτή εχέγγυα για το ήθος, την καταλληλότητα κ.λ.π. για την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων. Ως παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει στους γονείς το λειτούργημα της γονικής μέριμνας μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε συμπεριφορά των γονέων αντίθετη με τις επιταγές των άρθρων που καθορίζουν τις υποχρεώσεις τους, όπως, λόγου χάρη, η ενέργεια πράξεων που αντιστρατεύονται στο συμφέρον του τέκνου, η παραμέληση των ειδικότερων υποχρεώσεων της επιμέλειας, όπως για ένδυση, υπόδηση, μόρφωση, περίθαλψη, ψυχαγωγία κ.λπ. του τέκνου, η παράβαση της διατροφικής υποχρέωσης έναντι του τέκνου και, γενικά, η αδράνεια των γονέων για τη λήψη μέτρων υπέρ του τελευταίου, όπου είναι αναγκαία η λήψη τους για το συμφέρον του. Το Δικαστήριο πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διαπιστώσει, με μέτρο κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων, την παράβαση του γονέα ή των γονέων και ότι αυτή επηρεάζει τη σωματική ή ψυχική και ηθική διάπλαση του τέκνου ή τα γεγονότα και τις πράξεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση ή τους λόγους αδυναμίας άσκησης της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας (ΑΠ 99/2014). Σε κάθε περίπτωση, η λήψη οποιουδήποτε μέτρου από το Δικαστήριο πρέπει να διαπνέεται από την αρχή της προσφορότητας, δηλαδή της καταλληλότητας του μέτρου για την αποτροπή του κινδύνου, που δημιουργεί η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας, προς την οποία συνάπτεται η αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή της αναλογίας του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και της ελάχιστης δυνατής επέμβασης στη σχέση γονέων και τέκνου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1511 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ συνάγεται ότι όταν το Δικαστήριο αποφασίζει για ζητήματα γονικής μέριμνας, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το γενικό συμφέρον του ανήλικου τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και ηθικό. Το συμφέρον αυτό αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, που αντλεί το Δικαστήριο από την κοινωνική πείρα, την κοινή συνείδηση με αντικειμενικά αξιολογικά στοιχεία και εξετάζεται σε συνδυασμό προς όλα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις (ΑΠ 1027/2010, ΑΠ 834/1996,). Επιπροσθέτως, η γονική μέριμνα είναι δικαίωμα και καθήκον των γονέων (λειτουργικό δικαίωμα) να μεριμνούν για το τέκνο, το λειτούργημα δε αυτό, που είναι υποχρεωτικό για τους γονείς, περιλαμβάνει πολλά αυτοτελή δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: "Από την ένορκη κατάθεση των μαρτύρων της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κοινωνικού λειτουργού Α. Μ. και της πρώτης των καθ' ων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, τα έγγραφα που προσκομίζονται και από τις δύο πλευρές, τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η πρώτη καθ' ης, με αρ. .../07-06-2018, .../07-06-2018 .../07-06-2018 ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., καθόσον εκλητεύθη νομότυπα και εμπρόθεσμα η αιτούσα, (βλ. υπ' αριθ. ..., έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Ι. Μ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η πρώτη καθ' ης, είναι μητέρα του ανηλίκου αβάπτιστου έτι θήλεος τέκνου, που φέρει το επώνυμο Λ., γεννηθέν στις 29-11-2014. Αμφότεροι οι καθ' ων έχουν αποκτήσει άλλα δυο παιδιά, τον Ε. Λ. 17 ετών και τη Σ. Λ. 16 ετών, τα οποία φιλοξενούνται σε φορείς προστασίας ανηλίκων, ο πρώτος στην Πρότυπη Στέγη Αρρένων της εταιρίας προστασίας ανηλίκων Αθηνών και η δεύτερη στη στέγη θηλέων ... .... Οι καθ' ων βρίσκονται σε διάσταση από το έτος 2006, λόγω ενδοοικογενειακής βίας και τα δύο ως άνω τέκνα τους είχαν απομακρυνθεί από τον πατέρα δυνάμει εισαγγελικής εντολής, το δε ανήλικο θήλυ τέκνο, του οποίου δεν είναι βιολογικός πατέρας ο δεύτερος καθ' ου, απομακρύνθηκε από την καθ' ης δυνάμει του με αρ. πρωτ. ... ενημερωτικού σημειώματος του παραρτήματος προστασίας παιδιού Αττικής "...”, σύμφωνα με το οποίο η καθ' ης είχε παραπεμφθεί στην ως άνω υπηρεσία από το Υπνωτήριο αστέγων των Γιατρών του Κόσμου, στις 10-09-2014, με αίτημα τη φιλοξενία της για κοινωνοικονομικούς λόγους. Η καθ' ης, η οποία από το έτος 2012, μετά το θάνατο των γονέων της, είτε διέμενε σε διάφορα σπίτια γνωστών, είτε ήταν άστεγη, απέκτησε το ως άνω θήλυ τέκνο, το οποίο ακούει στο όνομα Η., με άνδρα αλβανικής καταγωγής, ο οποίος την εγκατέλειψε μόλις πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη, προσπαθεί να ανακτήσει τη διαχείριση της ζωής της μετά από τραυματικά γεγονότα (ψυχολογικά προβλήματα, κατάθλιψη, προβληματική σχέση εξάρτησης από σύζυγο), καταβάλλει προσπάθειες να οικοδομήσει σχέση με το ανήλικο τέκνο της, προς το οποίο τρέφει αισθήματα αγάπης. Σύμφωνα με το από 30-11-2017 έγγραφο του ξενώνα βρεφών ΣΟΣ στον οποίο φιλοξενείται το ως άνω ανήλικο, η καθ' ης “...δείχνει ανώριμη ως προσωπικότητα, χειριστική, έχει την τάση να οικειοποιείται το χώρο και να κολακεύει τον άλλο και χρειάζεται οριοθέτηση. Φαίνεται πως η ίδια είναι στερημένη συναισθηματικά και διαφαίνεται η ανάγκη της να φροντιστεί, την οποία δεν αναγνωρίζει. Δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τους λόγους που οδήγησαν στην απομάκρυνση του παιδιού, τη δική της αδυναμία να φροντίσει επαρκώς τα παιδιά της και να τα προστατεύσει και αποδίδει την ευθύνη στους άλλους (κυρίως στο βιολογικό πατέρα των μεγαλύτερων παιδιών που τα κακοποιούσε). Έχει παραδεχτεί την αδυναμία της να φροντίσει τα παιδιά μετά το θάνατο των γονιών της που της παρείχαν βοήθεια και υποστήριξη...
Γενικότερα, έχει την τάση να προβάλει δικές της ανάγκες μη λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της Η....”. Χαρακτηριστικό των ανωτέρω, είναι ότι από τις πρώτες επισκέψεις της στο ανήλικο πρωταρχικό της μέλημα ήταν να δοθεί άλλο όνομα στο παιδί και να το επισκεφθεί ο σύντροφός της και κάποια γνωστή της, πρόσωπα τα οποία το ανήλικο δεν γνωρίζει, παραβλέποντας έτσι τις ανάγκες του ανηλίκου. Το ότι δίνει προτεραιότητα στις δικές της ανάγκες και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα παιδιά της και να αντιληφθεί το ρόλο, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι μετά την έκδοση του διαζυγίου της και το θάνατο των γονέων της, άφησε την επιμέλεια των δυο μεγαλύτερων τέκνων της, στο βιολογικό τους πατέρα, δεύτερο των καθ' ων ο οποίος τα κακοποιούσε. Μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει από την αξιολόγησή της σύμφωνα με το ως άνω από 30-11-2017 έγγραφο σε συνδυασμό με το υπ' αριθ. πρωτ. ... πακέτο εγγράφων του παραρτήματος προστασίας παιδιού Αττικής ..., δεν έχει αποκτήσει ενσυναίσθηση των προβλημάτων της οικογένειάς της, ούτε των ελλείψεών της στο γονεϊκό της ρόλο και την παράβαση των καθηκόντων της ως γονέα. Περαιτέρω, έχει σημειωθεί κάποια βελτίωση στις σχέσεις των μεγαλύτερων τέκνων με τη μητέρα, αλλά και με την ανήλικη Η., ωστόσο, οι αυξημένες ανάγκες της ανήλικης Η. λόγω της ηλικίας της αλλά και λόγω των δυσκολιών της σε συνδυασμό με τα ελλείμματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στο δεσμό της με την καθ' ης και τις αυξημένες ανάγκες των μεγαλύτερων έφηβων τέκνων, (ιστορικό κακοποίησης νοητική υστέρηση), και τις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις που θα είχε η ανατροφή τριών παιδιών ταυτόχρονα από την ήδη ανεπαρκή μητέρα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ανάληψη της φροντίδας της ανήλικης από την καθ' ης εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της ανήλικης. Από όλα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το περιβάλλον της μητέρας, όπως καθορίζεται από τη ίδια και τον συγγενικό - κοινωνικό περίγυρο, δεν είναι ικανά να εξασφαλίσουν την ομαλή ψυχική και πνευματική εξέλιξη του ανηλίκου. Από την κατάθεση του μάρτυρα του προσθέτως παρεμβαίνοντος, και τις εκθέσεις του ανωτέρω ιδρύματος, η ανήλικη παρουσιάζει ομαλή ανάπτυξη, ενώ βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη ηλικία αναπτυξιακά και το περιβάλλον του ιδρύματος την βοηθάει να αναπτυχθεί και να ισορροπήσει ψυχολογικά και συναισθηματικά καθώς απομακρύνθηκε από το παντελώς ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον. Η ανάπτυξη δικτύου κοινωνικής υποστήριξης με ουσιαστική αρωγή συγγενικών ή άλλων προσώπων, ιδιαίτερα όταν οι γονείς δεν είναι ικανοί και αυτάρκεις στο ρόλο τους, αποτελεί σοβαρό επικουρικό παράγοντα προς ενίσχυση του γονεϊκού ρόλου. Ωστόσο, τέτοιο δίκτυο αρωγής αποδείχθηκε ότι εκλείπει παντελώς από την καθ' ης. Με δεδομένο δε, ότι οι γονείς πρέπει να αποδεικνύουν έμπρακτα ότι προτάσσουν το συμφέρον του ανήλικου τέκνου τους ως κυρίαρχη δραστηριότητα, εξασφαλίζοντας συνθήκες διαβίωσης κατάλληλες τόσο από πλευράς υγείας, περίθαλψης, διατροφής, εκπαίδευσης και θέσπισης ηθικών αρχών, ώστε να ενταχθεί αυτό ομαλά και αρμονικά στην κοινωνία, πρέπει να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα από τους καθ' ων (ο δεύτερος καθ' ου δεν είναι βιολογικός πατέρας), του ανηλίκου, αβαπτίστου έτι, τέκνου με το επώνυμο Λ., καθώς και η πρώτη καθ' ης δεν είναι ικανή να ανταπεξέλθει στα παραπάνω που προσιδιάζουν το ρόλο της μητέρας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως και κατ' ουσία βάσιμη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό”.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αδίκαστη αίτηση, αποτελεί δε ο λόγος αυτός τη λογική συνέπεια της ισχύος του συστήματος της συζήτησης (άρθρο 106 ΚΠολΔ) στο δικονομικό δίκαιο. Ως "αίτηση" νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση της αγωγής, ανταγωγής, κύριας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ενδίκου μέσου, αντέφεσης (ΑΠ 1665/2008, ΑΠ 431/2016). Εξάλλου όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1510 ΑΚ ο γονέας που στερείται της άσκησης της γονικής μέριμνας δεν παύει να είναι φορέας αυτής ακόμη και αν του αφαιρεθεί η άσκησή της, η οποία γονική μέριμνα ως δικαίωμα τότε "αδρανεί" ή "αργεί”. Σύμφωνα δε με το εδ. β' του άρθρου 1510 ΑΚ η γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης από αυτή σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 1537 ΑΚ που ορίζει ότι "ο γονέας εκπίπτει από τη γονική μέριμνα αν καταδικάστηκε τελεσίδικα σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός για αδίκημα που διέπραξε με δόλο και που αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του τέκνου”. Στην περίπτωση αυτή ο γονέας εκπίπτει και άρα παύει να είναι φορέας γονικής μέριμνας σε σχέση με το συγκεκριμένο τέκνο αυτοδικαίως μόλις καταδικαστεί τελεσίδικα. Έκδοση κάποιας διαπιστωτικής πράξης ή επιχείρηση κάποιας περαιτέρω ενέργειας (π.χ. επίδοσης της απόφασης) δεν απαιτείται. Εξάλλου το άρθρο 1538 ΑΚ ορίζει ότι η γονική μέριμνα παύει στο σύνολό της ως προς τον ένα γονέα αν αυτός εκπέσει σύμφωνα με το άρθρο 1537 ή πεθάνει ή κηρυχθεί σε αφάνεια. Παύση της γονικής μέριμνας σημαίνει ότι ο γονέας δεν είναι πλέον φορέας γονικής μέριμνας δηλ. του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν το λειτουργικό δικαίωμα της γονικής μέριμνας.
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ για το λόγο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν και συγκεκριμένα αφαίρεσε τη γονική μέριμνα και όχι την άσκησή της από την ίδια, όπως ζητούσε η αναιρεσίβλητη. Από την επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων μεταξύ των οποίων και το δικόγραφο της αίτησης της αναιρεσίβλητης προκύπτει ότι η Εισαγγελέας Ανηλίκων εισήγαγε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου αίτηση βάσει των άρθρων 1532 και 1533 ΑΚ ζητώντας την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας της ανήλικης αβάπτιστης στο προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο. Η προσβαλλόμενη απόφαση όπως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο αυτής δέχθηκε ότι η αιτούσα νυν αναιρεσείουσα δεν είναι ικανή να ανταποκριθεί στην άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας, τούτο δε οφείλεται σε ανεπάρκειά της για πραγματικούς λόγους, καθόσον δεν αποδείχθηκε έμπρακτα ότι προτάσσει το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου της ως κυρίαρχη δραστηριότητα, εξασφαλίζοντας συνθήκες διαβίωσης κατάλληλες τόσο από πλευράς υγείας, περίθαλψης, διατροφής, εκπαίδευσης και θέσπισης ηθικών αρχών ώστε να ενταχθεί αυτό ομαλά και αρμονικά στην κοινωνία. Όσον αφορά δε τον δεύτερο των καθών που δεν είναι βιολογικός πατέρας της ανήλικης αβάπτιστης αποδείχθηκε ότι ουδέν ενδιαφέρον επέδειξε για την ανήλικη. Με βάση τα προαναφερόμενα δέχθηκε την αίτηση και ανέθεσε την άσκηση της γονικής μέριμνας στο προσθέτως παρεμβαίνον σωματείο. Επομένως με δεδομένο σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ότι η γονική μέριμνα παύει μόνο λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης από αυτή σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 1537 ΑΚ οπότε στην περίπτωση αυτή ο γονέας εκπίπτει και άρα παύει να είναι φορέας γονικής μέριμνας σε σχέση με το συγκεκριμένο τέκνο αυτοδικαίως μόλις καταδικαστεί τελεσίδικα και δεν απαιτείται έκδοση κάποιας διαπιστωτικής πράξης ή επιχείρηση κάποιας περαιτέρω ενέργειας, σαφώς προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφαίρεσε την άσκηση της γονικής μέριμνας και επιδίκασε κάτι που ζητήθηκε και ως εκ τούτου ο συγκεκριμένος από το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης που προβάλλεται με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσία. Ο εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ για το λόγο ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1532 εδ. 2 ΑΚ και με ψευδή ερμηνεία άλλως κακή εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως αφαίρεσε τη γονική μέριμνα της ανήλικης από την αναιρεσείουσα αντί να της αφαιρέσει μόνο την άσκηση της γονικής μέριμνας. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αποδεικνύεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση αφαιρέθηκε η άσκηση της γονικής μέριμνας και όχι η γονική μέριμνα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Επομένως ο δεύτερος λόγος και ως προς το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ζητείται να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον αποδίδεται σ' αυτήν η αιτίαση ότι "παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1532 εδ. 2 και 1533 παρ. 1 και 3 ΑΚ, προσδίδοντας σε αυτές, με ψευδή ερμηνεία άλλως κακή εφαρμογή, έννοια διαφορετική από την αληθινή και δέχθηκε την αίτηση της αναιρεσίβλητης και αφαίρεσε από αυτήν (αναιρεσείουσα) τη γονική μέριμνα του ανήλικου θήλεος έτι αβάπτιστου τέκνου της την οποία και ανέθεσε αποκλειστικά στο προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο, με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΆ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ”, ενώ κατ' ορθή ερμηνεία, άλλως ορθή εφαρμογή των άνω διατάξεων, δεν ηδύνατο να της αφαιρέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου της ει μη μόνον τη φροντίδα του ή ακόμη, και την επιμέλειά του, ολικά ή μερικά”. Από τις αναφερόμενες παραπάνω παραδοχές προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518, 1532 εδ. 2 και 1533 παρ. 1 και 3 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά συνιστούν λόγο συμφέροντος του ανηλίκου τέκνου της αναιρεσείουσας, για την εξειδίκευση του οποίου δεν παραβιάστηκαν από αυτό τα οριζόμενα προς τούτο κριτήρια του νόμου, πληρούν δε το πραγματικό της αόριστης νομικής έννοιας της ύπαρξης συμφέροντος στο πρόσωπο του ανηλίκου, που δικαιολογεί την ανάθεση της γονικής του μέριμνας αποκλειστικά στο προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα υπό την επίκληση της παραβάσεως των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα ισχυριζόμενη ότι η αναιρεσιβαλλόμενη ανέθεσε αποκλειστικά στο προσθέτως παρεμβαίνον φιλανθρωπικό σωματείο, με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ" τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της ενώ δεν ηδύνατο να της αφαιρέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας του τέκνου της ει μη μόνον τη φροντίδα του ή ακόμη, και την επιμέλειά του, ολικά ή μερικά, πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο, αφού τα προαναφερόμενα ανάγονται στην εκτίμηση των πραγμάτων και στην αξιολόγηση των αποδείξεων που δεν ελέγχονται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για τη θεμελίωση της αίτησης στα άρθρα 1532 και 1533 ΑΚ, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα από εκείνα που τα άρθρα αυτά απαιτούν για τη γένεση του οικείου δικαιώματος και έκρινε αντίστοιχα νόμιμη την αίτηση της αναιρεσιβλήτου, παρά τη νομική της αοριστία, και κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Όμως, σύμφωνα με τα πιο πάνω νομικά δεδομένα, ως προς τη συγκεκριμένη αιτίαση αυτή δεν συγκροτεί το πραγματικό του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και είναι αόριστη καθόσον στο αναιρετήριο πέραν του παραβιασθέντος νομικού κανόνα δεν αναφέρονται με σαφήνεια οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές της ελάσσονος πρότασης) που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της αίτησης, η έννομη συνέπεια που με βάση αυτές διαγνώστηκε, ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το νομικό σφάλμα δηλ. που ακριβώς εντοπίζεται η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα. Άρα το σχετικό αναιρετικό παράπονο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του.
Κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (Ολ.ΑΠ 1/1998, ΑΠ 2267/2013). Δηλαδή ο λόγος αυτός της αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία. Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ.ΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 1612/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της πρωτοβάθμιας δίκης. Ειδικότερα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε ουσιαστικές παραδοχές, αναφορικά μόνο με την ακαταλληλότητα της αναιρεσείουσας προς άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου της, στις οποίες και μόνον το Δικαστήριο στήριξε το τελικό αποδεικτικό του συμπέρασμα, περί συνδρομής των προϋποθέσεων για αφαίρεση του λειτουργήματος αυτού από εκείνη. Όμως, η αναιρεσιβαλλομένη δεν διέλαβε παραδοχές, αναφορικά με την αναποτελεσματικότητα άλλων μέτρων (υποβοηθητικών ή υποστηρικτικών στην άσκηση του επίμαχου λειτουργήματος από αυτήν ή/και από τον Π. Λ.), ούτε διέλαβε κρίση περί του ότι τυχόν άλλα μέτρα είναι ή θα ήταν ανεπαρκή για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου της, πριν καταλήξει σε απόφαση για λήψη του απόλυτου μέτρου της αφαίρεσης του συνόλου της γονικής μέριμνας του προσώπου του τέκνου της (και) από αυτήν και ανάθεσής της σε τρίτο, ήτοι στο Φιλανθρωπικό Σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ”. Όμως, έτσι, δεν καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας από τους γονείς (άρθρα 1532, 1533 ΑΚ) και κατ' επέκταση εκείνων που καθιστούν το συμφέρον του τέκνου προσδιοριστικό στοιχείο της κρίσης του Δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1533 ΑΚ η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας ή της άσκησης της γονικής μέριμνας του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσεται από το Δικαστήριο, μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου. Το Δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση σε τρίτο, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και της εν γένει καταλληλότητάς του, στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση αρμόδιας υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται κατά προτίμηση σε συγγενικά πρόσωπα ή σε κατάλληλο ίδρυμα. Η ως άνω ανάθεση γίνεται μετά από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικώς της καταλληλότητας του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την πνευματική και ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου. Ο έλεγχος πρέπει να στηρίζεται υποχρεωτικά σε βεβαίωςη της αρμόδιας υπηρεσίας. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε αρχικά ουσιαστικές παραδοχές, αναφορικά με την ακαταλληλότητα της αναιρεσείουσας προς άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανήλικου τέκνου της και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος όσον αφορά την ανήλικη από τον Π. Λ., που δεν είναι βιολογικός πατέρας της (ανήλικης), στη συνέχεια διέλαβε παραδοχές, αναφορικά με την αναποτελεσματικότητα άλλων μέτρων (υποβοηθητικών ή υποστηρικτικών στην άσκηση του επίμαχου λειτουργήματος από αυτήν ή/και από τον Π. Λ.), και επίσης διέλαβε κρίση περί του ότι τυχόν άλλα μέτρα είναι ή θα ήταν ανεπαρκή για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου της, πριν καταλήξει σε απόφαση για λήψη του απόλυτου μέτρου της αφαίρεσης του συνόλου της άσκησης γονικής μέριμνας του προσώπου του τέκνου της (και) από αυτήν και ανάθεσής της σε τρίτο, ήτοι στο Φιλανθρωπικό Σωματείο με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΩΡΙΑ SOS ΕΛΛΑΔΟΣ”. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι "Από όλα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το περιβάλλον της μητέρας, όπως καθορίζεται από την ίδια και τον συγγενικό - κοινωνικό περίγυρο, δεν είναι ικανά να εξασφαλίσουν την ομαλή ψυχική και πνευματική εξέλιξη του ανηλίκου. Από την κατάθεση του μάρτυρα του προσθέτως παρεμβαίνοντος, και τις εκθέσεις του ανωτέρω ιδρύματος, η ανήλικη παρουσιάζει ομαλή ανάπτυξη, ενώ βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη ηλικία αναπτυξιακά και το περιβάλλον του ιδρύματος την βοηθάει να αναπτυχθεί και να ισορροπήσει ψυχολογικά και συναισθηματικά καθώς απομακρύνθηκε από το παντελώς ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον. Η ανάπτυξη δικτύου κοινωνικής υποστήριξης με ουσιαστική αρωγή συγγενικών ή άλλων προσώπων, ιδιαίτερα όταν οι γονείς δεν είναι ικανοί και αυτάρκεις στο ρόλο τους, αποτελεί σοβαρό επικουρικό παράγοντα προς ενίσχυση του γονεϊκού ρόλου. Ωστόσο, τέτοιο δίκτυο αρωγής αποδείχθηκε ότι εκλείπει παντελώς από την καθ' ης”. Επομένως και η με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της αναίρεσης προβαλλόμενη από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Ο αναιρετικός λόγος του αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσεως, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 42/2002). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, εκτός αν, παρά τη βεβαίωςη αυτή, από το περιεχόμενο της αποφάσεως και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 1199/2018). Στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της, το Μονομελές Πρωτοδικείο βεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζονται και από τις δύο πλευρές. Από τη βεβαίωση αυτή, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του και τα αναφερόμενα από την αναιρεσείουσα έγγραφα, ήτοι τη με αριθμ. πρωτ. ... έκθεση Κοινωνικής Έρευνας της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων, που αναφέρεται στις σχέσεις αυτής και του συντρόφου της με τα δύο μεγαλύτερα τέκνα της και τη από 23-5-2018 Ιατρική Γνωμάτευση της Υπηρεσίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής Αθηνών, που αναφέρεται στην προσέλευσή της στην εν λόγω υπηρεσία προκειμένου να της παρασχεθεί ψυχολογική υποστήριξη για να ανταπεξέλθει στον μητρικό της ρόλο, και αφού τα συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της αναιρετικής αιτήσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "πράγματα" είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση), αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα (Ολομ.ΑΠ 11/1996, ΑΠ 150/2015, ΑΠ 131/2015, ΑΠ 1341/2014). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΑΠ 677/2019, ΑΠ 1650/2018, ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 1004/2015).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ κατά την οποία αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτο ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, από την άνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Υφίσταται έννομο συμφέρον προς παρέμβαση όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί ότι σε μεταξύ άλλων εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε μελλοντική δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (Ολ.ΑΠ 14/2008, ΑΠ 1343/2015). Περαιτέρω από την ίδια διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το έννομο συμφέρον συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση αυτής (άρθρ. 73 ΚΠολΔ). Η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος (όπως και της νομιμοποίησης του διαδίκου) ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκησή της (Ολ.ΑΠ 25/2008).
Με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 8 περ. β' ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ και όχι του άρθρου 80 ΑΚ, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στο αναιρετήριο έγγραφο, με το να μην απορρίψει ελλείψει εννόμου συμφέροντος την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε το φιλανθρωπικό σωματείο υπέρ της αιτούσας Εισαγγελέως Πρωτοδικών, ισχυρισμό που πρότεινε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας με τις προτάσεις η αναιρεσείουσα. Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, των προτάσεων των διαδίκων και όλων των εγγράφων που προσκόμισαν κατά τη συζήτηση της αίτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποδεικνύεται ότι το προσθέτως παρεμβαίνον σωματείο άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της Εισαγγελέως Ανηλίκων προς υποστήριξή της επικαλούμενο ότι έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει πρόσθετα και να υπερασπιστεί την εξυπηρέτηση του απολύτου συμφέροντος της ανήλικης τεκμηριώνοντας αυτό στο γεγονός ότι με την από 15-12-2016 διάταξη της Εισαγγελέως Ανηλίκων Πρωτοδικών Αθηνών του έχει ανατεθεί προσωρινά η φιλοξενία του ανηλίκου τέκνου των καθών η αίτηση για την ομαλοποίηση της ψυχοσυναισθηματικής του κατάστασης και ως εκ τούτου η εκδοθησομένη απόφαση είναι δεσμευτική γι' αυτό και εν όψει της απόλυτης ακαταλληλότητας των καθών, το συμφέρον της ανήλικης διασφαλίζεται μόνο με την απόρριψη της υπό κρίση αναιρέσεως. Τα εκτιθέμενα ανωτέρω συγκροτούν την έννοια του εννόμου συμφέροντος, όπως αυτή έχει διατυπωθεί. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση που δέχθηκε την πρόσθετη παρέμβαση και απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της παρέμβασης ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε και απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ περί του αντιθέτου πέμπτος λόγος της αναιρετικής αιτήσεως.
Κατόπιν πάντων των προαναφερομένων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναιρέσεως (άρθρ. 495 § 4 Κ.Πολ.Δ., όπως η §4 προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του Ν. 4055/2012, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012). Τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους λόγω της συγγενικής σχέσεως μεταξύ της αναιρεσείουσας και του δεύτερου των αναιρεσίβλητων (Κ.Πολ.Δ. 183, 179), λαμβανομένου επί προσθέτως υπόψη ότι η αίτηση υποβλήθηκε για το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου της αναιρεσείουσας (Κ.Πολ.Δ. 746).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-11-2018 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2018 αίτηση αναίρεσης της 2276/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας).
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί από την αναιρεσείουσα, στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ