Απόφαση

Αριθμός Απόφασης 5805/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 16ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παγώνα Παναγιώτου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών, και από τον Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28-3- 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ... του …, κατοίκου Κηφισιάς Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε με Δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Στέφανο Φουντουνίδη.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «... ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με Δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Ανδριανή Παπαδοπούλου.
Η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, με την από 5-5-2014 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2014, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1962/2018 οριστική του Απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την Απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα με την από 15-5-2018 έφεσή της, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2018.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με Δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου αυτού η από 15.5.2018 με ΓΑΚ.../17.5.2018 έφεση της ενάγουσας, κατά της αρ. 1962/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της εναγομένης Τράπεζας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 5.5.2014 και με αρ. κατάθ. .../13.5.2014 αγωγή κατά της ήδη εφεσίβλητης. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 17.5.2018, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης Απόφασης που έλαβε χώρα την 17.4.2018 (άρθρα 19,495, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής, καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα στην από 5.5.2014 αγωγή της ιστορούσε ότι με την εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρία συνήψε σιωπηρή σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, στα πλαίσια της οποίας κατά σύσταση της εναγομένης, αγόρασε άυλους τίτλους εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 90.000 ευρώ, οι οποίοι στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν υποχρεωτικά με νέους τίτλους εκδόσεως του ίδιου του Δημοσίου και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), σημαντικά μειωμένης (κατά 53,5%) ονομαστικής αξίας. Ότι η εναγομένη δεν την ενημέρωσε δια των υπαλλήλων της, για τους κινδύνους που ενείχε η εν λόγω επένδυση, αλλά αντίθετα τη διαβεβαίωσε ότι είναι ασφαλισμένο και εγγυημένο το κεφάλαιο της και έτσι την παρέπεισε να τα αγοράσει. Ότι επιπλέον η εναγομένη παραβίασε την υποχρέωση αποκάλυψης σύγκρουσης συμφερόντων (ίδιον οικονομικό κέρδος ως πωλήτρια των ομολόγων) και της δημιούργησε την πεπλανημένη εντύπωση ότι αποκτούσε τα εν λόγω ομόλογα με απευθείας δημόσια εγγραφή στην πρωτογενή αγορά, ενώ αποκτούσε στη δευτερογενή αγορά. Ότι η εναγομένη παραβίασε τις υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ, όπως ορίζονται στο Ν. 3606/2007 και τη με αρ. 1/452/1.11.2007 κανονιστική Απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς δεν προέβη σε έλεγχο καταλληλότητας των επίδικων ομολόγων και σε έλεγχο συμβατότητας, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι της παρέσχε μόνο την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών. Ότι επιπλέον η εναγομένη πλημμελώς παρέσχε σε αυτή, ως καταναλώτρια, επιζήμιες επενδυτικές υπηρεσίες, συνεπεία δε της ως άνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς και αντίθετης προς τις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας συμπεριφοράς, προκλήθηκε σε αυτή α) θετική ζημία, ποσού 70.628,04 ευρώ, η οποία προκύπτει, αφού αφαιρεθεί από το ποσό 91.399,56 ευρώ, που κατέβαλε για την αγορά των ομολόγων το ποσό 7.165,80 ευρώ, που έλαβε ως απόδοση επιτοκίου για το χρονικό διάστημα από 11.3.2010 έως 19.6.2011 καθώς και το ποσό των 6.839,50 ευρώ και 6.766,22 ευρώ, που εισέπραξε στις 21.9.2012 κατά την προεξόφληση των αναφερομένων ομολόγων, β) αποθετική ζημία συνολικού ποσού 16.822,48 ευρώ (απώλεια τόκων για το χρονικό διάστημα από 18.3.2010 μέχρι την 17.3.2015, ημερομηνία πιθανής εκδίκασης της αγωγής, από μη τοποθέτηση του ποσού 91.277,88 ευρώ που κατέβαλε για την αγορά των ομολόγων σε κλειστή προθεσμιακή κατάθεση, όπως σκόπευε να πράξει. Ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας (ενδεχόμενος δόλος, άλλως βαρύτατη αμέλεια) και αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης πέραν της περιουσιακής ζημίας υπέστη και ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ποσού 10.000 ευρώ. Ότι περαιτέρω η εναγομένη μονομερώς διέγραψε και ακύρωσε από την επενδυτική της μερίδα τα επίδικα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ονομαστικής αξίας 1.000 ευρώ έκαστο, παραβιάζοντας το δικαίωμα -συγκυριότητας και νομής επί των ανωτέρω τίτλων. Βάσει αυτού του ιστορικού και κατόπιν παραδεκτής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες το συνολικό ποσό των 97.450,52 [ποσού] (70.628,04 + 16.822,48+10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, με την ταυτόχρονη μεταβίβαση προς την εναγομένη των αναφερομένων νέων τίτλων που περιήλθαν στην κυριότητά της (της ενάγουσας) και καταχωρήθηκαν στο χαρτοφυλάκιό της. Επικουρικά ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης λόγω της εγγυητικής της ευθύνης, να της καταβάλει το ποσό των 91.277,89 ευρώ, άλλως το ποσό των 90.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 20.6.2010 μέχρι την εξόφληση, ενόψει του ότι κατά την επίδικη συναλλαγή έκανε χρήση του εντύπου "Αποδεικτικό συναλλαγής επενδυτικών προϊόντων ΚΕΦΑΛΑΙΟ PLUS" και της συνημμένης Δήλωσης Αποδοχής των γενικών όρων συμμετοχής σε επενδυτικό προϊόν εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα, σύμφωνα με τα οποία εγγυήθηκε την αποπληρωμή του αρχικού κεφαλαίου της επένδυσης κατά τη λήξη της. Επίσης ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη παραβίασε το δικαίωμα συγκυριότητας και νομής της επί των επίδικων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αφαιρώντας και διαγράφοντας τα, στις 12.3.2012, άλλως στις 6.4.2012, από την επενδυτική της μερίδα.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη Απόφαση, με την οποία αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα αγωγικά αιτήματα α) επιδίκασης αποζημίωσης λόγω θετικής ζημίας με ταυτόχρονη μεταβίβαση των νέων τίτλων προς την εναγομένη, επειδή τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνον στα πλαίσια ακύρωσης της ανταλλαγής ομολόγων, η οποία δεν διώκεται εν προκειμένω, β) αναγνώρισης του δικαιώματος συγκυριότητας και νομής επί των ομολόγων που υπήχθησαν στη διαδικασία αντικατάστασης δυνάμει της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, με την αιτιολογία ότι τα δικαιώματα επί των τίτλων σε λογιστική μορφή είναι ενοχικής φύσεως, ενώ κατά τα λοιπά η αγωγή κρίθηκε νόμιμη, (στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 281, 288, 330, 334, 361, 914, 919, 922, 932, 346 ΑΚ, 1 παρ. 4α, 8 ν.2251/1994, 2, 3 παρ. 2, 4, 25 ν.3606/2007,4 επ.,12 επ. αρ.1/452/2007 Απόφασης του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, 5-12 ν. 2198/1994), απορρίφθηκε κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με την κρινόμενη έφεση παραπονείται η ενάγουσα και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έτσι ώστε η αγωγή να γίνει εν όλω δεκτή, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει στο δικόγραφο της έφεσης και οι οποίοι (λόγοι) ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κακή εφαρμογή του νόμου.
1.Η σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών με αντικείμενο την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στον πελάτη για τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, μπορεί να είναι ρητή επί τη βάσει κατηρτισμένης σύμβασης (άρθρο 16 της αρ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς). Μπορεί επίσης να συναφθεί σιωπηρά, η δε κατάρτιση της συνάγεται από τη συμπεριφορά επενδυτικού συμβούλου και επενδυτή. Και εδώ απαιτείται πρόταση και αποδοχή πρότασης. Αποφασιστικό κριτήριο για τη σιωπηρή σύναψης παροχής επενδυτικών συμβουλών είναι η έναρξη της επενδυτικής συζήτησης μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ η συνομολόγηση ειδικής αμοιβής δεν αποτελεί προϋπόθεση. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για σιωπηρή κατάρτιση σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όταν απλώς και μόνον ο επενδυτής αναθέτει στην Τράπεζα την εκτέλεση συγκεκριμένων επενδυτικών κινήσεων (αγοράς, πώλησης αξιόγραφων κλπ.) και αυτή τις εκτελεί, διότι υπό τις συνθήκες αυτές δεν αναπτύσσεται μια προσωπική σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα δύο μέρη, η οποία επιτρέπει στην Τράπεζα να επηρεάσει την επενδυτική βούληση του πελάτη της (βλ. σχ. Δημήτρη Λιάπη, Αποζημίωση των επενδυτών & Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς, σελ. 165 επ., ΑΠ 446/2010 σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 113/2016 αδημ., ΕφΑθ 3443/2013, βλ. και Ε. Αλεξανδρίδου, Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brother και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών, ΔΕΕ 2010.136).
2.Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς, απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, ως όρος της αδικοπραξίας, συντρέχει όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005 ΝΟΜΟΣ), ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου (ΑΠ 821/2004 Δνη 2004/1600). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, Πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 535/2012, ΝοΒ 2012/1969, ΑΠ 1485/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2009 ΧΡΙΔ 2011/102). Ευθύνη αποζημίωσης με βάση την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ έχει και εκείνος, που αποσιωπά ουσιώδεις πληροφορίες ή παραλείπει να ενημερώσει για επικείμενο κίνδυνο, εφόσον ο αποσιωπήσας ή παραλείψας είχε την υποχρέωση να παράσχει πληροφορίες ή να ενημερώσει τον ζημιωθέντα. Τέτοια υποχρέωση παροχής πληροφοριών ή ενημέρωσης μπορεί να απορρέει, κατά τα ανωτέρω, από τη σύμβαση, την καλή πίστη ή από το νόμο. Η πρόκληση βλάβης στην περιουσία ορισμένου προσώπου, η οποία συνδέεται προς τις παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, συνιστά όρο θεμελίωσης της αστικής ευθύνης της σε καταβολή αποζημίωσης, λόγω αδικοπραξίας, εφόσον επιπλέον υφίστανται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις υπαγωγής της συγκεκριμένης βιοτικής σχέσης στους κανόνες των ως άνω διατάξεων. Οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της ανωτέρω μορφής ευθύνης απαιτούν την ύπαρξη σχέση αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των παρεχομένων υπηρεσιών με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, καθώς και υπαίτια εκδήλωση παράνομης συμπεριφοράς, μέσω της οποίας εκ μέρους του παρέχοντος τις υπηρεσίες, παραβιάζονται οι συναλλακτικές υποχρεώσεις, όπως το ειδικότερο περιεχόμενο αυτών στη συγκεκριμένη περίπτωση, προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281, 288 ΑΚ και 25 Ν. 3606/2007 (βλ. σχ. ΑΠ 2212/2014, δημοσίευση στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/2017, ΑΠ 196/2015).
3.Ειδικότερη μορφή παραβιάσεως των κανόνων αυτών αποτελεί η εκ μέρους της Τράπεζας παράλειψη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων εκτιμήσεως των συμφερόντων του πελάτη, διαφωτίσεως, παροχής συμβουλευτικής καθοδηγήσεως και προειδοποιήσεως αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις, που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί την μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθετήσεως των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει όσους κινδύνους συνδέονται με την ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος επίσης να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλομένη αυτού Τράπεζα.
4.Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες συνεπώς υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 589/2001, ό.π., ΕφΑθ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011,251, ΕφΠειρ 826/2005 ό.π., ΕφΘεσ 147/2005 ΕπισκΕμπΔ 2005,168, ΕφΑθ 2214/2001 ΔΕΕ 2001,620, ΠΠρΑΘ 1512/2012, ΝοΒ 2012, σ. 1412). Εξάλλου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 Ν 3606/2007 (με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ), κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, (ως τέτοια δε νοούμενης της παροχής προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του, είτε με πρωτοβουλία της ΑΕΠΕΥ σχετικά με μία ή με περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 έδ. ε Ν. 3606/2007) και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, οι ΑΕΠΕΥ, όπως και οι τράπεζες κατ' άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 3606/2007 οφείλουν να ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία και επαγγελματισμό, και να λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους. Οι πληροφορίες που παρέχουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημιστικών ανακοινώσεων πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Περαιτέρω, πρέπει να τους παρέχουν κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων στοιχείων και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν, κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν, ότι η Απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι' αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Ως εκ των ανωτέρω και σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η Τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας Τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων. Η παράβαση των διατάξεων αυτών συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα Τράπεζα σε αποζημίωση (ΑΠ 1738/2013 ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 4841/2014 δημ. «ΝΟΜΟΣ). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου της δραστηριότητας του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, είτε το προέβλεψε ως ενδεχόμενο, έλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει (βλ. σχ. ΑΠ 974/2018).
5.Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 13 του αυτού ως άνω νόμου «1. Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων : (α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή (β) μεταξύ πελατών τους. 2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη. 3. Με Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, (β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος». Οι πιο άνω κανόνες δεοντολογίας αποβλέπουν κατά πρώτο λόγο στην προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος για διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της ελληνικής και των λοιπών ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και όχι στην επιβολή υποχρεώσεων ιδιωτικού δικαίου για εξατομικευμένη προστασία κάθε μεμονωμένου πελάτη τους. Ωστόσο ορθότερη είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι η υποχρέωση των διαμεσολαβούντων χρηματοπιστωτικών φορέων για βέλτιστη εκτέλεση κατά την παροχή των υπηρεσιών τους παράγει και έννομες συνέπειες ιδιωτικού δικαίου για τις σχέσεις μεταξύ φορέα επενδυτικών υπηρεσιών και πελάτη- επενδυτή. Κύριο επιχείρημα που συντείνει προς την άποψη αυτή, είναι ότι η προστασία της κεφαλαιαγοράς ως θεσμού και τη ατομική περιουσία του επενδυτή λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς η μεν καλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ενώ η ελλιπής ατομική προστασία των επενδυτών διαταράσσει την εμπιστοσύνη τους, γεγονός που είναι βέβαιο ότι αποβαίνει σε βάρος της καλής λειτουργίας της. Η αντανάκλαση των πιο πάνω κανόνων στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις απορρέει και από την παροχή δικαιώματος παραίτησης στους επενδυτές της παρεχόμενης προστασίας τους, εφόσον η ΑΕΠΕΥ διευκρινίζει σαφώς σε γραπτή προειδοποίηση στους πελάτες της «τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απωλέσουν (άρθρο 7 παρ. 4 περ. β' του Ν. 3606/2007), [βλ. ΑΠ 1028/2015, ΕφΑθ 787/2013, ΕφΑθ 1549/2019 αδημ., Αλεξανδρίδου ο.π., Λιάππης, ο.π. σελ.176 επ.].
6.Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 8 Ν. 2251/1994, που μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της Τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθετήσεως του κεφαλαίου του. Το άρθρο 8 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 3 Ν. 3587/2007, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια με Πράξη ή παράλειψη του κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (παρ. 1 εδ. α'), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β'), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης παρανομίας και υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α'), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητας της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντας» (παρ. 4 εδ. β1) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά δίχως άλλο υπαιτιότητα» (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντας υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της διάταξης αυτής δύναται να είναι και Τράπεζα έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντας τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Περαιτέρω, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μεταξύ της διαμεσολαβούσης Τράπεζας και του πελάτη υπάρχει οπωσδήποτε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της Τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα και η οποία έχει συναφθεί σιωπηρά, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην Πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν την βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μια υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Τέλος, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (ΑΠ 1028/2015 ΝΟΜΟΣ).
7.Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 3606/2007 «1. Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων : (α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή (β) μεταξύ πελατών τους. 2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη. 3. Με Απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών, (β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος». Οι πιο άνω κανόνες δεοντολογίας αποβλέπουν κατά πρώτο λόγο στην προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος για διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της ελληνικής και των λοιπών ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και όχι στην επιβολή υποχρεώσεων ιδιωτικού δικαίου για εξατομικευμένη προστασία κάθε μεμονωμένου πελάτη τους. Ωστόσο ορθότερη είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι επιχείρημα που συντείνει προς την άποψη αυτή, είναι ότι η προστασία της κεφαλαιαγοράς και η προστασία του επενδυτή λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, καθώς η μεν καλή λειτουργία της κεφαλαιαγοράς εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ενώ η ελλιπής ατομική προστασία των επενδυτών διαταράσσει την εμπιστοσύνη τους, γεγονός που είναι βέβαιο ότι αποβαίνει σε βάρος της καλής λειτουργίας της. Η αντανάκλαση των πιο πάνω κανόνων στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις απορρέει και από την παροχή δικαιώματος παραίτησης στους επενδυτές της παρεχόμενης προστασίας τους, εφόσον η ΑΕΠΕΥ διευκρινίζει σαφώς σε γραπτή προειδοποίηση στους πελάτες της «τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απωλέσουν (άρθρο 7 παρ. 4 περ. β' του Ν.3606/2007), [βλ. Αλεξανδρίδου ο.π., Λιάππης, ο.π. σελ. 176 επ.).
8.Στο άρθρο 5 του ν. 2198/1994 «Αυλοί τίτλοι Δημοσίου» ορίζεται ότι «1. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να δανείζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και άνευ εκδόσεως αξιόγραφων (ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ.) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κατά το νόμο την ευχέρεια να ασκούν ανάλογες εργασίες. 2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνεια της παραγράφου 1. Τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα), που συνιστάται με το παρόν άρθρο και του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος. Επίσης δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα παρακολουθούνται τα τοκομερίδια των τίτλων, εφ' ης αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς συναλλαγής, εφαρμοζομένων αναλόγως των λοιπών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος ενεργεί τις εγγραφές λήξεως, εξυπηρετήσεως και αποπληρωμής των δανείων για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου. 3. Οι όροι των δανείων αυτών καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών». Στο άρθρο 6 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «1. Στο Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με όμοιες πράξεις καθορίζεται η διαδικασία επιλογής των φορέων και ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και οι απαιτούμενες υπέρ των επενδυτών ασφάλειες κατά κατηγορίες φορέων. 2. Οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται σε τρίτους (επενδυτές). Η μεταβίβαση ενεργεί μεταξύ των μερών και δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αποκτά τίτλους από τους φορείς και να τους διαθέτει εκ νέου προ της λήξεως τους. 4. Η μεταβίβαση του τίτλου ολοκληρώνεται με μεταφορά (πίστωση) του αντίστοιχου ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου. Περιορισμοί ή λεπτομερέστερες ρυθμίσεις των συναλλαγών επί των τίτλων μπορούν να θεσπίζονται με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. 5. Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς. 6. Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά. 7. Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφενός μεν για τους τίτλους ιδίου χαρτοφυλακίου, αφετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα. 8.... 9.... 10. Οι τίτλοι μπορούν να αποτελούν αντικείμενο δανεισμού, εφαρμοζομένου αναλόγως του άρθρου 806 του ΑΚ.». Στο άρθρο 7 του νόμου ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται στο φορέα η άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου επενδυτή διάθεση του τίτλου. Η έλλειψη συναινέσεως δεν αντιτάσσεται κατά των καλής πίστεως τρίτων. 2. Οι τηρούμενοι στο Σύστημα λογαριασμοί δεν υπόκεινται σε αναγκαστική ή συντηρητική κατάσχεση». Τέλος, στο άρθρο 8 του παραπάνω νόμου ορίζεται ότι «1. Οι φορείς που αναλαμβάνουν να επενδύσουν κεφάλαια σε τίτλους του Δημοσίου, για λογαριασμό πελατών τους, υποχρεούνται να επενδύουν αμέσως τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους της επιλογής των επενδυτών. 2. Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. Με τις παραπάνω διατάξεις ρυθμίζεται ο δανεισμός του κράτους από τους ιδιώτες μέσω της έκδοσης ομολογιών, οι οποίες θεωρούνται έγγραφα με αξιογραφικό χαρακτήρα, στα οποία ενσωματώνονται οι απαιτήσεις του ευρέως κοινού, στο οποίο έχει προσφύγει η κρατική αρχή για δανεισμό (Δημ. Ρούσσης «Καταστρατήγηση Δικαίου στις τραπεζικές συμβάσεις» εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας 2010, σελ 34]. Ουσιώδες περιεχόμενο της σχέσεως εκ του ομολόγου - ως τίτλου δανεισμού και ως ανωνύμου χρεογράφου, ακόμη και υπό λογιστική μορφή- και αντικείμενο της σχετικής ενοχής, της υποχρεώσεως, δηλαδή, του εκδότη και του αντίστοιχου δικαιώματος του κομιστή, αποτελεί η πληρωμή του κεφαλαίου (της ονομαστικής αξίας) αυτού (εξόφληση) κατά τη λήξη του. Το ανωτέρω θεμελιώδες εννοιολογικό στοιχείο της σχέσεως εκ του ομολόγου, δεν αναιρείται α) ούτε από τη (νομική) δυνατότητα μεταβιβάσεως του (χρηματιστηριακούς ή όχι) μέχρι τη λήξη του, β) ούτε, επί άυλων τίτλων, από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 περί συστήματος λογιστικής παρακολούθησης συναλλαγών, αφού με αυτές, παρά την παρεμβολή της Τραπέζης της Ελλάδος και του φορέως μεταξύ του Δημοσίου και του επενδυτή, ρητώς προβλέπεται ότι, αν το Δημόσιο δεν καταβάλει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την παρ. 6 του άρθρου 8, ο επενδυτής - προφανώς αν δεν έχει εισπράξει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων - έχει αξίωση «εκ του τίτλου» μόνον κατά του Δημοσίου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 8, γ) ούτε από τις δικονομικές δυνατότητες που τυχόν παρέχονται στον κομιστή (αγωγή κατά του φορέα), δ) ούτε, τέλος, από το (πραγματικό) φαινόμενο της, μέχρι τη λήξη του, διακυμάνσεως της αγοραίας αξίας του. Εν όψει του κατά τα άνω ουσιώδους περιεχομένου του ομολόγου, η σχέση μεταξύ του εκδότη αυτού και του κομιστή είναι (ακόμη και προκειμένου περί κρατικών ομολόγων) σχέση ενοχική, σε περίπτωση δε παρεμβολής πλειόνων μεταβιβάσεων μέχρι τον εκάστοτε κομιστή, είναι σχέση οιονεί συμβατική (ΣτΕ 1116/2014 σκέψη μειοψηφίας υπ’ αριθ. 25 εδαφ. α και β', δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»), Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2198/1994 αποτέλεσε προπομπό της ευρύτερης αναθεώρησης του δικαίου των επενδυτικών αξιόγραφων, δυνάμει των άρθρων 39 επ. ν. 2396/1996 και 1 επ. του ν. 3156/2003 για την αποϋλοποίηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετοχών και για τις αυλές εταιρικές ομολογίες, αντίστοιχα. Σχετικά με την έννομη θέση των ιδιωτών επενδυτών σε αντίστοιχους άυλους τίτλους, στο μέτρο που οι τελευταίοι δεν περιλαμβάνονται στους φορείς (κυρίως πιστωτικά ιδρύματα) του ανωτέρω Συστήματος που διατηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος, η οικεία ρύθμιση του άρθρου 8 προβλέπει ότι ο επενδυτής έχει αξίωση «επί» του τίτλου στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του (λογαριασμός επενδυτή), εάν, όμως, το Δημόσιο δεν εκπληρώσει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του, τότε ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. Στο ανωτέρω Σύστημα, το οποίο τηρεί η Τράπεζα της Ελλάδος για λογαριασμό του Δημοσίου (άρθρα 5 και 6 του ν. 2198/1994), τηρούνται μόνο λογαριασμοί των φορέων και όχι των επενδυτών, απλώς για κάθε φορέα τηρείται στο Σύστημα διακριτός λογαριασμός ως προς τους τίτλους ίδιου χαρτοφυλακίου του φορέα και διακριτός λογαριασμός όπου εμφαίνονται συγκεντρωτικά (όχι ανά επενδυτή) οι τίτλοι των χαρτοφυλακίων επενδυτών του φορέα. Η ως άνω ιδιαιτερότητα της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 2198/1994, που υιοθετήθηκε με βάση τις τεχνολογικές δυνατότητες και ανάγκες της εποχής, με γνώμονα την άμεση έκδοση και διάθεση άυλων ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου, χωρίς μεταβατικό καθεστώς, ούτε σύσταση κεντρικού ονομαστικού Μητρώου επενδυτών και εντεύθεν διατυπώσεις, δεν αρκεί για την διάγνωση έλλειψης οποιωνδήποτε νομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου έναντι των επενδυτών, μέχρι το χρόνο λήξης των τίτλων. Θεμελιώδες περιεχόμενο της έννομης σχέσης που ιδρύεται τόσο με την αρχική διάθεση, όσο και με ύστερες μεταβιβάσεις των ομολογιακών τίτλων, από φορέα προς επενδυτή, αλλά και προς περαιτέρω επενδυτές, αντιστοίχως, είναι η προσδοκία του επενδυτή για προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Δημοσίου έναντι του φορέα, κατά το χρόνο λήξης αυτών των ομολογιακών τίτλων, διότι (μόνο) έτσι θα καταστεί εφικτή η επιστροφή (μέσω του φορέα) του δανεισθέντος κεφαλαίου και τόκων προς τον επενδυτή. Η προσδοκία αυτή κατοχυρώνεται με την αναγνώριση ex lege ειδικού επικουρικού δικαιώματος προσδοκίας του επενδυτή (και μόνο αυτού) ευθέως κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για προβαθμίδα του πλήρους ενοχικού δικαιώματος (χρηματικής απαίτησης για κεφάλαιο και τόκους) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και για την πεμπτουσία των δικαιωμάτων του επενδυτή μέχρι το χρόνο λήξης του δανείου, διότι στη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του Δημοσίου και μόνο (όχι του φορέα) εξαρχής απέβλεψε και εξακολουθεί να αποβλέπει ο επενδυτής κατά την επενδυτική Απόφαση τόσο απόκτησης, όσο και διακράτησης του ομολόγου. Η ενεργοποίηση του πλήρους δικαιώματος εξαρτάται ταυτόχρονα από αναβλητική προθεσμία και αναβλητική αίρεση: αφενός την παρέλευση του χρόνου απόδοσης των τόκων ή του κεφαλαίου του δανείου, αφετέρου τη μη εμπρόθεσμη απόδοση αυτών από το Δημόσιο στο φορέα. Μάλιστα, η ενεργοποίηση του ως άνω πλήρους δικαιώματος, κατά το άρθρο 8 παρ. 2 εδαφ. β του νόμου, λειτουργεί αποσβεστικά (απαλλακτικά) ως προς οποιαδήποτε -υποτιθέμενη- συναφή αξίωση του επενδυτή έναντι του φορέα. Κατ' αποτέλεσμα, οι ενοχικές υποχρεώσεις των φορέων, που συναρτώνται με και απορρέουν από, την διάθεση των άυλων τίτλων προς τους επενδυτές, περιορίζονται ουσιαστικά στα καθήκοντα προσυμβατικής και τακτικής ενημέρωσης, λογιστικής παρακολούθησης, λογοδοσίας, ως εν γένει επί επενδυτικών υπηρεσιών θεματοφυλακής (άρθρο 4 παρ. 2 εδαφ. α ν. 3606/2007, ΑΚ 713 επ., προκειμένου για ενσώματους τίτλους ΑΚ 822 επ), αλλά και σε υπηρεσίες «νομιμοποίησης» των επενδυτών, έναντι του κεντρικού Μητρώου και του εκδότη (για όλα τα ανωτέρω μελέτη I. Λιναρίτη «Ζητήματα από την αντικατάσταση των αυλών ομολογιακών τίτλων του Δημοσίου. Παρατηρήσεις στις αποφάσεις ΣτΕ Ολ 1116/2014 & 1117/2014» Χρηματοπιστωτικό Δίκαιο 2014/Τεύχος 2 σελ 216 - 217, βλ. επίσης ΜΕφΑθ 46/2019 δημ.στη ΝΟΜΟΣ).
9.Επί αδικοπραξίας ισχύει ο κανόνας της πλήρους αποκατάστασης της ζημίας με την επιφύλαξη σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις της εφαρμογής του άρθρου 288 ΑΚ. Όταν το ίδιο γεγονός που προκάλεσε τη ζημία, είχε ως αποτέλεσμα και ορισμένες ωφέλειες για το ζημιωθέντα, με τη σκέψη ότι σκοπός της αποζημίωσης δεν είναι ο πλουτισμός του ζημιωθέντος, αλλά η αποκατάσταση ης διαφοράς μεταξύ της παρούσας περιουσιακής κατάστασης και εκείνης που θα βρισκόταν ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 1833/87 ΝοΒ 1988, 1643) κατά κανόνα θα πρέπει να αφαιρούνται τα κέρδη του από τη ζημία, εκτός εάν η ωφέλεια δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία (ΟλΑΠ 807/73, ΝοΒ 1974.321, ΑΠ 1116/09), αλλά αποτελεί παροχή από αυτοτελή έννομη σχέση ή αν ο νόμος απαγορεύει τούτο, όπως συμβαίνει στο άρθρο 930 παρ. 3 ΑΚ (ΑΠ 894/2011), εκτός εάν ο συνυπολογισμός του οφέλους υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις αντίκειται στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. (ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1539/1998).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που δόθηκαν στο ακροατήριο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (... από την πλευρά της ενάγουσας και ... από την πλευρά της εναγομένης) και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη Απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα και παραδεκτά οι διάδικοι, για να ληφθούν υπόψη προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά με επίκληση προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 Δνη 2004/723), τις με αρ. ..., ...και .../21.9.2017 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, ..., ..., ..., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. σχ. την με αρ..../18.9.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ..., σε συνδυασμό με την από 12.9.2017 κλήση προς εξέταση μαρτύρων) και την με αρ. .../26.9.2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της ενάγουσας, ... ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης κλητεύσεως της εναγομένης (άρθρο 442 ΚΠολΔ), σε αντίκρουση των ισχυρισμών της τελευταίας (βλ. την ως άνω έκθεση επίδοσης με κλήση προς εξέταση μαρτύρων), και τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, γεννηθείσα το έτος 1958, είναι απόφοιτος του Οικονομικού Τμήματος του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από το έτος 1984. Είναι μητέρα ενός τέκνου και διατέλεσε υπάλληλος στην εταιρία με την επωνυμία "..." όπου εργαζόταν στην κεντρική υπηρεσία αυτής, που βρίσκεται στο ..., επί της .... Ειδικότερα η ενάγουσα ήταν υπεύθυνη στην Υποδιεύθυνση υποστήριξης του κλάδου αυτοκινήτων της άνω Ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία (υποδιεύθυνση) ήταν αρμόδια για τη συλλογή στοιχείων των ατυχημάτων και των ζημιών, τα οποία εν συνεχεία διαβίβαζε στα τμήματα αποζημιώσεων και ασφάλισης της επιχείρησης. Η εργοδότης εταιρία της ενάγουσας είναι θυγατρική εταιρία της εναγομένης ανώνυμης Τράπεζας. Λόγω της σχέσης των δύο εταιριών, η ενάγουσα επισκεπτόταν τακτικά το υποκατάστημα 891 της εναγομένης, που στεγάζεται στο ως άνω ... (...), στο οποίο διατηρούσε λογαριασμούς όψεως και διενεργούσε όλες τις τραπεζικές της συναλλαγές μέσω αυτού. Επιπλέον η ενάγουσα είχε υπογράψει με την εναγομένη την από 24.10.2008 Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών σε Χρηματοπιστωτικά Μέσα όταν αγόρασε μετοχές χαμηλού κινδύνου (1.135 μετοχές της εναγομένης, αξίας 6.000 ευρώ, και 199 μετοχές της ..., αξίας περίπου 700 ευρώ). Στη σύμβαση αυτή δεν προβλέπονταν η παροχή επενδυτικών συμβουλών, αλλά μόνον η λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών της ενάγουσας. Από της συνάψεως της άνω συμβάσεως (28.10.2008) καμία άλλη επενδυτική κίνηση στα πλαίσια αυτής, δεν είχε πραγματοποιήσει η ενάγουσα. Περί τον Φεβρουάριο του 2010 η ενάγουσα αποχώρησε από την άνω θέση εργασίας της στο πλαίσιο προγράμματος εθελούσιας εξόδου και έλαβε για την αιτία αυτή αποζημίωση 350.000 ευρώ και εφάπαξ βοήθημα από το «Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Προσωπικού ΑΕΓΑ ...». Τα ποσά αυτά τα κατέθεσε σταδιακά σε κλειστούς προθεσμιακούς λογαριασμούς στην εναγομένη, με βασικό στόχο να αγοράσει στο μέλλον με τα χρήματα αυτά κατοικία, λαμβάνοντας και ένα μικρό δάνειο από την εναγομένη. Ο προστηθείς υπάλληλος της εναγομένης ..., ο οποίος ήταν διευθυντής στο άνω υποκατάστημα της και πιστοποιημένος υπάλληλος από την Τράπεζα της Ελλάδος για την παροχή επενδυτικών συμβουλών, γνώριζε ότι η ενάγουσα εισέπραξε αποζημίωση, και την προσέγγισε και της πρότεινε να αξιοποιήσει καλύτερα μέρος του κεφαλαίου που έλαβε, τοποθετώντας αυτό σε επένδυση απόλυτα ασφαλή και δη στην αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία θα εκδίδονταν προσεχώς, θα ήταν δεκαετούς διάρκειας, με αφορολόγητη απόδοση, με ετήσιο σταθερό επιτόκιο 6% περίπου και με εγγυημένο το κεφάλαιο κατά τη λήξη των ομολόγων. Ότι θα μπορούσε κάλλιστα η εναγομένη να της χορηγήσει για την αγορά κατοικίας που ενδιαφερόταν, δάνειο με προνομιακό επιτόκιο, που ίσχυε για τους υπαλλήλους του ομίλου της «…», το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώνει ευχερώς με τους τόκους που θα εισέπραττε από τα ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου. Μετά από διαρκή παρότρυνση του ως άνω προστηθέντος υπαλλήλου της εναγομένης και επαναλαμβανόμενες προφορικές διαβεβαιώσεις αυτού προς την ενάγουσα, ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα είναι απολύτως ασφαλή, αυτή πείστηκε και δέχθηκε την ως άνω επενδυτική συμβουλή και στις 18.3.2010 διέθεσε το ποσό των 91.277,88 ευρώ για την αγορά ενενήντα (90) ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου. Σημειωτέον ότι εναγόμενη Τράπεζα απέκτησε τα επίδικα ομόλογα πρωτογενώς από το Ελληνικό Δημόσιο κατά την έκδοσή τους την 11.3.2010, σε τιμή 98,942% και την 18.3.2010 τα διέθεσε στην ενάγουσα, στην τιμή του 101,30% της ονομαστικής τους αξίας, η οποία ήταν η τρέχουσα τιμή τους στην διατραπεζική αγορά κατά τη στιγμή της αγοράς τους, πλέον της προμήθειας της. Η έκδοση του συγκεκριμένου ομολόγου ελήφθη με την Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών με αρ. 2/14140/0023Α/9.3.2010. Συγκεκριμένα η ενάγουσα αγόρασε κατά την ως άνω ημεροχρονολογία (18.3.2010), ενενήντα (90) ομόλογα, με κωδικό έκδοσης ..., με ημερομηνία εκδόσεως 11.3.2010, δεκαετούς διάρκειας, με ημερομηνία λήξεως την 19.6.2020, ονομαστικής αξίας έκαστο 1.000 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 90.000 ευρώ, με αφορολόγητη απόδοση και με ετήσια σταθερή απόδοση επιτοκίου 6,25% και ταυτόχρονα, καθ' υπόδειξη των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, υπέγραψε έντυπο με πρώτο τίτλο «ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ ΣΕ ΟΜΟΛΟΓΟ» και έτερο δεύτερο τίτλο «Αποδεικτικό συναλλαγής επενδυτικών προϊόντων ΚΕΦΑΛΑΙΟ PLUS», με αρ. απόδειξης 1007725864 και αύξοντα αριθμό παραστατικού 24. Στη συνέχεια του εντύπου παρατίθεντο τα στοιχεία των επενδυτών (συνδικαιούχων) [η ενάγουσα όρισε ως συνδικαιούχο το γιο της ... του …], οι λογαριασμοί επένδυσης (συναλλαγής και πίστωσης), τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου προϊόντος (ομολόγου ελληνικού δημοσίου) [ημερομηνία έκδοσης, σταθερό επιτόκιο 6,25%, λήξη, ετήσια τοκομερίδια, πρώτο τοκομερίδιο διάρκειας με λήξη 19.6.2011, αφορολόγητο, εφόσον δεν προεξοφληθεί, αρχικό ISIN (φορολογημένο), εκδότης: δημόσιος φορέας, κατηγορία, χώρα έκδοσης, νόμισμα έκδοσης, ονομαστική αξία] και τα στοιχεία διάθεσης. Στο οπισθόφυλλο του άνω εντύπου υπάρχει προτυπωμένη Δήλωση με τον τίτλο «Δήλωση Αποδοχής των Γενικών όρων συμμετοχής σε επενδυτικό προϊόν εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα» και όχι η «Δήλωση Αποδοχής των όρων σύμβασης συναλλαγών σε άυλους κρατικούς και εταιρικούς τίτλους σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα» η οποία αφορά ομόλογα. Στη «Δήλωση Αποδοχής των Γενικών όρων συμμετοχής σε επενδυτικό προϊόν εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα» αναγράφεται μεταξύ άλλων ότι: «1. Το παρόν αποδεικτικό, καθώς και τα σχετικά έγγραφα τα οποία αποτελούν με αυτό ενιαίο κείμενο, και εκδίδονται κατά τις συναλλαγές επί επενδυτικών προϊόντων εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου, πιστοποιούν τη συναλλαγή 2. Οι επενδύσεις εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου συνιστούν προθεσμιακές καταθέσεις ειδικού τύπου και είναι εγγυημένες για το αρχικό τους κεφάλαιο από την Εθνική Τράπεζα αποκλειστικά και μόνον στη λήξη τους .... 4. Η συμμετοχή σε προϊόντα αυτής της μορφής προϋποθέτει την προσεκτική μελέτη και ανεπιφύλακτη αποδοχή από τον επενδυτή του ειδικού ενημερωτικού εντύπου που περιέχει τους ειδικούς όρους και προϋποθέσεις συμμετοχής στο συγκεκριμένο προϊόν, οι οποίοι μαζί με το παρόν αποδεικτικό που περιλαμβάνει τους γενικούς όρους, αποτελούν το συμβατικό πλαίσιο που διέπει τη συναλλαγή του με την Τράπεζα.... 5. Οι εν λόγω επενδύσεις εκτίθενται στους συνήθεις επενδυτικούς κινδύνους, όπως επιτοκίων (...), επανεπένδυσης (...),συναλλαγματικούς (...), πιστωτικούς (...), ρευστότητας (...), αγοράς (...), μη συστηματικούς (...). Στους κινδύνους αυτούς δεν συμπεριλαμβάνεται ο κίνδυνος της απώλειας του αρχικού κεφαλαίου επένδυσης εκτός από την περίπτωση προεξόφλησης μέρους ή του συνόλου της επένδυσης. 6. Τα επενδυτικά προϊόντα εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου διατίθενται στους επενδυτές κατά σειρά προτεραιότητας (...) και για χρονικό διάστημα (περίοδος συμμετοχής) που καθορίζει και ανακοινώνει η Τράπεζα. Η ημερομηνία έναρξης του προϊόντος, που ακολουθεί την περίοδο συμμετοχής, καθορίζεται ρητά από την Τράπεζα. Η τελική απόδοση, προσδιορίζεται και γίνεται γνωστή μόνο στη λήξη του προϊόντος 7. Προηγούμενες αποδόσεις προϊόντων της μορφής αυτής σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές. Επίσης οι αποδόσεις των επενδύσεων σε προϊόντα εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου διέπονται από το εκάστοτε φορολογικό καθεστώς των καταθέσεων σε ευρώ και σε ξένο νόμισμα ανάλογα με το νόμισμα της επένδυσης. Επιπλέον στην ανωτέρω Δήλωση αναφέρεται - μεταξύ άλλων- ότι ο επενδυτής έχει λάβει πλήρη περιγραφή της επένδυσης και πληροφορίες για τους επενδυτικούς κινδύνους που αυτή περιέχει. Στην εμπρόσθια όψη του εν λόγω αποδεικτικού υπέγραψε η ενάγουσα ως επενδύτρια κάτωθι της σημείωσης δηλώνοντας «Έλαβα γνώση και αποδέχομαι τους όρους και τα λοιπά στοιχεία που αναγράφονται και στις δύο όψεις του παρόντος εντύπου καθώς και στο έντυπο των ειδικών όρων του προϊόντος που παρέλαβα». Η ως άνω πληροφόρηση που παρέσχε η εναγομένη Τράπεζα στην ενάγουσα σχετικά με την επικείμενη επένδυση του κεφαλαίου της σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου, βάσει των προφορικών διαβεβαιώσεων και του ως άνω εντύπου αποδεικτικού της επένδυσης, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 παρ. 2 του ν. 3606/2007 όπως εξειδικεύονται με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της με αρ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ώστε να είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητική, και να μην αποκρύπτει σημαντικά στοιχεία που αφορούν στην εν λόγω επένδυση. Η ως άνω ανακριβής πληροφόρηση προς την ενάγουσα, δεν αναιρείται από το ότι κατά την αγορά ομολόγων, η ίδια υπέγραψε την αρ. 1007725864/ 18.3.2010 τυποποιημένη ρήτρα, σύμφωνα με την οποία η εναγομένη δεν είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσέφερε ή της υπηρεσίας που παρέσχε και ότι δεν καλύπτονταν από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς που προβλέπει ο Νόμος (Ν.3606/2007). Επίσης η ως άνω εσφαλμένη πληροφόρηση , δεν μπορεί να καταρριφθεί από το ότι η ενάγουσα παρέλαβε ενυπόγραφα κατά την υπογραφή της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στις 24.10.2008, α) το Δελτίο Προσυμβατικής Πληροφόρησης, υπό τον τίτλο «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ», στο οποίο εμπεριέχονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με το ν. 3606/2007 και τις σχετικές κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικότερα στον όρο 6 αυτού προβλέπεται η ενημέρωση των πελατών για τα χαρακτηριστικά των ομολόγων ως χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κινδύνους που ενέχουν (βασικοί κίνδυνοι πιστωτικός και κίνδυνος αγοράς) και β) το έντυπο με τον τίτλο «Πολιτική Βέλτιστης Εκτέλεσης εντολών επί χρηματοπιστωτικών μέσων» στο οποίο αναλύονται ο μηχανισμός και οι διαδικασίες που εφαρμόζει η Τράπεζα ώστε να διασφαλίσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό του πελάτη, και για το περιεχόμενο του οποίου η ενάγουσα ενυπόγραφα δηλώνει ότι κατανοεί και αποδέχεται ανεπιφύλακτα. Και τούτο διότι αυτά τα έντυπα συνόδευαν και αφορούσαν τη σύμβαση διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, που έλαβε χώρα σε χρόνο προγενέστερο της επίμαχης σύμβασης παροχής επενδυτικής συμβουλής και της επίμαχης αγοράς των ομολόγων, η δε ενημέρωση-πληροφόρηση ήταν γενική, και δεν ήταν ειδική, συγκεκριμένη και αναλυτική για το εν λόγω επενδυτικό προϊόν. Υπό τις άνω περιστάσεις, μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε σιωπηρά σύμβαση παροχής επενδυτικής συμβουλής αναφορικά με τα επίδικα ομόλογα, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ως άνω σχετική νομική σκέψη, ο δε ισχυρισμός της εναγομένης ότι επρόκειτο για εκτέλεση εντολής της συγκεκριμένης αγοράς ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που είχε αποφασίσει αυτοβούλως η ενάγουσα, δεν απεδείχθη και κρίνεται αβάσιμος. Περαιτέρω υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες που υλοποιήθηκε η άνω επενδυτική συμβουλή, ήτοι της ανακριβούς και πλημμελούς ενημέρωσης από τους προστηθέντες υπαλλήλους της εναγομένης που ήταν προφορική μέχρι την αγορά, ενώ κατά την αγορά εγένετο χρήση του άνω εντύπου, η ενάγουσα είχε την πεπλανημένη πεποίθηση, ότι το επενδυθέν κεφάλαιο της είναι πλήρως διασφαλισμένο από τον κίνδυνο απώλειας μέχρι τη λήξη των ομολόγων, όμοια όπως είναι και το κεφάλαιο προθεσμιακής κατάθεσης. Είναι δε βέβαιο ότι η ενάγουσα δεν θα ακολουθούσε την άνω συμβουλή για την αγορά των ομολόγων, και θα είχε απορρίψει την επένδυση αυτή, εάν η εναγομένη την είχε πληροφορήσει ορθά εξαρχής ότι δηλαδή το επενδυθέν κεφάλαιό της υπόκειται σε κίνδυνο απώλειας και δεν είναι εγγυημένο. Επίσης η δια του ως άνω εντύπου πληροφόρηση ήταν παραπλανητική, καθώς λόγω του περιεχομένου του εντύπου, ήταν ικανή, κατά αντικειμενική κρίση, να προκαλέσει πλάνη στον μέσο συνετό επενδυτή, ότι το κεφάλαιο είναι εγγυημένο και πράγματι παραπλάνησε την ενάγουσα, η οποία δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου συνετού επενδυτή, και αποδέχθηκε την ως άνω συμβουλή και προέβη στην ένδικη συναλλαγή, εμπιστευόμενη την εναγομένη ότι της παρέχει ειλικρινή και υπεύθυνη πληροφόρηση (καθότι ανάγεται στην επαγγελματική της ενασχόληση) και ότι επιδεικνύει επιμέλεια για την προστασία των οικονομικών της συμφερόντων. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η πληροφόρηση αυτή είχε μεγάλη σημασία για την ενάγουσα καθώς αυτή αποτελούσε τη βάση για τη λήψη Απόφασης για την επένδυση του κεφαλαίου της. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η εναγομένη Τράπεζα παραβίασε την υποχρέωση παροχής συμβουλής προσαρμοσμένης αφενός στο πρόσωπο της ενάγουσας [καθώς δεν έλαβε υπόψη την οικογενειακή, οικονομική κατάσταση, την επενδυτική εμπειρία, τον επενδυτικό στόχο και την προθυμία διακινδύνευσης της ενάγουσας , (η ενάγουσα δεν ήταν έμπειρη σε επενδύσεις ομολόγων και δεν ήταν πρόθυμη να διακινδυνεύσει να απωλέσει το κεφάλαιο της)], και αφετέρου στο αντικείμενο της επένδυσης καθώς δεν την ενημέρωσε για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της, αλλά αντίθετα τη διαβεβαίωσαν ότι το κεφάλαιο της είναι πλήρως εξασφαλισμένο και εγγυημένο. Είναι πλέον ή βέβαιο ότι εάν η εναγόμενη Τράπεζα είχε εκπληρώσει τη συμβατική υποχρέωση της να διαφωτίσει την ενάγουσα ορθά και με ακρίβεια, κατά την παροχή της συμβουλής για την επίδικη αγορά των ομολόγων, η τελευταία δεν θα προέβαινε στην υποδειχθείσα επένδυση αλλά θα ελάμβανε διαφορετική Απόφαση και συγκεκριμένα θα τοποθετούσε τα χρήματά της σε προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση, όπως σκόπευε να ενεργήσει, όπου το κεφάλαιο είναι απόλυτα εξασφαλισμένο. Η εναγόμενη δηλαδή οδήγησε την ενάγουσα στη λήψη απόφασης, εστιάζοντας στο σημείο που ήταν καθοριστικό και ουσιώδες γι' αυτήν, ήτοι στην εξασφάλιση του κεφαλαίου της, που ανταποκρινόταν και στη βούληση της. Ενισχυτικό δε της κρίσης αυτής του δικαστηρίου, ότι υπήρξαν προφορικές διαβεβαιώσεις για εγγυημένο αρχικό κεφάλαιο πριν την αγορά, είναι η χρήση του ως άνω εντύπου, κατά την επίδικη αγορά, όπου ρητά αναφέρεται ότι στο επενδυτικό αυτό προϊόν είναι εγγυημένο το αρχικό κεφάλαιο, ενώ η χρήση του εντύπου δεν δικαιολογείται καθώς δεν ταιριάζει και δεν έχει θέση στην επίδικη αγορά, όπως ισχυρίζεται η ίδια. Η χρήση λοιπόν του εντύπου συνδέεται με τις ρητές διαβεβαιώσεις των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, για εγγυημένο κεφάλαιο στη συγκεκριμένη επένδυση, που προηγήθηκαν της αγοράς. Η περί τούτου κρίση του δικαστηρίου ενδυναμώνεται και από το γεγονός ότι εκτός από την επίδικη αγορά, η εναγόμενη χρησιμοποίησε πανομοιότυπο έντυπο («Αποδεικτικό συναλλαγής επενδυτικών προϊόντων ΚΕΦΑΛΑΙΟ PLUS», με «Δήλωση Αποδοχής των Γενικών Όρων συμμετοχής σε επενδυτικό προϊόν εγγυημένου αρχικού κεφαλαίου σε ευρώ και ξένο νόμισμα») την 4.2.2010 για αγορά ίδιων ομολόγων (ελληνικού δημοσίου) από έτερο επενδυτή και δη τον ..., ο οποίος ήταν υπάλληλος και αυτός της Εθνικής Ασφαλιστικής και ο οποίος προέβη σε σχετική καταγγελία (με αρ.πρωτ.εισερχ. .../29.6.2015). Επί της καταγγελίας αυτής , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατ' άρθρο 61 παρ. 1 του ν. 3606/2007, εξέδωσε την αρ. 12/769/7.11.2007 Απόφαση, με την οποία έκρινε ότι η εναγομένη παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 του ν. 3606/3007, όπως εξειδικεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 της με αρ. 1/452/1.11.2007 Απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της, και επέβαλε στην εναγομένη για την ως άνω παράβαση πρόστιμο 10.000 ευρώ. Επίσης η εναγομένη προέβη στη χρήση πανομοιότυπου εντύπου και την 3 Φεβρουάριου 2009 σε άλλον επενδυτή, και δη στην ..., συνάδελφο της ενάγουσας, η οποία επένδυσε σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου το ποσό των 89.399,56 ευρώ (βλ. σχ. το με αρ. 23 αποδεικτικό επένδυσης). Περαιτέρω η εναγομένη δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει, με τα προσκομιζόμενα από αυτή αποδεικτικά μέσα, ότι η ενάγουσα θα λάμβανε πιθανόν την ίδια Απόφαση, ακόμη και εάν δεν είχε παραβεί την υποχρέωση της για ορθή και ακριβή πληροφόρηση κατά την παροχή της υπηρεσίας της συμβουλής και την είχε ενημερώσει για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου της και ότι μάλιστα αυτή (η εναγομένη) δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Εξάλλου η δημοσιονομική κρίση και η κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδικης συναλλαγής, επέτειναν τον κίνδυνο απώλειας των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Όμως κάθε αμφιβολία ή ενδοιασμός της ενάγουσας, ως προς το εν λόγω προϊόν, εκάμφθη κατόπιν των παραινέσεων των προστηθέντων υπαλλήλων ότι το κεφάλαιο είναι εγγυημένο. Η εντύπωση δε της ενάγουσας ότι πρόκειται για απόλυτα ασφαλή επένδυση, ενισχύθηκε και με τη χρήση του άνω εντύπου, όπου υπήρχε ρητή αναφορά για εγγυημένο κεφάλαιο. Σημειωτέον ότι η ενάγουσα μετά την αγορά των άνω ομολόγων υπέβαλε στις 29.4.2010 αίτηση στην εναγομένη Τράπεζα για τη λήψη στεγαστικού δανείου, όπως την είχε συμβουλέψει ο άνω προστηθείς υπάλληλος της εναγομένης, τον οποίο και εμπιστευόταν. Εν συνεχεία δημοσιεύθηκε ο ν. 4050/2012 και βάσει αυτού εκδόθηκε η 5/24.2.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) [ΦΕΚ Α737/24.2.2012], δυνάμει της οποίας, τα ομόλογα εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου αντικαταστάθηκαν με άλλα μικρότερης αξίας και μεγαλύτερης διάρκειας, τα δε ομόλογα που αντικαταστάθηκαν ακυρώθηκαν αυτοδικαίως. Η αντικατάσταση αυτή έλαβε χώρα με τη διαδικασία που ορίζεται στον ανωτέρω νόμο και στις εκδοθείσες προς τούτο υπουργικές αποφάσεις, ήταν δε, κατόπιν λήψης Απόφασης, κατά τη διεξαχθείσα ψηφοφορία της ενισχυμένης πλειοψηφίας των ομολογιούχων αναφορικά με τη τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, υποχρεωτική. Κατόπιν αυτής της νομοθετικής παρέμβασης (ν. 4050/2012), στις 12.3.2012, τα ομόλογα της ενάγουσας αντικαταστάθηκαν υποχρεωτικά με άλλους τίτλους (ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, ομόλογα EFSF, τίτλους ΑΕΠ), όπως αυτοί προτάθηκαν και εν τέλει ορίστηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, μικρότερης αξίας (για κάθε 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας επιλέξιμου τίτλου δόθηκαν σε ανταλλαγή νέοι τίτλοι ονομαστικής αξίας 315 ευρώ) και μεγαλύτερης διάρκειας, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά ένα μεγάλο ποσοστό η αξία τους. Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, προέβαλε την έλλειψη αιτιώδους συνάφειας της επελθούσης ζημίας της ενάγουσας, με τη δική της συμπεριφορά. Τον ίδιο ισχυρισμό επαναφέρει παραδεκτά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρο 240 ΚΠολΔ). Ειδικότερα η εναγόμενη επικαλείται ότι η ζημία της ενάγουσας συνδέεται αιτιωδώς αφενός με τη Απόφαση και επιλογή της ενάγουσας να αγοράσει τα ομόλογα και εν συνεχεία να τα διακρατήσει και αφετέρου με τη διαδικασία υποχρεωτικής ανταλλαγής των ομολόγων που εισήχθη νομοθετικά αιφνιδίως. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι απεδείχθη ότι η εναγομένη δεν θα αγόραζε τα ένδικα ομόλογα εάν δεν της τα είχε συστήσει η εναγομένη και εάν της παρέσχε, ορθή ακριβή και σαφή πληροφόρηση γι' αυτά, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης, και μετά την επίδικη αγορά των ομολόγων, καθησύχαζαν την ενάγουσα ότι το κεφάλαιο της είναι διασφαλισμένο και δεν κινδυνεύει με απώλεια. Συνεπώς συντρέχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ως άνω συμπεριφοράς της εναγομένης και της ζημίας θετικής και αποθετικής που προκλήθηκε στην ενάγουσα. Η ένσταση της εναγομένης περί πλήρους, ακριβούς και σαφούς ενημέρωσης θα πρέπει να απορριφθεί, αφού η ανωτέρω παράνομη και υπαίτια (αμελής) συμπεριφορά της εναγόμενης σε βάρος της ενάγουσας αντισυμβαλλόμενης (πελάτη) και καταναλώτριας στο πλαίσιο της χορηγήσεως σ’ αυτή επενδυτικής συμβουλής και συστάσεως για την αγορά των επίμαχων ομολόγων, δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες που πρέπει να τηρούν οι τράπεζες στον κύκλο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, συνδέεται δε αιτιωδώς προς την επελθούσα περιουσιακή ζημία της ενάγουσας, δεδομένου ότι η επένδυση επιχειρήθηκε χωρίς να παρασχεθεί στην ενάγουσα η αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσει το ακριβές περιεχόμενο της επένδυσης, ότι υφίσταται κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου και να αποφασίσει εάν θα προβεί σε αυτή, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται ευθύνη της εναγομένης, ως παρέχουσας υπηρεσίες κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 8 του Ν.2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών».
Η ως άνω περιγραφείσα παράνομη, υπαίτια (αμελής) και αντισυμβατική συμπεριφορά των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσης τους για διαφώτιση της αντισυμβαλλομένης της, ενάγουσας, σχετικά με τον κίνδυνο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου που ενείχαν τα συγκεκριμένα ομόλογα, η οποία απορρέει από την συναλλακτική καλή πίστη αλλά και την σιωπηρώς καταρτισθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών (άρθρο 26 ν. 3606/2007, 914, 281, 288 ΑΚ), για την οποία ευθύνεται και η εναγόμενη (άρθρο 922 ΑΚ), σύμφωνα με όσα σχετικά αναπτύχθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, προξένησε αιτιωδώς τη ζημία της ενάγουσας, διότι εάν της είχε παρασχεθεί ορθή και σαφής ενημέρωση, αυτή δεν θα αποδεχόταν την εν λόγω επενδυτική σύσταση, αλλά θα τοποθετούσε το κεφάλαιο σε προθεσμιακή κατάθεση, όπως έκανε μέχρι τότε, καθόσον κυρίαρχη προτεραιότητα της ήταν η διασφάλιση του κεφαλαίου της, και συνακόλουθα δεν θα είχε αποκτήσει τα επίδικα ομόλογα. Η ενάγουσα για την αγορά των ομολόγων κατέβαλε το ποσό των 91.277,88 ευρώ και η ζημία της συνίσταται στο ποσό αυτό. Έλαβε το ποσό των 7.165,80 ευρώ ως απόδοση επιτοκίου για τη χρονική περίοδο από 11.3.2010 έως 19.6.2011 για τα 90 ομόλογα. Επίσης εισέπραξε την 21.9.2012 κατά την προεξόφληση του Ομολόγου Πληρωμής PSI, έκδοσης «E.F.S.F.» (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) με ISIN ..., λήξης 12.3.2013, ονομαστικής αξίας 6.750,00 ευρώ και το οποίο είχε λάβει κατά την αναγκαστική ανταλλαγή των επίδικων ομολόγων τον Μάρτιο 2012. Επίσης εισέπραξε την 21.9.2012 κατά την προεξόφληση του Ομολόγου Πληρωμής PSI, έκδοσης «E.F.S.F.» (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) με ISIN ..., λήξης 12.3.2014 και ονομαστικής αξίας 6.750 ευρώ και το οποίο επίσης περιήλθε στην ενάγουσα κατά την αναγκαστική ανταλλαγή των επίδικων ομολόγων τον Μάρτιο 2012. Τα παραπάνω ποσά η ενάγουσα τα αφαιρεί από την αιτούμενη θετική ζημία της και ζητεί ως αποζημίωση τη διαφορά. Επομένως η θετική ζημία της ενάγουσας όπως περιορίζεται από την ίδια κατά τα ως άνω ποσά που έλαβε, (7.165,80 + 6.839,50 + 6.766,22 ευρώ), ανέρχεται στο ποσό των 70.628,04 ευρώ [91.399,56 -( 7.165,80 + 6.839,50 + 6.766,22)].
Σημειωτέον ότι η ενάγουσα δικαιούται τους τόκους που εισέπραξε από τα άνω ομόλογα, ως ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, ο δε συνυπολογισμός της ωφέλειας αυτής για τον προσδιορισμό της ζημίας της, η αφαίρεση δηλαδή των εισπραχθέντων τόκων, δεν δικαιολογείται διότι αντίκειται στην καλή πίστη υπό τις άνω περιστάσεις (βλ. σχ. ΑΠ 244/2016). Πλην όμως αφού η ίδια η ενάγουσα αφαιρεί τα ως άνω ποσά και περιορίζει την απαίτηση αποζημίωσής της, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει πλέον του αιτηθέντος (αρθρ. 106 ΚΠολΔ). Το αίτημα καταβολής της αποζημίωσης λόγω θετικής ζημίας με ταυτόχρονη μεταβίβαση των νέων τίτλων προς την εναγομένη, είναι μη νόμιμο, διότι τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνο στα πλαίσια ακύρωσης της ανταλλαγής ομολόγων, η οποία δεν διώκεται με την κρινόμενη αγωγή. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν είχε λάβει χώρα η ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης, η ενάγουσα, η οποία ενδιαφερόταν μόνον για ασφαλή τοποθέτηση, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα είχε καταθέσει το ποσό των 91.277,88 ευρώ σε προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση και θα αποκόμιζε έτσι ένα μέσο ετήσιο επιτόκιο καταθέσεων ύψους 2,61 %, όπως βεβαιώνεται από τη σχετική από 6.5.2010 ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος. Είναι βέβαιο, ότι από την κατάθεση του άνω ποσού σε κλειστό καταθετικό λογαριασμό Τράπεζας με μέσο καθαρό επιτόκιο καταθέσεων 2,61%, που έδιναν οι τράπεζες κατά τον άνω χρόνο, η ενάγουσα θα είχε αποκομίσει, κατά το χρονικό διάστημα, από 18.3.2010 μέχρι 7.3.2011 το ποσό των 2.382,35 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 18.3.2011 έως 17.3.2012,με μέσο ετήσιο καθαρό επιτόκιο τραπεζικών καταθέσεων, 3,76% που έδιναν οι τράπεζες κατά τον Μάρτιο 2011, για ετήσιες καταθέσεις νοικοκυριών θα είχε αποκομίσει για το ίδιο ως άνω κεφάλαιο, τόκους ποσού 3.432,04 ευρώ. Για το περαιτέρω χρονικό διάστημα, από 18.3.2012 έως 17.3.2013,εάν είχε καταθέσει το ίδιο κεφάλαιο, θα είχε αποκομίσει το ποσό των 4.509,12 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι το μέσο τραπεζικό επιτόκιο καταθέσεων για ετήσιες τραπεζικές καταθέσεις νοικοκυριών για την ως άνω χρονική περίοδο είχε διαμορφωθεί σε 4,94 %. Για τη χρονική περίοδο από 18.3.2013 έως και 17.3.2014 και με δεδομένο ένα μέσο τραπεζικό επιτόκιο ετήσιων καταθέσεων ύψους 4,36 % που ίσχυε για την περίοδο εκείνη, οι τόκοι που θα αποκέρδαινε από την τραπεζική κατάθεση του άνω κεφαλαίου ανέρχονται στο ποσό των 3.979,71 ευρώ. Επίσης, οι τόκοι που θα αποκόμιζε από την κατάθεση του ίδιου ως άνω κεφαλαίου σε προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση για την χρονική περίοδο από 18.3.2014 μέχρι και 17.3.2015 , με βάση το μέσο ετήσιο επιτόκιο καταθέσεων νοικοκυριών ύψους 2,76% ανέρχονται σε 2.519,26 ευρώ. Επομένως οι συνολικοί καθαροί τόκοι που θα αποκέρδαινε με βεβαιότητα η ενάγουσα, από 18.3.2010 μέχρι και την 17.3.2015 από την κατάθεση του άνω κεφαλαίου (91.277,88 ευρώ) σε προθεσμιακή τραπεζική κατάθεση, ανέρχεται σε 16.822,48 ευρώ. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των τόκων, ύψους 3.450,08 ευρώ, που εισέπραξε η ενάγουσα από τα νέα ομόλογα, την αφαίρεση του οποίου ζητεί η εναγομένη, επικουρικά κατ' ένσταση και αποδέχεται η ενάγουσα να περιορισθεί κατά το ποσό αυτό το ως άνω διαφυγόν κέρδος της, παρότι δικαιούται να κρατήσει το άνω ποσό, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σχετική νομική σκέψη. Κατόπιν τούτου, το διαφυγόν κέρδος της ενάγουσας ανέρχεται σε 13.372,40 (16.822,48 - 3.450,08) ευρώ. Περαιτέρω η εναγομένη προέβαλε με τις προτάσεις της πρωτοδίκως, ένσταση περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας (άρθρα 297, 300 Α.Κ.), την οποία επαναφέρει νομίμως, σύμφωνα με την οποία πρέπει να αφαιρεθεί από τη θετική ζημία της ενάγουσας (ήτοι από το καταβληθέν τίμημα αγοράς των ομολόγων ποσού 91.277,89 ευρώ), η αξία των νέων ομολόγων που κατέχει η ενάγουσα στο χαρτοφυλάκιο της και η οποία ανέρχεται κατά την 31.1.2016 στο συνολικό ποσό των 19.380,96 ευρώ, σύμφωνα με την Κατάσταση Περιουσιακών Στοιχείων Επενδυτικών Προϊόντων (που ενσωματώνει η εναγομένη στις προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αυτές ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου), με ημερομηνία αναφοράς 31.12.2016, όπου αναλυτικά περιγράφονται τα νέα ομόλογα ελληνικού δημοσίου, η ονομαστική αξία - ποσότητα, η τρέχουσα τιμή /τιμή αποτίμησης, ονομαστική αξία ποσότητας, η αποτίμηση, και η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου. Η εν λόγω ένσταση είναι νόμιμη, διότι υπό τα επικαλούμενα με την πιο πάνω ένσταση πραγματικά περιστατικά και ενόψει των όσων αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη νομική θεμελίωση της, δεδομένου ότι το αναφερόμενο στην ένδικη αγωγή ζημιογόνο γεγονός ήταν πρόσφορο να παραγάγει το επικαλούμενο με την ένσταση όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι δε ζήτημα πραγματικό η ύπαρξη και το ύψος του οφέλους αυτού. Πλην όμως, όπως επισημαίνει και η ενάγουσα, δεν προσδιορίζεται ποία είναι η (εμπορική) αξία των νέων ομολόγων, που διατηρούσε στο χαρτοφυλάκιο της η ενάγουσα, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής (21.9.2017), αλλά αναφέρεται μόνον η αξία των υπαρχόντων ομολόγων σε προγενέστερη ημερομηνία την 31.12.2016. Ελλείψει αυτού του στοιχείου, ήτοι της αξίας των νέων ομολόγων, που κατέχει η ενάγουσα στο χαρτοφυλάκιό της, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, το δικαστήριο δεν μπορεί να προσδιορίσει με τη μέθοδο του συνυπολογισμού κέρδους ζημίας, το ακριβές ύψος της ζημίας της ενάγουσας, γι' αυτό και η άνω ένσταση της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Το αίτημα της εναγομένης, όπως, με την καταβολή σε αυτή της άνω αποζημίωσης για την θετική και αποθετική της ζημία, και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, υποχρεωθεί ταυτόχρονα να μεταβιβάσει τα νέα ομόλογα (μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των επίδικων), που παραμένουν καταχωρημένα στο χαρτοφυλάκιό της, κατά την άσκηση και συζήτηση της αγωγής, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να γίνει δεκτό μόνον στα πλαίσια ακύρωσης της ανταλλαγής των ομολόγων, η οποία δεν διώκεται με την κρινόμενη αγωγή. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επιπλέον το αγωγικό αίτημα αναγνώρισης του δικαιώματος συγκυριότητας και νομής επί των ομολόγων που υπήχθησαν στη διαδικασία αντικατάστασης δυνάμει της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι τα δικαιώματα επί των τίτλων σε λογιστική μορφή είναι ενοχικής φύσεως (βλ. ΣτΕ 1116/2014 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία οι ιδιοκτήτες τίτλων ομολόγων τυγχάνουν προστασίας με βάση το άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος, με την αιτιολογία ότι στην έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος και άρθρου 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περιλαμβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις που δύνανται να ικανοποιηθούν και δικαστικώς, όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες). Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τέλος, συνεπεία της προπεριγραφείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγόμενης τραπεζικής εταιρείας, η ενάγουσα υπέστη επιπροσθέτως ηθική βλάβη ένεκα της στενοχώριας, της θλίψης και της ψυχικής ταλαιπωρίας που δοκίμασε εξαιτίας της απώλειας του ως άνω κεφαλαίου της, με αποτέλεσμα να έχει το δικαίωμα να αξιώσει από την εναγομένη χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση αυτής, η οποία καθορίζεται στο εύλογο ποσό των 3.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015) καθώς και: α) τις συνθήκες τέλεσης της συμπεριφοράς της εναγομένης, τον βαθμό του πταίσματος (βαριά αμέλεια) των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, β) το είδος και την έκταση της περιουσιακής ζημίας που επήλθε στην ενάγουσα, γ) την κοινωνική και προσωπική κατάσταση της ενάγουσας, δ) την οικονομική κατάσταση αμφοτέρων των διαδίκων, ε) τη στεναχώρια και την ψυχική πίεση που ένοιωσε η ενάγουσα.
Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη κατά το μέρος που την έκρινε νόμιμη. Γι' αυτό πρέπει κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης να εξαφανισθεί. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως βάσιμη κατ' ουσίαν και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ' ουσίαν πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η εναγόμενη να καταβάλει αποζημίωση στην ενάγουσα ποσού 84.000,44 (70.628,04 + 13.372,40) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, ποσού 3.000 ευρώ. Τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγόμενης, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος, ανάλογα με την έκταση της νίκης της, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της παραδοχής της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου, που προκαταβλήθηκε στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 1962/2018 οριστικής Απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Εξαφανίζει την με αρ. 1962/2018 Απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου, που έχει προκαταβληθεί, στην εκκαλούσα.
Κρατεί και δικάζει την από 5-5-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου .../13.5.2014 αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των ογδόντα επτά χιλιάδων ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (87.000,44 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής.
Επιβάλλει εν μέρει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης και τα ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2019 σε έκτακτη δημοσία συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ