ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΣτΕ 313/2025 Αυθαίρετη δόμηση εντός δασικής έκτασης - Κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις - Διαχρονικό δίκαιο - Νομιμότητα έκδοσης πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης εντός της μεταβατικής περιόδου αναστολής ισχύος των διοικητικών κυρώσεων για τις υφιστάμενες εντός δασών κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις - Προθεσμία έκδοσης πρωτοκόλλου - Εύλογος χρόνος - Παραπομπή στην επταμελή σύνθεση
Ανάρτηση: 17/05/2025
Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως κατά πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης που επιβλήθηκε στους εκκαλούντες για διατήρηση αυθαίρετων κατασκευών (ποιμνιοστασίων) σε δασική έκταση στην περιοχή «Λόφος Κόκκου» του Δήμου Γαλατσίου.
Οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή της ειδικής αποζημίωσης παραβίαζε τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, μη λαμβάνοντας υπόψη χαρακτηριστικά όπως το είδος και η χρήση των κατασκευών ή η οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Το ΣτΕ απέρριψε τον λόγο έφεσης, διότι υφίσταται νομολογία, σύμφωνα με την οποία, η έκδοση του πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης δεν παραβιάζει τις αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης. Εξάλλου, ο αντικειμενικός προσδιορισμός της αποζημίωσης εξαρτάται από τα τετραγωνικά μέτρα των αυθαιρέτων κτισμάτων και το χρονικό διάστημα διατήρησή τους και όχι από το είδος του αυθαιρέτου κτίσματος, κατασκευής ή εγκατάστασης.
Οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ακόμα, ότι το προσβαλλόμενο πρωτόκολλο δεν εκδόθηκε νομίμως εντός της τριετούς μεταβατικής περιόδου που καθορίσθηκε από την διάταξη του άρθρου 52 παρ. 7 του ν. 4280/2014, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε ανασταλεί η ισχύς των πράξεων επιβολής κυρώσεων για υφιστάμενες εντός δασών κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Το ΣτΕ έκρινε τον λόγο έφεσης παραδεκτώς προβαλλόμενο, αβάσιμο όμως στην ουσία του. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, η αναστολή ισχύος των διοικητικών κυρώσεων δεν εμποδίζει τη Διοίκηση να προβεί στην έκδοση πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη.
Περαιτέρω, απορρίφθηκε ως αβάσιμος ισχυρισμός περί παραγραφής της ειδικής αποζημίωσης, η οποία αποτελεί κατ' ουσίαν διοικητική κύρωση και συνεπώς, για όσο χρονικό διάστημα οι αυθαίρετες κατασκευές διατηρούνται εντός των ανωτέρω εκτάσεων δεν τίθεται ζήτημα πενταετούς παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας.
Οι εκκαλούντες προέβαλαν ακόμα ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας, της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, λόγω έκδοσης του ένδικου πρωτοκόλλου σε χρόνο πέραν του ευλόγου, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα 16 έτη, ενώ η κλήση για κατεδάφιση επιδόθηκε στον δικαιοπάροχό τους, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος απέκτησε την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, νομέα ή κατόχου μετά την έκδοση της διαταγής κατεδάφισης, η υποχρέωσή του για την κατεδάφιση του κτίσματος και, συνακόλουθα, η ευθύνη του για την καταβολή της αποζημίωσης γεννώνται από τον χρόνο κατά τον οποίο έλαβε γνώση της ύπαρξης της διαταγής κατεδάφισης, εφόσον αυτή είχε κοινοποιηθεί σε κατά νόμο υπόχρεο πρόσωπο, στην περίπτωση δε αυτή δεν απαιτείται νέα κλήτευση στο όνομά του για την έκδοση πρωτοκόλλου επιβολής ειδικής αποζημίωσης σε βάρος του. Τούτο δε ισχύει πολλώ μάλλον σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, όπου ο κληρονόμος υπεισέρχεται στην εν γένει νομική κατάσταση του κληρονομηθέντος.
Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, η προβλεπόμενη προθεσμία για την έκδοση του πρωτοκόλλου είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική. Περαιτέρω, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η έκδοση πρωτοκόλλου ειδικής αποζημίωσης για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το τρίμηνο, δεδομένου ότι οι δυσμενείς για τον διοικούμενο συνέπειες από την έκδοσή του για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αίρονται αν παραδοθεί οικειοθελώς προς κατεδάφιση η αυθαίρετη κατασκευή, έστω και μετά την έκδοση του πρωτοκόλλου, διότι στην περίπτωση αυτή ο διοικούμενος απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της επιβληθείσας ειδικής αποζημίωσης, ανεξαρτήτως του ποσού στο οποίο έχει ανέλθει αυτή.
Λόγω της σπουδαιότητας των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος.